Μονογαμία και πολυγαμία: η βιολογία της απιστίας και της ζήλιας
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣΧΕΣΕΙΣ 11 Ιουνίου 2021 fonisalaminas
ΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ είναι διαφορετικοί, όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στη συμπεριφορά.
Οι άντρες είναι πιο επιθετικοί, τους αρέσει η μοναξιά, ενώ στη σεξουαλική τους συμπεριφορά έχουν τη μόνιμη τάση να αναζητούν διαρκώς νέες ερωτικές συντρόφους.
Οι γυναίκες είναι πιο «κοινωνικές», τους αρέσει η παρέα και η συζήτηση, ενώ επιζητούν σταθερούς και μόνιμους ερωτικούς δεσμούς με αυστηρή επιλογή των ερωτικών συντρόφων. Οι διαφορές αυτές, οι οποίες αντανακλώνται και στον «διαφορετικό» εγκέφαλο των δύο φύλων, οφείλονται πιθανώς στους διαφορετικούς αναπαραγωγικούς τους ρυθμούς: οι άντρες μπορούν να αφήσουν πολύ περισσότερους απόγονους από τις γυναίκες λόγω της διαφοράς του αριθμού των σπερματοζωαρίων και των ωαρίων.
Οι άντρες λοιπόν έχουν μια τάση προς την πολυγαμία, ενώ οι γυναίκες προς τη μονογαμία. Η πολυγαμική διάθεση ωστόσο των ανδρών δεν θα είχε επιζήσει ως τις μέρες μας εάν δεν υπήρχαν «διαθέσιμες» γυναίκες. Πράγματι, πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες επιδεικνύουν μια πιο πολύπλοκη και «εύστροφη» σεξουαλική συμπεριφορά, αναζητώντας συντρόφους που διαθέτουν «καλά γονίδια», τα οποία μπορεί να μεταφράζονται είτε σε κοινωνική ισχύ και γόητρο είτε σε φυσικά προσόντα.
Συχνά μάλιστα δεν διστάζουν να εφαρμόσουν τη στρατηγική της Έμμας Μποβαρύ, εκμεταλλευόμενες και τα δύο, επιζητώντας μόνιμους δεσμούς με ισχυρούς άντρες, που εξασφαλίζουν την επιβίωση των παιδιών τους, και περιστασιακούς δεσμούς με όμορφους και έξυπνους νέους, που εξασφαλίζουν τα «καλά» γονίδια των -νόθων- παιδιών τους. Οι άντρες, μπροστά στον κίνδυνο να μεγαλώσουν παιδιά που φέρουν γονίδια άλλων, δεν έχουν άλλο όπλο από τη ζήλια, που σε συνδυασμό με την αυξημένη επιθετικότητά τους, μπορεί να τους οδηγήσει σε καταστροφικές συμπεριφορές.
Όταν οι μύγες κάνουν έρωτα και όχι πόλεμο …
Όπως έχουμε δείξει στα πρώτα κεφάλαια τούτου του βιβλίου, το ζευγάρωμα των ζώων δεν είναι μια ήρεμη, ειρηνική και ρομαντική συνεύρεση αλλά συντελείται σε ένα εξελικτικό πεδίο βίας, μάχης και ανταγωνισμού. Πολλές φορές μάλιστα ο ανταγωνισμός των αρσενικών για την πρόσβαση στα θηλυκά μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. Οι αρσενικοί θαλάσσιοι ελέφαντες είναι λιγότεροι από τους θηλυκούς επειδή πολλά αρσενικά ζώα σκοτώνονται στη διεκδίκηση της κορυφής της ιεραρχίας, η οποία οδηγεί στο ζευγάρωμα.
Ο ανταγωνισμός αυτός μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες και για τα θηλυκά: Οι αρσενικές φρουτόμυγες (Drosophila melanogaster), για παράδειγμα, μέσα στο πλαίσιο του ενδοφυλετικού ανταγωνισμού, έχουν αναπτύξει ένα τοξικό σπέρμα που σκοτώνει τα σπερματοζωάρια του ανταγωνιστή τους αλλά βλάπτει τις θηλυκές.
Μετά το ζευγάρωμα, η θηλυκιά μύγα αποθηκεύει σε ειδικά θυλάκια αρκετή ποσότητα σπέρματος μέχρι τα αυγά της να ωριμάσουν για τη γονιμοποίηση. Το σπέρμα όμως αυτό μπορεί να αντικατασταθεί από ένα επόμενο ζευγάρωμα. Για να κερδίσει τη μάχη απέναντι στους επίδοξους ανταγωνιστές της, η αρσενική μύγα εφοδιάζει το σπερματικό της υγρό με 60 περίπου πρωτεΐνες, οι οποίες αυξάνουν τις πιθανότητες να παραμείνει το σπέρμα στα θυλάκια της θηλυκιάς.
Ορισμένες καταστέλλουν τη γενετήσια ορμή της θηλυκιάς, άλλες αυξάνουν το ρυθμό ωρίμανσης των αυγών της, ενώ άλλες είναι τοξικές για το σπέρμα άλλων μυγών. Επειδή όμως το σπερματικό αυτό υγρό είναι επικίνδυνο και για την ίδια τη θηλυκιά μύγα, εκείνη έχει αναπτύξει ορισμένες χημικές ουσίες που το εξουδετερώνουν.
Πριν από μερικά χρόνια, ο William Rice, εξελικτικός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Κρουζ, κατάφερε να αποσυνδέσει τις αρσενικές και τις θηλυκές μύγες από αυτή την αλληλεξάρτηση, από τον «συνεξελικτικό τους χορό», όπως τον αποκάλεσε. Εξανάγκασε τις θηλυκές να παραμείνουν εξελικτικά σταθερές, ενώ οι αρσενικές συνέχιζαν τις προσαρμοστικές τους κινήσεις.
Με ένα ευφυέστατο πείραμα και χρησιμοποιώντας ειδικά κατασκευασμένα χρωματοσώματα, κατάφερε να περνά στους αρσενικού ς απογόνους τα γονίδια μόνο των αρσενικών γονέων τους, καθιστώντας τις θηλυκές απλές «μηχανές εναπόθεσης αυγών». Κατά συνέπεια, οι αρσενικές μπορούσαν να ακολουθούν τον δικό τους εξελικτικό δρόμο, ανεξάρτητα από τις θηλυκές.
Το αποτέλεσμα ήταν ο χορός να καταλήξει σε φονική μάχη.
Ο Rice ανακάλυψε ότι γρήγορα οι αρσενικές μύγες εκμεταλλεύτηκαν τις μη προσαρμοζόμενες θηλυκές. Μετά από 40 γενιές έγιναν «υπεραρσενικές», με πολύ τοξικό σπερματικό υγρό που μείωνε τη ζωή των θηλυκών, με έντονα επιθετική συμπεριφορά ζευγαρώματος και, βέβαια, με περισσότερους απογόνους πίσω τους.
Η μελέτη του Rice ήταν η πρώτη απτή πειραματική απόδειξη της μάχης των φύλων, που είδαμε στο Κεφάλαιο 2, επιβεβαιώνοντας ότι τα αναπαραγωγικά ενδιαφέροντα αρσενικών και θηλυκών όχι μόνο είναι διαφορετικά αλλά μπορεί να καταλήξουν σε «φυλετικό κανιβαλισμό». «Τα δύο φύλα φαίνονται να συνεξελίσσονται στο χρόνο», λέει ο Rice, «όπως ο ξενιστής οργανισμός και τα παράσιτα ή όπως ο θηρευτής και το θήραμα.» Ο φυλετικός ανταγωνισμός μπορεί πολλές φορές να γίνει η κινητήρια δύναμη στο δρόμο της εξέλιξης, αν και στην ουσία πρόκειται για ένα δρόμο που οδηγεί η Κόκκινη Βασίλισσα: αρσενικά και θηλυκά τρέχουν με ξέφρενους ρυθμούς για να παραμείνουν ακίνητα σε μια μόνιμη και σταθερή σεξουαλική αλληλεξάρτηση.
Τι συμβαίνει όμως όταν τα ίδια τα αρσενικά (ή σπανιότερα τα θηλυκά) αλληλοεξοντώνονται στις ενδοφυλετικές τους μάχες;
Οι εξελικτικοί βιολόγοι πιστεύουν πως επειδή τα αρσενικά με τα καλύτερα γονίδια κερδίζουν αυτές τις μάχες, το κέρδος υπερκαλύπτει τις ζημιές από αυτές τις στρατηγικές.
Μια πρόσφατη ωστόσο μελέτη του Brett Holland, μεταπτυχιακού σπουδαστή που συνεργάζεται με τον Rice, την οποία παρουσίασε το 1998 στην ετήσια συνάντηση της Εταιρείας για τη Μελέτη της Εξέλιξης, δείχνει ότι η άποψη αυτή μπορεί vq μην είναι σωστή. Όταν οι ερευνητές ανάγκασαν τις μύγες να συμπεριφερθούν μονογαμικά, επιτρέποντας στην εξέλιξη να τις κάνει λιγότερο ανταγωνιστικές και να τις αφοπλίσει από το τοξικό σπέρμα, βρήκαν ότι ο μονογαμικός πληθυσμός άφησε περισσότερους απογόνου ς από τον πολυγαμικό. Ο Holland μετέτρεψε τις πολυγαμικές μύγες σε μονογαμικές απομονώνοντας ζευγάρια αρσενικών και θηλυκών σε χωριστά φιαλίδια. Ανακάτευε τους απογόνους όλων των ζευγαριών και επέλεγε τυχαία τα καινούργια ζευγάρια. Έπειτα από τριάντα δύο γενιές οι αρσενικές μύγες είχαν αρχίσει να χάνουν τα όπλα τους. Σε σχέση με τους απογόνου ς των μυγών που έπρεπε να ανταγωνίζονται για τις θηλυκές, οι απόγονοι των μονογαμικών μυγών είχαν λιγότερο τοξικό σπέρμα και δεν έβλαπταν τις θηλυκές. Οι θηλυκές, επίσης, παρήγαγαν λιγότερες ουσίες για την εξουδετέρωση του τοξικού σπέρματος και ήταν πιο δεκτικές στο ζευγάρωμα.
Η στροφή προς τη συνεργασία κατά τη μονογαμική σχέση ήταν αναμενόμενη, όπως πιστεύει ο Holland, επειδή «οτιδήποτε κάνει η αρσενική μύγα που βλάπτει τη θηλυκιά, βλάπτει και τον εαυτό της». Οι ερευνητές όμως δεν γνωρίζουν ποια θα ήταν τα αποτελέσματα σε έναν ολόκληρο πληθυσμό, αν και η συνεργασία ανταμείφθηκε γενναία: οι μονογαμικές μύγες άφησαν κατά μέσο όρο 28% περισσότερους απογόνους από τις πολυγαμικές, ακόμα κι όταν οι «αφοπλισμένες» αρσενικές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους.
Από το βιβλίο του Ευάγγελου Καφετζόπουλου «Ο σεξουαλικός πίθηκος» εκδόσεις κάτοπτρο.
https://antikleidi.com