Η ζωή ενός κοριτσιού ετών 70…. Η ζωή ενός κοριτσιού ετών 70….
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα χωριό πάνω ψηλά στο βουνό ζούσε μία γιαγιούλα.Αυτή η γιαγιά κάθε μέρα για εβδομήντα χρόνια έκανε κάθε... Η ζωή ενός κοριτσιού ετών 70….

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα χωριό πάνω ψηλά στο βουνό ζούσε μία γιαγιούλα.
Αυτή η γιαγιά κάθε μέρα για εβδομήντα χρόνια έκανε κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από το θάνατο του πολυαγαπημένου της συζύγου που μαζί του μοιράστηκε τόσα πολλά πράγματα και εξήντα χρόνια γάμου. Ξύπναγε πάντα μαζί με τις παχουλές τις κότες της. Τις είχε καλομάθει γιατί της κάνανε αυγά κάθε μέρα. Τις φρόντιζε πολύ. Τους έδινε πάντα τα πιο εκλεκτά χόρτα να φάνε και τους έδινε και καλαμπόκι. Δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς το κίτρινο αυτό δημητριακό.
Αλλά και εκείνες όμως τι κάνανε τα πιο νόστιμα και τα πιο εκλεκτά αυγά. Όλοι είχαν να το λένε για τον κρόκο που ξεχώριζε από όλα τα αυγά της περιοχής. Και ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτό. Αφού λοιπόν ξυπνούσε πήγαινε στην εικόνα της Παναγίας τη Βρεφοκρατούσας και την ευχαριστούσε για όλα αυτά που της χάριζε ο Υιός της καθημερινά. Στο τέλος την παρακαλούσε όταν ο Θεός επιτρέψει να την πάρει, να είναι έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι Κάθε Σάββατο πήγαινε στην εκκλησιά του χωριού και εξομολογούταν στο πατέρα Αναστάσιο. Καλός ιερέας, φρόντιζε για την εκκλησία που του είχε δοθεί, αλλά και για το ποίμνιο που ο Θεός του είχε εμπιστευτεί. Πολύ
ευλογημένη ψυχή. Όποιον είχε ανάγκη τον βοηθούσε είτε με χρήματα είτε έβρισκε δουλειά σε όποιον ήθελε να δουλέψει είτε να ακούσει τον πόνο του καθενός.
Πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και κοινωνούσε. Βοηθούσε όσες μανούλες δυσκολεύονταν με τα παιδιά τους. Και ήταν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στα χέρια της ηρεμούσε ακόμα και το πιο ζωηρό παιδί. Ήταν η καλή γιαγιά του χωριού και όλοι χαίρονταν που την είχαν. Στα νιάτα της μάζευε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και τους κέρναγε γλυκό του κουταλιού ή καμιά λεμονάδα που είχε φτιάξει με τα χεράκια της.
Τους έστρωνε κάτω ,μια κουβέρτα και τους έλεγε ιστορίες από τα παλιά. Λίγο πριν φτάσουν οι γονείς στο σπίτι της για να πάρουν τα παιδιά τους, λέγανε όλοι μαζί την προσευχή τους γιατί ήξερε ότι μπορεί και να μην κάνανε στο σπίτι τους έτσι κουρασμένα που ήταν. Και τα παιδιά το βράδυ πριν φύγουν πάντα της έδιναν ένα φιλί έπαιρναν την ευχή της και ανυπομονούσαν για το επόμενο ταξίδι σε μία εποχή που δεν είχαν ποτέ ζήσει. Έβλεπε για χρόνια τα παιδιά να μεγαλώνουν, να προκόβουν στα
μαθήματά τους και να φεύγουν μετά για το πανεπιστήμιο. Ή έβλεπε τις κοπέλες να παντρεύονται και να φεύγουν από τον τόπο τους. Λυπόταν όταν γινόταν αυτό αλλά χαιρόταν όταν μάθαινε ότι θα επισκέπτονταν το χωριό τους. Και πάντα περνούσαν από το σπίτι της γιαγιάς να την δουν, να ρωτήσουν τα νέα της και φεύγοντας να πάρουν την πολύτιμη ευχή της. Όταν έμενε μόνη τη στο σπίτι έκανε πολύ σχολαστικά τις εργασίες στο σπίτι της και έξω στην αυλή της που όλο το χρόνο μοσχοβολούσε από τα μυρωδικά της και τα λουλούδια. Τριανταφυλλιές, φούλι, γαρυφαλλιές,
ρίγανη, βασιλικό και άλλα τόσα που γέμιζαν τον τόπο με τις μεθυστικές τους
μυρωδιές. Την αυλή της στόλιζαν δέντρα και πάντα της χάριζαν άφθονο καρπό.
Υπήρχε μια μηλιά, μια λεμονιά, πορτοκαλιά, κορομηλιά και βερυκοκιά. Τα δέντρα είχαν μπει στον κήπο με τέτοιο τρόπο που πρόσφεραν τέτοια σκιά που ήταν γιατρικό με την ζέστη του καλοκαιριού. Ο σύζυγός της είχε φτιάξει σε μια γωνιά της αυλής μία φυσική πηγή που ανάβλυζε φρέσκο νερό. Πολλά πρωινά έπιναν το καφεδάκι τους εκεί καθισμένοι στις ξύλινες καρέκλες που είχε φτιάξει εκείνος μαζί με το τραπέζι.
Αγαπούσε τη γυναίκα του και ήθελε να της προσφέρει ότι καλύτερο μπορούσε.


Χρήματα για διακοπές και εκδρομές δεν είχαν αλλά η κυρά Σοφία ποτέ δεν
στερήθηκε τις βόλτες στο βουνό ή πήγαιναν στη θάλασσα να την απολαύσουν είτε βουτώντας μέσα ή απλά ακούγοντας το απαλό κυματάκι που έσκαγε στη στεριά άλλοτε με μανία και άλλοτε ήσυχα… Κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία πήγαιναν σε κοντινούς προορισμούς απολαμβάνοντας τις ομορφιές του Θεού. Παιδιά δυστυχώς δεν μπόρεσαν να κάνουν αλλά έδειχναν πάντα την αγάπη τους σε εκείνα. Κάθε μέρα το σπίτι τους γέμιζε με παιδιά. Έκαναν μεγάλη χαρά βλέποντάς τα. Όλα αυτά σκεφτόταν η γλυκιά γιαγιά του χωριού και δάκρυζε στη θύμησή τους. Αλλά μετά ευχαριστούσε τον Θεό που τον πήρε την ώρα που Εκείνος επέτρεψε. Και εκείνη
μερικές φορές ανυπομονούσε να βρεθεί στον κήπο που έχει ετοιμάσει ο Θεός για όλους αλλά ήθελε να είναι μαζί και πάλι με τον άντρα της. Έχει ο Θεός δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα για εμένα μονολογούσε συχνά. Οι μέρες , τα χρόνια περνούσαν ώσπου κάποιο απόγευμα άφησε η αγαπημένη γιαγιά όλων την τελευταία της πνοή και σαν πουλάκι, ελεύθερη ταξίδεψε στον ουρανό να πάει επιτέλους να συναντήσει όλους αυτούς που είχε χάσει αλλά πιο πολύ τον πολυαγαπημένο τη σύζυγο που τώρα πια δεν θα του χώριζε τίποτα και θα ήταν για πάντα μαζί. Την μέρα τη κηδείας της όλοι
μικροί και μεγάλοι έκλαιγαν σε όλη την ακολουθία. Της άφηναν λουλούδια,
ζωγραφιές και γράμματα. Και την αποχαιρετούσαν σιωπηλά με μία προσευχή. Ο πατήρ Αναστάσιος στον επικήδειο λόγο του ανέφερε πως η συγχωρεμένη είχε γράψει για το κάθε παιδί ένα γράμμα. Μέσα σε αυτό υπήρχαν πολύ σημαντικά πράγματα που θα του βοηθούσαν στην καθημερινότητά τους. Ήταν λόγια γλυκά με αγάπη γραμμένα. Σε κάθε γράμμα έγραφε κα κάτι ξεχωριστό, κάτι που να ταιριάζει στον
κάθε αναγνώστη. Ήταν κάτι ιδιαίτερο και προσωπικό με παροτρύνσεις βελτίωσης.
Ήξερε το κάθε παιδί πολύ καλά και γι΄ αυτό είχε κάτι διαφορετικό να πει για τον καθένα..
Κάτω κάτω έδινε την ευχή της σε εκείνον που διάβαζε το γράμμα αλλά και σε όλη του την οικογένεια. Όλα αυτά ήταν γραμμένα πάνω σε χαρτί χρώματος εκρού με σχέδια γύρω γύρω. Ο φάκελος είχε αρωματιστεί με το άρωμά της ώστε να θυμίζει σε όλους την αγάπη της. Κάθε Κυριακή είχαν συμφωνήσει όλα τα παιδιά να πηγαίνουν στο σπίτι της, να κάθονται και να μοιράζονται όμορφες στιγμές που πέρασαν μαζί της. Για πολλά χρόνια το σπίτι δεν έχασε την μυρωδιά της κυρά Σοφίας. Το σπίτι η αυλή και οτιδήποτε άλλο δικό της είχε τη μυρωδιά από χειροποίητη λεμονάδα,
ιστορίες που χάριζαν στον καθένα και ένα ξεχωριστό ταξίδι και φυσικά τη μυρωδιά από το σάλι της που φορούσε πάντα. Όταν έπεφταν στην αγκαλιά της μύριζαν αχόρταγα το σάλι της που μύριζε γιαγιά Σοφία. Πουθενά αλλού δεν μύρισαν κάτι παρόμοιο. Ίσως γιατί πουθενά αλλού δεν βρήκαν την αγάπη την αφοσίωση και την γλυκύτητα που απλόχερα έδινε η γιαγιά.
Σ ευχαριστούμε πολύ για όλα όσα μας χάρισες και ευχόμαστε κάποια στιγμή να βρεθούμε ξανά όλοι μαζί. Σε αγαπάμε γιαγιά Σοφία!

Δέσποινα Τσέρκα

error: Content is protected !!