Γράφει η Μαρίνα Τσικριτέα
ΦΕΤΟΣ, συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Μια επανάσταση που οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου, σύγχρονου, ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Αυτό και μόνο, είναι αρκετό να κατατάξει την επανάσταση στις πιο σπουδαίες στιγμές της ιστορίας του Έθνους. Η Επανάσταση όμως, αποτελεί και έναν «καθρέπτη» της φυλής μας, μια αποτύπωση της ελληνικής πραγματικότητας, διαχρονικά χαρακτηριστικά της οποίας –θετικά και αρνητικά- διακρίνονται μέχρι και στις μέρες μας.
Θέλοντας κάποιος να «αποκρυπτογραφήσει» τα «ενδότερα» της Επανάστασης θα μπορούσε να σταθεί, ενδεικτικά στα εξής: Ανέδειξε την ελευθερία ως το σημαντικότερο αγαθό και έκανε σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να αποκτηθεί χωρίς θυσίες. Παγίωσε στη συνείδηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών (όχι απαραίτητα των κυβερνήσεων), την Ελλάδα ως αναπόσπαστο «κομμάτι» της Ευρωπαϊκής πραγματικότητας και έχτισε γέφυρες επικοινωνίας μέσω της τέχνης, των γραμμάτων, του πολιτισμού αλλά και με τη προσωπική συμμετοχή των φιλελλήνων στον αγώνα. «Έσπασε» την απομόνωση που κυριάρχησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έφερε σε επαφή μέρη του ελληνισμού που μέχρι τότε, έμοιαζαν άσχετα και άγνωστα μεταξύ τους, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία συνεκτικών δεσμών αλλά και μιας μεγαλύτερης εθνολογικής, γλωσσικής, ιστορικής, πολιτιστικής ομοιογένειας και ομοιομορφίας. Η Επανάσταση, έθεσε τις βάσεις για τη σταδιακή επανασύνδεση των Ελλήνων με το παρελθόν τους (ακόμη και αν αυτό δεν έγινε πάντα με ορθολογικά κριτήρια) και ανέδειξε τη συνέχεια του Ελληνισμού. Συνέβαλε στη δημιουργία ιστορικής συνείδησης, ενοποιώντας ίσως και ετερόκλητα στοιχεία του γόνιμου ιστορικού παρελθόντος.
Στον αντίποδα όμως, ανέδειξε περίτρανα τις διαχρονικές «ασθένειες» της φυλής μας. Φιλαρχία, διχόνοια, ανταγωνισμοί σε προσωπικό και ευρύτερο επίπεδο, ίντριγκες, δολοπλοκίες και εμφύλιες συγκρούσεις, προκάλεσε κλυδωνισμούς , ενώ ταυτόχρονα έδωσαν την ευκαιρία στους «συμμάχους» να εμπλακούν στα εσωτερικά μας. Συνήθως δε υπάρχει απουσία αναφορών σχετικά με την πολιτική διαχείριση του αγώνα στο εσωτερικό της Ελλάδας που αποδεικνύει περίτρανα- πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων- την κυριαρχία δουλοπρεπούς και ανήθικης πολιτικής ηγεσίας που ενδιαφέρονταν μόνο για την εξουσία εδραιώνοντας έτσι, ένα πελατειακό σύστημα που ακόμη και σήμερα κάνει την εμφάνισή του ως Λερναία Ύδρα. Ακόμη και η προσέγγιση και η μελέτη του ρόλου της Επανάστασης αναφορικά με τον εννοιολογικό της χαρακτήρα, δημιουργεί ενστάσεις και ερωτηματικά. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, για πολλά χρόνια υπήρξε ακόμη και πεδίο αντιπαράθεσης σχετικά με τον χαρακτήρα της (κοινωνικός, εθνικοαπελευθερωτικός κλπ). Λειτούργησε την ίδια στιγμή, εντελώς αντιφατικά, ως ένα ιδεολογικό- εθνικό άβατο που όλοι το θαύμαζαν αλλά δεν το προσέγγιζαν, επί της ουσίας. Αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση, ηρώων, μαχών, γενναίων πράξεων και υποτονικές αναφορές στο σημαντικό ρόλο του κλήρου που ένωσε τις δυνάμεις του με το λαό για να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό.
Σήμερα, λόγω όλων των αρνητικών συγκυριών και καταστάσεων που βιώνουμε ως λαός και ως κράτος, η Επανάσταση του 1821 μπορεί να αποτελέσει πηγή άντλησης νοημάτων και μηνυμάτων. Αυτό όμως, μπορεί να γίνει μόνο υπό τον όρο ότι θα διεισδύσει κάποιος σε αυτή και θα την προσεγγίσει με μια συνολική οπτική, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους. Να εστιάσει στο γιατί η Ελλάδα οδηγήθηκε στη μακραίωνη Τουρκοκρατία και στο γιατί το 1821 η επανάσταση πέτυχε σε αντίθεση με αντίστοιχες προσπάθειες του παρελθόντος.
Με εφαλτήριο το ρόλο της Επανάστασης στην ιστορική πορεία του τόπου να μπορέσει ο Έλληνας να ανιχνεύσει, ποιες μορφές ελευθερίας διακυβεύονται στις μέρες μας και πως πρέπει να διαφυλαχθούν. Να επαναπροσδιοριστεί η θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο «γίγνεσθαι» και να εξασφαλιστούν οι τρόποι κατοχύρωσής της. Να αξιοποιηθεί ο ελληνικός πολιτισμός στην ολότητά του, ως «γέφυρα» με εχθρούς και φίλους. Τα νοήματα ενός τέτοιου θυσιαστικού εγχειρήματος σε μια εποχή που «όλα τα σκιάζε η φοβερά και τα πλάκωνε η σκλαβιά», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», μπορούν να αμβλύνουν αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό, αν αξιοποιηθούν εποικοδομητικά και αν τεθούν προτεραιότητες με κριτήριο την αναγέννηση του τόπου μας και των ανθρώπων του. Το ουσιώδες είναι να ενστερνιστούμε τις ευθύνες μας ως έθνος απέναντι σε τούτη την υπέρβαση, να μην την αντιμετωπίζουμε γραφικά ή εθιμοτυπικά αλλά επί της ουσίας, ως εφαλτήριο για να δημιουργήσουμε μια Ελλάδα αντίστοιχη του εμβληματικού της παρελθόντος, καλλιεργώντας την ιστορική μνήμη και κτίζοντας την ιστορική μας συνείδηση.