Οι επιχειρήσεις αυξάνονται, αλλά το 64% είναι ατομικές Οι επιχειρήσεις αυξάνονται, αλλά το 64% είναι ατομικές
Ευκαιριακή, χωρίς φιλοδοξία –πέρα από τα γρήγορα έσοδα για τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων– και επομένως και χωρίς προοπτική εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό... Οι επιχειρήσεις αυξάνονται, αλλά το 64% είναι ατομικές

Ευκαιριακή, χωρίς φιλοδοξία –πέρα από τα γρήγορα έσοδα για τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων– και επομένως και χωρίς προοπτική εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό η ελληνική επιχειρηματικότητα, ακόμη και σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στη χώρα και μόλις επτά χρόνια από την έξοδο από το μνημόνιο. Αν και σταθερά από το 2017 ο αριθμός των εγγραφών νέων επιχειρήσεων συνεχώς αυξάνεται –με ένα αναμενόμενο διάλειμμα το 2020 λόγω της πανδημίας– με το ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών να είναι ολοένα και πιο θετικό, για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι σε σημαντικό βαθμό ισχύει το «ουκ εν τω πολλώ το ευ».



Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), από τις 991.149 ενεργές επιχειρήσεις σήμερα το 64,76% αφορά ατομικές επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται δε ότι βάσει των τελευταίων στοιχείων που δημοσίευσε πριν από λίγες ημέρες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), περίπου 6 στις 10 επιχειρήσεις δεν απασχολούν καν μισθωτούς. Το 26,14% των ενεργών επιχειρήσεων σήμερα δραστηριοποιείται στο εμπόριο, ενώ δεύτερος πολυπληθέστερος κλάδος είναι αυτός της παροχής υπηρεσιών καταλυμάτων και εστίασης, όπου δραστηριοποιείται το 16,34% των ενεργών επιχειρήσεων σήμερα (11,5% πρόκειται για επιχειρήσεις του κλάδου εστίασης και το υπόλοιπο 4,84% ανήκει στον κλάδο καταλυμάτων).



Δεν είναι αναγκαίες οι επιχειρήσεις εστίασης; Φυσικά και είναι, τόσο για τους ημεδαπούς καταναλωτές, όσο και για τη στήριξη της περίφημης «βαριάς βιομηχανίας» μας, δηλαδή του τουρισμού. Οταν όμως μοιάζει σχεδόν να είναι… μονοκαλλιέργεια, υπάρχει πρόβλημα τόσο λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας του κλάδου όσο και της ελάχιστης συμβολής στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Πρόκειται δε σε μεγάλο βαθμό για θνησιγενή εγχειρήματα. Ετσι, ενώ στο σύνολο των επιχειρήσεων κατεβάζει ρολά έπειτα από 1 ή 2 χρόνια λειτουργίας το 14,39%, στον κλάδο της εστίασης το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 17,55%. Το 65% των επιχειρήσεων εστίασης έχει κλείσει, σύμφωνα με το ΓΕΜΗ, την πρώτη δεκαετία της ζωής τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο των επιχειρήσεων είναι 56%. Μόνο το 2024 άνοιξαν συνολικά σχεδόν 7.000 νέες επιχειρήσεις εστίασης, ενώ φέτος από τις αρχές του έτους μέχρι τώρα έχουν ανοίξει ακόμη περίπου 6.300 επιχειρήσεις εστίασης.



Παρότι αύξηση των ενάρξεων επιχειρήσεων καταγράφεται –αν και όχι τόσο εντυπωσιακή– και στον τομέα της μεταποίησης, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για εγχειρήματα εξαιρετικά μικρού μεγέθους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, το 6,28% των ενεργών επιχειρήσεων σήμερα (64.647 επιχειρήσεις) δραστηριοποιείται στον μεταποιητικό τομέα, ενώ μόνο μες στο 2025 έχουμε 2.650 ενάρξεις (αλλά και 1.039 κλεισίματα). Ας σημειωθεί δε ότι και σε αυτόν τον τομέα το 61,22% των επιχειρήσεων πρόκειται για ατομικές.

Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι εξαγωγές, αναγκαίες τόσο για την επιβίωση και κυρίως για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων –δεδομένου ότι η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή– όσο και για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, είναι στην ουσία υπόθεση πολύ λίγων και μεγάλων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (τελευταία διαθέσιμα αφορούν το έτος 2023), μόλις 19.393 επιχειρήσεις πραγματοποίησαν εξαγωγές. Το 49,7% της συνολικής αξίας των εξαγωγών ή 23,54 δισ. ευρώ πραγματοποιήθηκε από 50 συνολικά επιχειρήσεις, το δε 83,8% ή 39,69 δισ. ευρώ έγινε από 1.000 συνολικά επιχειρήσεις.



Αν και οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ (σε σχεδόν 50 δισ. ευρώ το 2024 από 27 δισ. ευρώ το 2013 και αποτελούν το 21% του ΑΕΠ από 15,3% το 2013) η απόκλιση είναι μεγάλη από την Ε.Ε. (περίπου 37% του ΑΕΠ). Την ίδια ώρα, αυξάνονται τα τελευταία χρόνια σημαντικά και οι εισαγωγές, τόσο σε τελικά προϊόντα όσο και σε ενδιάμεσα αγαθά, λόγω κυρίως της αύξησης της κατανάλωσης –με τον τουρισμό να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο– προκαλώντας διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος. Το τελευταίο είχε μειωθεί στα χρόνια των μνημονίων λόγω της ραγδαίας υποχώρησης της ζήτησης, χωρίς ωστόσο την ίδια ώρα να ενισχυθεί σημαντικά η εγχώρια παραγωγή και να περιοριστεί η εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές. Ετσι, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου έφτασε στα 35 δισ. ευρώ το 2024, σχεδόν διπλάσιο από το 2013, αποτελώντας το 14,8% του ΑΕΠ (από 10,4% του ΑΕΠ το 2013).



Ισως η καλύτερη αποτύπωση για το τι συμβαίνει στην ελληνική οικονομία, αλλά και ποια είναι τα «καμπανάκια» χωρίς κανείς να παραγνωρίζει τους σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων ετών, είναι τα ακόλουθα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ (σε σταθερές τιμές): ιδιωτική κατανάλωση το 2005 143,36 δισ. ευρώ, ιδιωτική κατανάλωση το 2024 143,20 δισ. ευρώ, επενδύσεις 2005 42,03 δισ. ευρώ, επενδύσεις 2024 35,47 δισ. ευρώ, εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών 2005 43,87 δισ. ευρώ και εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών 2024 71,78 δισ. ευρώ, αλλά εισαγωγές 2005 61,62 δισ. ευρώ και το 2024 88,83 δισ. ευρώ.

moneyreview.gr

error: Content is protected !!