Σπαρακτική ομολογία της πρώτης Ελληνίδας πεζογράφου για την καταπιεσμένη ζωή της
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΤέχνες 27 Ιουνίου 2021 fonisalaminas
Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου γεννήθηκε το 1801 στη Ζάκυνθο και είχε την ατυχία να πεθάνει λίγο μετά τη γέννα του μοναδικού της παιδιού, σε ηλικία 31 ετών. Και οι δύο γονείς της προέρχονταν από αριστοκρατικές γενιές της Ζακύνθου ενώ ο πατέρας της υπηρέτησε σε διοικητικές θέσεις επί της Αγγλοκρατίας στα Ιόνια. Η «Αυτοβιογραφία» είναι το μοναδικό έργο που διασώθηκε ατόφιο από πολυάριθμα θεατρικά τα οποία εκπόνησε η Ελισάβετ στα ιταλικά και τα γαλλικά, μαζί με δύο μεταφράσεις της «Οδύσσειας» του Ομήρου και του «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, όπως και με πλήθος μελέτες για την ποίηση και την οικονομία. Η «Αυτοβιογραφία» κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με πυκνή εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά, αλλά η Ελισάβετ έγινε γνωστή στους λογίους και τους κριτικούς και τους ιστορικούς της λογοτεχνίας ήδη από το 1881, όταν τύπωσε για πρώτη φορά το βιβλίο ο γιος της, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό της.
Με δασκάλους της τον Γεώργιο Τσουκαλά, τον Θεοδόσιο Δημάδη και τον Βασίλειο Ρομάντζα (και οι τρεις κατώτεροι κληρικοί), με άπειρα κατ’ οίκον διαβάσματα (από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τον Βοκάκιο) και με μακρινές απηχήσεις από τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ και τον Διαφωτισμό, όπως εύστοχα παρατηρεί στις εισαγωγικές της σημειώσεις η Σχινά, η Ελισάβετ θα ξετυλίξει στις αυτοβιογραφικές της σελίδες όχι μόνο το πάθος για την ανάγνωση και τη γραφή, αλλά και τη συνεχή (απαραμείωτη σε όλο τον σύντομο βίο της) δυσφορία της για τη θέση της γυναίκας στην παραδεδομένη κοινωνία των Επτανήσων. Ο όρος, βεβαίως, «φεμινισμός» δεν σημαίνει το παραμικρό για τα θηλυκά της εποχής, που ζουν κλεισμένα στον πατρικό οίκο, δεν μπορούν να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις ούτε με άντρες ούτε με γυναίκες (καν με τους συγγενείς τους), τους απαγορεύεται να επισκεφθούν ακόμα και την εκκλησία και κανένας δεν σκέφτεται να τους απευθύνει τον λόγο για το οποιοδήποτε θέμα – ούτε προφανώς για το πότε ή για το ποιον θα παντρευτούν.
Μακριά από το να αποτελεί διακήρυξη των γυναικείων δικαιωμάτων ή καταγγελία της κυριαρχίας του ανδρικού φύλου, κάτι που θα ήταν αδύνατο όχι μόνο για τα στενόκαρδα Ιόνια, αλλά και για την προηγμένη Ευρώπη της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, όπου οι γυναίκες έχουν μόλις και μετά βίας θίξει το ζήτημα, η «Αυτοβιογραφία» είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια ατομική φωνή – κι αυτό τονίζει ακόμα περισσότερο την ξεχωριστή λογοτεχνική της αξία. Μια σπαραγμένη ατομική φωνή και μια γυναίκα που έχει την τόλμη να γράψει σε πρώτο ενικό πρόσωπο και να διεκδικήσει, δίχως καμιά γλωσσική επισημότητα, την ελευθερία της καθώς πνίγεται μέσα στο κατάκλειστο, οχυρωμένο πίσω από δυσθεώρητα τείχη περιβάλλον της. Για να καταλάβουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε, η ελευθερία την οποία διακαώς ποθεί και ονειρεύεται η Ελισάβετ δεν είναι ένας γάμος με δική της απόφαση ούτε μια οικογένεια στο εσωτερικό της οποίας να μπορεί να απαιτήσει κάποια δική της ευθύνη. Επειδή αυτά δεν μπορούν να σχηματιστούν ούτε ως νεφελώδεις ιδέες στον νου της, το μόνο το οποίο την ευχαριστεί και την ικανοποιεί, αν δεν της παρέχει ένα όραμα ανέφικτης ευτυχίας, είναι η πιθανότητα να την αφήσουν να αναζητήσει την τύχη της σε ένα μοναστήρι.
Ο μοναστικός βίος δεν συνιστά για την Ελισάβετ μιαν ευκαιρία να έρθει κοντά στον Θεό, μια δυνατότητα να επικοινωνήσει εκ του σύνεγγυς μαζί του, έναν τρόπο να υιοθετήσει και να διακηρύξει την αγάπη του, αλλά μια μέθοδο διαφυγής και υπέρβασης του σιδερένιου πατρικού κανόνα: ένα ησυχαστήριο πέρα από γαμήλιους δεσμούς και οικογενειακές υποχρεώσεις, ένα αναχωρητήριο αφιερωμένο στις τέχνες και τα γράμματα. Κι όταν τίποτε από όλα αυτά δεν θα γίνει αποδεκτό, με την Επανάσταση του 1821 να έχει ήδη ξεσπάσει και να συνεπαίρνει την Ελισάβετ, όταν οι γονείς και ο αδελφός της, για να επιστρέψουμε οίκαδε, σπεύδουν σχεδόν να την αποκηρύξουν, εκείνη μοιάζει πλέον έτοιμη να αποδεχθεί την πένθιμη μοίρα της: ένας γαμπρός που νοιάζεται πολύ για την περιουσία της, αλλά ελάχιστα για την ίδια, ένας σύζυγος με τον οποίο θα τελειώσουν καταθλιπτικά τα πάντα. Τέλος του παραμυθιού, αλλά αυγή για την παρουσία των γυναικών στα ελληνικά γράμματα.
Β. Χατζηβασιλείου