ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΠΟΙΗΣΗ 17 Μαρτίου 2024 fonisalaminas
Επιμέλεια Λίλυ Νούραη
Τα καρναβάλια, που τόσο μας ενθουσίαζαν όταν ήμασταν μικρά παιδιά και πάντα μας ενθουσιάζουν, γι’ αυτό και διοργανώνονται σε όλον κόσμο ακόμη, αλλά κι εμείς με ενθουσιασμό μετέχουμε σε αυτά, έχουν εμπνεύσει χιλιάδες ποιητές σε όλο τον κόσμο από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και σήμερα.
Σε αυτόν, τον μικρό χώρο, θα δημοσιεύσουμε κάποια από τα πολλά αυτά ποιήματα, που ενέπνευσαν πολύ γνωστούς και καταξιωμένους ποιητές. Έλληνες και ξένους.
Γιώργος Σουρής: «Καρναβάλι»
«Τι θέλει ο λαός αυτός ο αποβλακωμένος,
που μασκαράς ξεκάλτσωτος εβγήκε στο σεργιάνι,
κι εδώ κι εκείθε πιλαλά καταμουντζουρωμένος;
Δεν θέλει τίποτα, καλό μουντζούρωμα του φθάνει
Μουντζούρα για τη μούρη του και άλλο δεν γυρεύει,
ο ίδιος μασκαρεύεται αντί να μασκαρεύει.
Ποτέ τους Κυβερνήτας του δεν θέλει να πειράξει,
κι αν κάποτε με τ’ όνομα του κλέφτη τους στολίζει,
όμως ως κάτω χαιρετά του κλέφτη το αμάξι,
και με τα δυο του γόνατα εμπρός του γονατίζει.
Έπειτα ο κυρίαρχος έχει κι αυτή τη χάρη,
να τρέμει για τη φυλακή, να φεύγει το στιλιάρι.
Μπορεί να μουντζουρώνεται με τιγανιού μουντζούρα,
να γίνεται και γάδαρος, να σέρνεται, να σέρνει,
αλλ’ όχι να φορεί ποτέ και άρχοντος φιγούρα….
δεν αγαπά να δέρνεται, δεν αγαπά να δέρνει.
Αφού αφήνει φανερά καθένας να τον κλέβει,
τι θα κερδίσει τάχατε και αν τους μασκαρεύει;
Για δέτε τι ξεκάλτσωτοι, για δέτε τι μουντζούρα!
για δέτε κι έναν απ’ εδώ με μια κοντή βελάδα,
για δέτε κι άλλον απ’ εκεί με ψεύτικη καμπούρα…
Μπορεί κανείς να μη γελά σε τόση εξυπνάδα;
Γελά ο τάδε κύριος κι η δείνα η κυρία,
μα ξεκαρδίζομαι κι εγώ από την… αηδία.»
Φερνάντο Πεσσόα: Έβγαλα τη μάσκα
Έβγαλα τη μάσκα και στον καθρέφτη κοιτάχτηκα.
Είδα το παιδί που ήμουν εδώ και πολύ καιρό…
Αυτό είναι το πλεονέκτημα
το να ξέρεις τη μάσκα να βγάζεις.
Είμαστε πάντα παιδιά,
το παρελθόν που ήταν το παιδί αυτό.
Είναι καλύτερα έτσι/ έτσι χωρίς μάσκα.
Γυρίζω πίσω στην προσωπικότητά μου,
όπως στης γραμμής το τέλος.”
Βαλερύ Λαρμπώ: Η μάσκα
“Γράφω φορώντας πάντα στο πρόσωπό μου μια μάσκα,
ναι, μια μακριά μάσκα, βενετσιάνικη, παλαιϊκή,
με στενό μέτωπο,
όμοια με λευκό μεταξωτό ρύγχος.
Κάθομαι στο τραπέζι και υψώνω το κεφάλι,
ατενίζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
καταπρόσωπο, και μετά σε γωνία, παρατηρώ
την παιδική, κτηνώδικη κατατομή που αγαπώ.
Ω, αν ένας αναγνώστης, ο αδελφός μου, σ’ αυτόν
μιλώ μες απ’ τη χλωμή, γυαλιστερή μάσκα,
αν γινόταν να ‘ρθει και να φυτέψει ένα αργό,
βαρύ φιλί σ’ αυτό το στενό μέτωπο,
σ’ αυτό το πελιδνό μάγουλο,
για να προσδώσει στη μορφή μου όλο το βάρος
μιας άλλης μορφής, άδειας κι αυτής και μυρωμένης.”
Κωνσταντίνος Καρυωτάκης: Αποκριάτικο
Με ξέσκεπα τα στήθια, με κρυμμένα τα
μάγουλα στη μάσκα, τριγυρίζουν οι βλάχες,
οι κοντέσες, και χαρίζουν ολούθε
χαμογέλια ονειρεμένα.
Πιερότοι κι αρλεκίνοι, μ’ αναμμένα τα μάτια τους,
τις γύμνιες αντικρίζουνκαι —απόκριση στα γέλια—
πλημμυρίζουν τη γλύκα πά’
στα χείλια τα βαμμένα,
τη γλύκα του φιλιού. Κάποιος ιππότης
με μια που ’ναι ντυμένη σα δεσπότης
—παράξενο ζευγάρι— σιργιανάει.
Κι ο διάολος μες στου ντόμινου τ’ ατλάζιφιλιά
μ’ έν’ αγγελούδι σαν αλλάζει,
ουρλιάζοντας τη μαύρη ουρά κουνάει.
Ανδρέας Εμπειρίκος: Οι χαρταετοί
Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες.
Στα Ακροκεραύνεια πετούν γυπαετοί.
Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασ-σα και αναγαλλιάζει.
Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πετούν το Μάρτη
χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι,
Οι χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές,
πετούν επάνω από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη
των υψηλών βουνών οι αετοί.
Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια.
Δείχνουν τους χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές.
Ουράνιοι δράκοι πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν
και γράφουν στο στερέωμα με άσπρους καπνούς τις λέξεις.