ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΜΠΟΥΓΑΣ – Ιστορία 1940-1949  ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΜΠΟΥΓΑΣ – Ιστορία 1940-1949 
H σφαγή της μεραρχίας Acqui στην Κεφαλονιά Στις 25 Ιουλίου 1943 το Ανώτατο Φασιστικό Συμβούλιο στη Ρώμη εκδίωκε τον Μουσολίνι και ο βασιλιάς Βιτόριο... ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΜΠΟΥΓΑΣ – Ιστορία 1940-1949 

H σφαγή της μεραρχίας Acqui στην Κεφαλονιά Στις 25 Ιουλίου 1943 το Ανώτατο Φασιστικό Συμβούλιο στη Ρώμη εκδίωκε τον Μουσολίνι και ο βασιλιάς Βιτόριο Εμμανουέλε ανέθετε την πρωθυπουργία στον στρατηγό Μπαντόλιο. Ενα βαθύ ρήγμα είχε γίνει στην ανώτατη Ιταλική Διοίκηση που φάνηκε ότι θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στη συνέχιση του πολέμου της Ιταλίας κατά των Συμμάχων. Ηδη οι Αγγλο-Αμερικανοί είχαν πατήσει σε ιταλικό έδαφος, στο νησί Παντελάρια και σε λίγο θα αποβιβάζονταν στη Σικελία. Οι Γερμανοί διέβλεψαν ότι οι σύμμαχοί τους Ιταλοί θα εγκατέλειπαν τον πόλεμο και με ταχύτατες κινήσεις προώθησαν γερμανικά τμήματα, σε εδάφη που υπήρχαν μόνο Ιταλοί, για εποπτεία και παρακολούθηση.

Σε αναλογία με την έκταση και τον πληθυσμό στην Κεφαλονιά υπήρχε μια από τις μεγαλύτερες ιταλικές μονάδες: 12.000 άνδρες της Μεραρχίας Acqui ενώ το νησί είχε μεταβληθεί σε απόρθητο οχυρό. Τεράστια επάκτια πυροβόλα, αντιαεροπορικά διάσπαρτα σε όλα τα υψώματα, αποθήκες με μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών και τροφίμων. O λόγος διπλός: α) Το νησί ήταν το πρώτο σκαλοπάτι για μεταφορά ενισχύσεων στα ιταλικά στρατεύματα στη B. Αφρική, β) H Κεφαλονιά εθεωρείτο ότι θα ήταν η πρώτη αποβατική κίνηση Συμμάχων στη Βαλκανική, όπως εφέρετο το σχέδιο Τσόρτσιλ. Ετσι έφθασαν στο νησί περίπου 400 Γερμανοί στις αρχές Αυγούστου για να παρακολουθούν τους Ιταλούς που σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία, με τον κύριο όγκο τους στη χερσόνησο του Ληξουρίου. Αντιπρόσωπος του Μπαντόλιο ο στρατηγός Καστελάνο υπέγραψε την ανακωχή στο στρατηγείο του Αϊζενχάουερ στις 3 Σεπτεμβρίου σε έναν ελαιώνα έξω από τη Μεσσίνα της Σικελίας. H ανακωχή ανακοινώθηκε το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου και βρήκε 700.000 άνδρες του ιταλικού στρατού εκτός του ιταλικού εδάφους (Κορσική, N. Γαλλία, Βαλκάνια, Ελλάδα, νησιά). Αυτή η τεράστια στρατιωτική δύναμη θα εξουδετερωθεί, εκτός κάποιων μονάδων, μέσα σε λίγες ώρες από τους ναζί με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις!



Δεν υπάκουσαν

Στην Αθήνα ο διοικητής των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα στρατηγός Vecchiarelli υπέγραψε το επόμενο βράδυ την παράδοση των ανδρών του στον Γερμανό στρατηγό Hubert Lanz. Δύο οργανωμένες μονάδες δεν υπάκουσαν στην παράδοση: α) H Μεραρχία Pinerolo της Θεσσαλίας της οποίας ο διοικητής στρατηγός Infante ζήτησε από τον επικεφαλής της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα συνταγματάρχη Κρις Γουντχάουζ οι άνδρες του να συμπολεμήσουν κατά των Γερμανών. O Γουντχάουζ δεν είχε βέβαια οργανωμένη στρατιωτική μονάδα. Ετσι, υπεγράφη Σύμφωνο με τους εκπροσώπους του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ για να πολεμήσουν οι Ιταλοί μαζί τους. Αιφνιδιαστικά και παρά τη συμφωνία, τμήματα του ΕΛΑΣ αφόπλισαν τους άνδρες ενώ για έναν ολόκληρο χρόνο τους περιέφεραν σε διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ως αιχμαλώτους. H μεταχείριση των ανδρών αυτών υπήρξε τραγική. Από τους 8.000 στρατιώτες επέστρεψαν μόνο 2.200 μεταπολεμικά στην Ιταλία. H δεύτερη Μεραρχία που δεν υπάκουσε αμέσως στην παράδοση ήταν η Acqui της Κεφαλονιάς. O διοικητής της, στρατηγός Antonio Gandin, προσπαθούσε με διαπραγματεύσεις να πετύχει παράδοση μεν των όπλων, αλλά και ασφαλή μεταφορά των ανδρών του στην πατρίδα τους. Οι Γερμανοί αντίθετα κέρδιζαν ημέρες για την απόβαση νέων δυνάμεων στο νησί. H παντοδύναμη όμως μεραρχία Acqui, από το ίδιο βράδυ της αναγγελίας της ανακωχής, είχε αυτοδιαλυθεί. Οι άνδρες θεωρούσαν ότι ο πόλεμος γι’ αυτούς τελείωσε και ότι τους περίμεναν οι οικογένειές τους. H πειθαρχία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ανοιξαν οι τεράστιες αποθήκες και οι κάτοικοι του νησιού επωφελήθηκαν για να προμηθευτούν μεγάλο αριθμό όπλων αλλά και τροφίμων από τα οποία υπέφεραν στα χρόνια της Κατοχής. Ο στρατηγός Gandiδεχόταν διαφορετικές εισηγήσεις. Αλλοι του ζητούσαν παράδοση και άλλοι τη σύγκρουση με τους Γερμανούς (12.000 άνδρες έλεγαν έναντι 400 Γερμανών!). Εμπειρος αξιωματικός ο στρατηγός διέβλεπε τον κίνδυνο μιας μάχης: O ιταλικός στόλος που θα μπορούσε να υποστηρίξει την άμυνα είχε ήδη παραδοθεί στους συμμάχους στην Αλεξάνδρεια. H ιταλική αεροπορία ανύπαρκτη. Καμιά βοήθεια δεν μπορούσε να προσφέρει η παραπαίουσα κυβέρνηση Μπαντόλιο που είχε διαφύγει με τον βασιλέα από τη Ρώμη στο Μπρίντεζι. Οι σύμμαχοι είχαν ήδη αρχίσει τη νέα μεγάλη απόβαση στο Anzio της Ιταλίας και ήταν αδιανόητο να στείλουν δυνάμεις για την άμυνα του νησιού.

Αντίθετα, τα αεροδρόμια των Γερμανών βρίσκονταν πολύ κοντά στο απέναντι ηπειρωτικό ελληνικό έδαφος (Αραξος, Αγρίνιο). O Gandiσυνέχιζε τις διαπραγματεύσεις και συγκαλούσε πολεμικά συμβούλια των ανωτέρων αξιωματικών. Μικροεπεισόδια είχαν αρχίσει μεταξύ των πρώην Οι πρώτες συγκρούσεις Στις 12 Σεπεμβρίου ο Gandiκαι το επιτελείο του αποφάσιζε μάλλον να παραδώσει τα όπλα, εξασφαλίζοντας τη μεταφορά των ανδρών του στην Ιταλία. Εν τω μεταξύ, μια μικρή ομάδα αριστερών του νησιού κυκλοφόρησε προκηρύξεις που καλούσαν τους Ιταλούς να πολεμήσουν με την υπόσχεση ότι θα είχαν τη συμπαράσταση μεγάλης ομάδος ενόπλων του νησιού. Νεαροί αξιωματικοί ήταν υπέρ της συγκρούσεως. Απόλυτη σύγχυση επικρατούσε στη Μεραρχία.

Το απόγευμα της 12ης Σεπτεμβρίου ο Παμπαλόνι και άλλοι αξιωματικοί συναντήθηκαν με τον Γκαντίν και τον ενημέρωσαν ότι δεν δέχονται να παραδώσουν τα όπλα τους στους Γερμανούς. Οι στασιαστές Ιταλοί αξιωματικοί μάλιστα άνοιξαν τις αποθήκες και μοίρασαν όπλα και πυρομαχικά στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Όταν έγινε γνωστό ότι ο αφοπλισμός των Ιταλών στην Κέρκυρα απέτυχε, οι συμπατριώτες τους στην Κεφαλονιά αναθάρρησαν και άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ γερμανικών και ιταλικών δυνάμεων στο Αργοστόλι.



Όλη πλέον η μεραρχία Άκουι αποφασίζει να αντισταθεί.

Στις 12 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί αρχίζουν πλέον τις συστηματικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών.

ο πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου (έξι ημέρες μετά την αναγγελία της ανακωχής) ο Gandiαποφασίζει να πολεμήσει. Πραγματοποιείται ένα πρωτοφανές για στρατιωτική μονάδα δημοψήφισμα. Οι στρατιώτες παρασυρόμενοι από ανεύθυνους νεαρούς αξιωματικούς αποφασίζουν να πολεμήσουν. Εν τω μεταξύ, φθάνουν από την Ηπειρο οι γερμανικές ενισχύσεις. Πρόκειται για 1.200 σκληροτράχηλους ναζί της Ορεινής Μεραρχίας «Edelweiss» με επικεφαλής τον ταγματάρχη Harald voHirschfeld. Είναι άνδρες που γύρισαν από το ρωσικό μέτωπο και έχουν διαπράξει εκεί ομαδικές σφαγές και εκτελέσεις.

Το Αργοστόλι, πρωτεύουσα του νησιού όπου εκεί βρίσκεται και ο μεγαλύτερος όγκος των ιταλικών στρατευμάτων, βομβαρδίζεται από τη γερμανική αεροπορία σε καθημερινή βάση από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Ιδιαίτερα η 16η του μηνός για το Αργοστόλι σημαίνει βιβλική καταστροφή. Η πόλη όλη σχεδόν έχει ισοπεδωθεί ενώ η φωτιά καίει τα πάντα. Οι κάτοικοί της μαρτυρικής πόλης θα βρουν τη σωτηρία στην Κρανιά και στους Λάσιους.

Όπως έγραψε ο αυτόπτης μάρτυρας Λουκάτος, βρήκαν καταφύγιο σε σπηλιές, σε απομακρυσμένα χωριά, ακόμα και μέσα στους μυκηναϊκούς τάφους στα Μαζαρακάτα. Όποιος δεν κατάφερε να εγκαταλείψει την πόλη «βίωσε στις 16 Σεπτεμβρίου ώρες βιβλικής καταστροφής».

Η πρώτη μεγάλη μάχη μεταξύ Ιταλών και Γερμανών θα δοθεί κοντά στο χωριό Αγκώνας. Χαρακτηριστικά ο Γερμανός διοικητής του 11ου λόχου Άλφρεντ Ρίχτερ γράφει στα απομνημονεύματά του : « Στα νησιά της Κεφαλονιάς και της Κέρκυρας οι Ιταλοί αντιστάθηκαν και πίστεψαν μέσα στην παράλογη τύφλωσή τους και στην τόσο χαρακτηριστική τους αλαζονεία των ηλιθίων, ότι επρόκειτο να αλλαξουν τον ρου της Ιστορίας. Όσα αναγκάστηκαν να υποφέρουν οι συμπολεμιστές μας πέρα στην Αφρική και τη Σικελία εξαιτίας της προδοσίας τους μας έκαιγαν τα σωθικά. Και τους χτυπήσαμε, τους χτυπήσαμε έτσι όπως δεν χτυπήσαμε ποτέ κανέναν άλλον σε αυτόν τον πόλεμο».



Όμως πολύ σύντομα οι Γερμανοί θα γίνουν κύριοι του νησιού και η αντίστροφη μέτρηση για τους άνδρες της Μεραρχίας Aqui θα αρχίσει.

Το απόγευμα της 18ης Σεπτεμβρίου ο 15χρονος Παναγής Παπαδάτος επέστρεφε στο ορεινό χωριό του Κουρουκλάτα, όταν όπως διηγείται «είδα κοντά σε ένα εικονοστάσι πολλά σακίδια. Στη συνέχεια άκουσα πυροβολισμούς.

Μόλις έστριψα, αντίκρυσα 5 ή 6 Γερμανούς να παίρνουν δύο άνδρες από μια ομάδα Ιταλών που ήταν ζαρωμένοι στο χώμα. Μόλις που μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Τους έσυραν μέχρι την άκρη του δρόμου, μπροστά στους θάμνους και τους πυροβόλησαν. Κατρακύλησαν στην απότομη πλαγιά. Εκεί βρισκόταν ήδη ένας σωρός από πτώματα».

Η 1η Πυροβολαρχία του 33ου ιταλικού Συντάγματος υπό τη διοίκηση του λοχαγού Άμος Παμπαλόνι μετακινήθηκε στο χωριό Διλινάτα τη νύχτα προς την 21η Σεπτεμβρίου και εκεί αιχμαλωτίστηκαν από Γερμανούς.

Ο Παμπαλόνι έλαβε διαταγή να παρατάξει τους άνδρες του σε φάλαγγα για να ξεκινήσουν πορεία. Αφηγήθηκε στον συγγραφέα: «Προχωρούσα δίπλα στον Γερμανό αξιωματικό, στην κεφαλή της μονάδας μου. Ξαφνικά ο υπολοχαγός Τονιάτο άρχισε να απαγγέλλει βροντόφωνα τη νεκρώσιμη ακολουθία.

Ήθελα να τον επιπλήξω, γιατί πίστευα ότι αποκαρδίωνε τους άνδρες. Δεν πρόλαβα όμως, γιατί τη στιγμή εκείνη ο Γερμανός αξιωματικός με πυροβόλησε στον σβέρκο. Έπεσα με το κεφάλι στο έδαφος. Δεν έχασα τις αισθήσεις μου και δεν ένιωθα πόνο

Τα πόδια μου ήταν πάνω στο κεφάλι του δύσμοιρου Τονιάτο. Αυτός είχε πεθάνει ακαριαία. Άκουσα ριπές από πολυβόλα, τις κραυγές των στρατιωτών μου και μεμονωμένους πυροβολισμούς, μάλλον για να αποτελειώσουν τους τραυματίες».

Η σφαίρα διαπέρασε τον λαιμό του, χωρίς να χτυπήσει κάποιο ζωτικό σημείο. ΄Ελληνες αντάρτες βρήκαν τον Παμπαλόνι γύρω στο μεσημέρι.



Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, «εκτελέστηκαν περίπου 80 άνδρες». Τον φρόντισαν στο σπίτι του ιερέα στα Φαρακλάτα και αργότερα φυγαδεύτηκε από το νησί. Κοντά στο Αγρίνιο εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ.

Ο Γερμανός διερμηνέας Βάλερτ θυμόταν πως είχε δει μια ομάδα Ιταλών αξιωματικών που είχαν παραδοθεί στις 20 Σεπτεμβρίου και φρουρούνταν στον σταθμό διοίκησης της ομάδας μάχης.

Αφού τους αφαίρεσαν τα όπλα τους, τους προειδοποίησαν ότι θα τους εκτελούσαν «εάν έβρισκαν επάνω τους και άλλα όπλα». Όταν «το βράδυ ανακαλύφθηκε σε κάποιον από τους αξιωματικούς μια σφαίρα», έγραψε ο Βάλερτ, «οι αξιωματικοί εκτελέστηκαν, παρά τις διαμαρτυρίες τους, και παρά τις εκκλήσεις όσων κατάγονταν από το Νότιο Τιρόλο ότι ήταν και αυτοί Γερμανοί».

Στις 21 Σεπτεμβρίου, αφού η μονάδα του μπήκε στα Φραγκάτα, ο Γερμανός αξιωματικός Άλφρεντ Ρίχτερ σημείωσε στο ημερολόγιό του:

«Δύο λόχοι αλπινιστών παραδίδονται χωρίς να ρίξουν έστω και μία σφαίρα. Είναι όλοι ήρεμοι και χαλαροί γιατί πιστεύουν ότι έσωσαν τη ζωή τους επειδή παραδόθηκαν οικειοθελώς. Μπαίνουμε στα Φραγκάτα και παραδίδουμε τους αιχμαλώτους μας. Εδώ έρχονται αντιμέτωποι με την τραγική τους μοίρα.

Σε διμοιρίες, σύρονται στα κοντινά λατομεία και στα γύρω περιβόλια και θερίζονται από τα πολυβόλα του 98. Μένουμε στο χωριό δύο ώρες και όλο αυτό το διάστημα τα αυτόματα και τα πολυβόλα δεν σταματούν να σφυροκοπούν.

Οι κραυγές φτάνουν μέχρι και μέσα στα σπίτια των Ελλήνων.

Χωρίς να ληφθεί υπόψη η υπηρεσία του κάθε στρατιώτη εκτελούνται όλοι, μέχρι και τραυματιοφορείς και ιερείς.

Κωμικοτραγική φιγούρα ήταν ένας αιχμάλωτος που προσπάθησε να σώσει τη ζωή του ανεβαίνοντας σ΄ ένα βάθρο και τραγουδώντας άριες όπερας με ωραία φωνή, παίρνοντας μια πραγματικά ιταλική πόζα».

Όμως η μεγάλη σφαγή θα γίνει στα Τρωϊαννάτα όπου εκεί έχει συγκεντρωθεί ο μεγαλύτερος όγκος των ιταλικών στρατευμάτων. 470 Γερμανοί της ομάδας μάχης Φάουτ που κρατούνταν αιχμάλωτοι από τους Ιταλούς εξεγείρονται και τους αιχμαλωτίζουν.

Τα μικρά ξαδέλφια, Σπύρος Γεωργακάτος και Διονύσης Λουρεντζάτος από σύμπτωση γίνονται αυτόπτες μάρτυρες του μεγάλου μακελειού που έγινε στο χωριό τους Όπως οι ίδιοι διηγούνται, η 22α Σεπτεμβρίου που ξημέρωνε φαινότανε μιά συνηθισμένη μέρα.

Μόνο που το χωριό τους, τα Τρωϊαννάτα τώρα το είχαν οι Γερμανοί οι οποίοι είχαν αιχμαλωτίσει τους Ιταλούς και τους κρατούσαν κάτω από τις ελιές σημαδεύοντάς τους με τα αυτόματα.

Λίγο πιό πέρα στα Φραγκάτα, γίνονταν μεγάλες μάχες η έκβαση των οποίων θα σημάδευε ίσως και την τύχη της περιοχής.

Ξαφνικά κατά το μεσημέρι ακούστηκε βόμβος από φορτηγά αυτοκίνητα και σε λίγο ξεπρόβαλε από την στροφή του δρόμου μιά μεγάλη φάλαγγα από φορτηγά γεμάτα με πάνοπλους Ιταλούς που επροωθούντο για ενισχύσεις στα Φραγκάτα.

Κοντά να πλησιάσουν τα πρώτα σπίτια του χωριού βλέπουν μπροστά τους τους άλλους Ιταλούς που είχαν ήδη αιχμαλωτίσει οι Γερμανοί.

Στο σημείο αυτό το ρόλο της ιστορίας θα αναλάβει η ειρωνία της τύχης.

Στη στροφή, που ο δρόμος έρχεται από τα Φραγκάτα κάνει την εμφάνισή της η φάλαγγα των Γερμανών, που γύριζαν νικητές από τη μάχη σ΄αυτό το χωριό. Οι Ιταλοί σαν τους είδαν σταματούν και δείχνουν πως δεν έχουν σκοπό να προβάλουν καμμιάν αντίσταση.

Βλέπουν πως γι’ αυτούς έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Σταματούν και μοιάζουν να περιμένουν τη μοίρα τους. Οι Γερμανοί τους κυκλώνουν και τους υποχρεώνουν να κατέβουν από τα αυτοκίνητα.

Κι’ αυτοί κατεβαίνουν με τάξη και ησυχία και παραδίδουν τον οπλισμό τους. Στη συνέχεια τους βάζουν στη γραμμή και τους οδηγούν στο σχολείο του χωριού. Τους κλείνουν μέσα και απ’ έξω τοποθετούνται φρουροί με τα αυτόματα στο χέρι.

Μέσα στο σχολείο, οι Ιταλοί, αφού συνέλθουν από την πρώτη έκπληξη αρχίζουν τα τραγούδια και τις χαρές, σίγουροι, πως σαν αιχμάλωτοι πολέμου,

Και σύμφωνα με το πολεμικό Δίκαιο, οι Γερμανοί δεν θα τους πείραζαν και θα τους έστελναν στα σπίτια τους.

Μέχρι τα χαράματα οι χαρές και τα τραγούδια ακούγονταν έξω.”Μama, sono tanto felice perche ritorno da te” (Μητέρα, είμαι ευτυχισμένος, γιατί επιστρέφω κοντά σου). Ήταν αδύνατο να φανταστούν τι τους περίμενε.

Με τη βοήθεια κάποιου Ιταλού που γνώριζε γερμανικά τους διέταξαν να αφήσουν κάτω από τις εληές τα σακκίδιά τους και ό,τι άλλο ατομικό είχαν και τους οδήγησαν στο απέναντι χωράφι, που είχε μιά λιθιά αφού το από πάνω μέρος ήταν ψηλότερo. Εκεί τους αράδιασαν και τους μέτρησαν. Ήσαν 30 αξιωματικοί και 602 οπλίτες.

Όση ώρα κρατούσε η διαδικασία της καταμέτρησης ένας Γερμανός αξιωματικός μιλούσε στο ασύρματο τηλέφωνο ενώ οι μορφασμοί του προσώπου του έδειχναν πως δεν του άρεσαν οι διαταγές που έπαιρνε και προσπαθούσε να τις αποφύγει. Μάταια όμως.

Κάποια στιγμή η συνομιλία τελείωσε. Έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να αλλάξει η έκφραση του προσώπου του. Μια νεκρική ησυχία επικρατούσε γύρω. Αμέσως, στο πάνω χωράφι, πίσω από τις πλάτες των Ιταλών άρχισαν να στήνονται τα πολυβόλα. Οι Ιταλοί είχαν απομείνει να κοιτάζουν προς τις ελιές όπου είχαν αφήσει τα πράγματά τους.

Ξαφνικά την νεκρική ησυχία του φθινοπωριάτικου πρωινού τάραξαν οι κρότοι των πολυβόλων που άρχισαν να δουλεύουν ακατάπαυστα. Ακολουθεί η σφαγή τους».

«Από τα σώματά τους ξεπηδούσαν ρυάκια αίματος», αφηγείται ο στρατιωτικός ιερέας Φορμάτο.

«Έτρεχαν στην πλαγιά και ενώνονταν σε έναν κατακόκκινο χείμαρρο. Κραυγές γέμιζαν τους αιθέρες. Και μετά ακουγόταν μόνο ένας ρόγχος, έως ότου ο σωρός των 900 μαρτυρικών σωμάτων σώπασε.

Οι Γερμανοί σκαρφάλωσαν στους σωρούς των πτωμάτων και άρχισαν να πυροβολούν με τα αυτόματα όπλα τους προς τα κάτω. Αλλά ούτε με τον τρόπο αυτόν βρήκαν όλοι τον θάνατο. Οι σφαίρες δεν έφτασαν σε όσους είχαν σκεπαστεί από τα πολλά πτώματα.

Ακούγονταν ακόμα ρόγχοι και βογκητά. Οι Γερμανοί σκαρφίστηκαν ένα άσπλαχνο τέχνασμα. Φώναξαν: «Ήρθαν τραυματιοφορείς. Όποιος ζει ακόμα να φανερωθεί. Θα του χαριστεί η ζωή και θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο». Έπειτα από λίγο, περίπου 20 άνθρωποι σύρθηκαν έξω με μεγάλη δυσκολία, αιμόφυρτοι, τραυματισμένοι, τρομοκρατημένοι. Οι δολοφόνοι έσκασαν στα γέλια και τους σκότωσαν με μια τελευταία ριπή του πολυβόλου».

Κείνη τη στιγμή ο χρόνος είχε σταματήσει πάνω στα άψυχα κουφάρια 900 νέων παιδιών που έπεφταν θύματα ενός παρανοϊκού ηγέτη που είχε παρασύρει όλον τον κόσμο στη δίνη ενός αιματηρού πολέμου.

Κείνο το πρωινό της 23ης Σεπτεμβρίου του 1943 ένα μεγάλο πολεμικό έγκλημα είχε διαπραχτεί έξω από το χωριό Τραωϊαννάτα της Κεφαλονιάς.

Ένα έγκλημα που έμελλε να μείνει ατιμώρητο μέχρι σήμερα όπως και άλλα πολλά. H παράδοση του στρατηγού Gandiκαι του επιτελείου γίνεται στο χωριό Κεραμιές. O στρατηγός εκτελείται σε άγνωστο σημείο. Για τους αξιωματικούς του Επιτελείου επιφυλάσσουν μια δήθεν τυπική διαδικασία. Τους συγκεντρώνουν έξω από το Αργοστόλι και εκεί λειτουργεί μια μορφή στρατοδικείου. Απλά οι αξιωματικοί αναφέρουν το όνομα και τον βαθμό τους και οδηγούνται στο απόσπασμα. Εκεί εκτελούνται 186 αξιωματικοί, ενώ μικρός αριθμός που εδήλωσαν κάτοικοι παλαιών περιοχών της Αυστρο-ουγγαρίας θα γλιτώσουν. Οι διάφορες πηγές αναφέρουν το σύνολο των εκτελεσθέντων και νεκρών Ιταλών (3.000 περίπου σε σύγκρουση με νάρκη πλοίου που τους μετέφερε στην ηπειρωτική Ελλάδα) σε 9.500. Υπήρξε η μεγαλύτερη σφαγή ενστόλων στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αρχηγείο του Φίρερ στις 25 Σεπτεμβρίου θα αναγγείλει την εξουδετέρωση της μεραρχίας Acqui της Κεφαλονιάς. Από τους υπευθύνους των σφαγών δύο Γερμανοί κατεδικάστηκαν μεταπολεμικά σε ολιγόχρονη φυλάκιση. Για πολλά χρόνια η σφαγή παρέμενε άγνωστη: Οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν να γνωσθεί ότι μονάδες της Βέρμαχτ (και όχι των Es-Es) προέβησαν σε αυτήν την απάνθρωπη εκτέλεση. Οι Ιταλοί δεν απεφάσιζαν εάν οι νεκροί ήταν ήρωες ή επρόκειτο για μια ομαδική αυτοκτονία.

Οι υπεύθυνοι επέζησαν

Το αξιοσημείωτο της συρράξεως είναι ότι οι δύο λοχαγοί του πυροβολικού που άρχισαν τις επιχειρήσεις χωρίς την εντολή του Gandiεπέζησαν, παρά το ότι βρέθηκαν και αυτοί απέναντι από τα εκτελεστικά αποσπάσματα. O Renzo Apollonio παρέμεινε στο νησί επικεφαλής 300 περίπου επιζησάντων Ιταλών για βοηθητικές υπηρεσίες, ενώ είχε δικαστεί σε θάνατο από μεταγενέστερο στρατοδικείο. Παραμένει αίνιγμα η διάσωσή του. Μεταπολεμικά έγινε στρατηγός και ήρωας της Ιταλίας. Επισκεφτόταν τακτικά την Κεφαλονιά για προσκύνημα, επικεφαλής ομάδας επιζησάντων.Ο άλλος, ο Amos Pampaloni, κατέφυγε στα βουνά και τον περισυνέλεξε ο ΕΛΑΣ. Με την κυκλοφορία του βιβλίου «Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» και της αντίστοιχης ταινίας παρουσιάστηκε ύστερα από χρόνια στο νησί ως ο ήρωας που περιέγραφε ο Αγγλος συγγραφέας. Ποτέ οι τότε αντίπαλοι Ιταλοί και Γερμανοί δεν σκέφθηκαν μεταπολεμικά να ζητήσουν συγνώμη για τις καταστροφές της Κεφαλονιάς, μιας περιοχής που δεν είχε σχέση με τη σύγκρουσή τους. Και βέβαια ποτέ δεν έγινε λόγος για κάποιες συμβολικές αποζημιώσεις.

Καθημερινή e kefalonia.gr

error: Content is protected !!