Ήταν το μοναδικό πρόσωπο για το οποίο έγραψε ξεχωριστή βιογραφία ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και από τους πρώτους ήρωες της Επανάστασης του 1821 που βιογραφήθηκαν την επαύριον της ολοκλήρωσής της. Τον εξύμνησαν ο Κωστής Παλαμάς και ο Γεώργιος Δροσίνης, αλλά και αριστεροί ιστοριοδίφες της μεταπολεμικής εποχής όπως ο Δημήτρης Φωτιάδης. Τον τραγούδησε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο Διονύσης Σαββόπουλος ενώ η δημόσια μορφή του παραπέμπει μέχρι και σήμερα σε κάτι που μοιάζει είτε με τρελό αγρίμι είτε με αγριεμένο φουστανελά. Τα 200 χρόνια από τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία τον φέρνουν ξανά στο επίκεντρο και μας επιτρέπουν να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Ο λόγος είναι για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον πολύκροτο βίο του, που ξεκίνησε με τις μεγαλύτερες αντινομίες και αντιφάσεις και κατέληξε με την ολοκληρωτική του αφοσίωση στα επαναστατικά και τα εθνικά ιδανικά. Δύο εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους συγγραφείς, ο ιστορικός Διονύσης Τζάκης με τη μελέτη του «Η μεταστροφή του Καραϊσκάκη. Από τον αρματολό στον επαναστάτη» (Εκδόσεις Ανοικτού Ελληνικού Πανεπιστημίου – ΕΑΠ) και ο πεζογράφος Κώστας Ακρίβος με το ιστορικό του μυθιστόρημα «Πότε διάβολος πότε άγγελος» (εκδόσεις Μεταίχμιο) φωτίζουν εκ των ένδον τη ζωή και την προσωπικότητα του παράξενου ήρωα με σκοπό να φέρουν στην επιφάνεια ένα μεγάλο μέρος των πραγματικών γεγονότων (σίγουρα τα πιο κρίσιμα στοιχεία τους), χωρίς, όμως, εκ παραλλήλου να υποτιμήσουν ή να αμαυρώσουν την αχλή του μύθου του.
Ας κάνουμε την αρχή με την ιστορική προσέγγιση του Τζάκη, που παρακολουθεί την περιπετειώδη πορεία του Καραϊσκάκη καθώς προσπαθεί να κερδίσει το αρματολίκι των Αγράφων και έρχεται σε σύγκρουση με πολλαπλούς αντιπάλους: με άλλους οπλαρχηγούς, με την εξουσία των Οθωμανών, αλλά και με εκπροσώπους των ελληνικών αρχών, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οι οποίες βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα. Εφαρμόζοντας κλέφτικες τακτικές, σφυροκοπώντας ακούραστα φίλους και εχθρούς, διεκδικώντας πόστα και εξουσίες που αργούν να έρθουν, όπως και αξιοποιώντας τη στρατιωτική του εμπειρία από την περίοδο κατά την οποία ήταν στην υπηρεσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο Καραϊσκάκης κινείται μέχρι το 1825 μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Η διόγκωση του Αγώνα, οι αυξημένες στρατιωτικές ανάγκες της Επανάστασης και οι πιέσεις του ελληνικού πολιτικού κόσμου, και κυρίως του Ιωάννη Κωλέττη, να εγκαταλείψει τα «καπάκια» (τις κατά τόπους προσωρινές συμφωνίες με τους Τούρκους) θα μεταμορφώσουν εντυπωσιακά τον Καραϊσκάκη κατά την τελευταία διετία της ζωής του: από κλεφταρματολός θα μετατραπεί βαθμιαία σε άτεγκτο επαναστάτη και σε πιστό υπηρέτη του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους. Δεν τον ενδιαφέρουν πια τα τοπικά δίκτυα νομής και εξουσίας, αλλά μόνο το πώς θα αποκτήσει στρατιωτικό και ηγετικό ρόλο σε μιαν ενιαία πλέον πατρίδα, η οποία έχει μόλις αρχίσει να αποκτά σάρκα και οστά.
Κι αν ο Τζάκης καταφέρνει να μιλήσει για την πραγματική ιστορία του Καραϊσκάκη χωρίς να υποτιμήσει και να παραγκωνίσει τη λαϊκή του αίγλη (τόσο κατά τη διάρκεια του Αγώνα όσο και μετά τον θάνατό του), ο Ακρίβος, του οποίου η τέχνη ως μυθιστοριογράφου είναι να επιδοθεί σε ανίχνευση ψυχών, βρίσκει τη δική του ισορροπία ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα του Καραϊσκάκη, επιμένοντας περισσότερο στα προσωπικά και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του. Ο γιος της καλογριάς, που δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο πατέρας του κι έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, είναι και εδώ ο άνθρωπος που θα αργήσει να ανακαλύψει τη σταθερή του γραμμή. Αεικίνητος, καβγατζής, τρομακτικός βωμολόχος, παγερά μοναχικός μα και μεγάλος αγαπησιάρης, ο Καραϊσκάκης αφήνει τώρα πίσω του το παρελθόν και τις περίεργες (ακόμα και ανίερες) συμμαχίες μετά την πτώση του Μεσολογγίου, για να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στον Αγώνα μέχρι και τον ηρωικό θάνατό του στην πολιορκία της Ακρόπολης (κανείς δεν μπορεί ακόμα και στις ημέρες μας να βεβαιώσει αν έπεσε από εχθρικό βόλι ή αν δολοφονήθηκε από φίλια πυρά).
Ο Ακρίβος έχει μαζέψει με ευσυνειδησία ιστοριογράφου το τεκμηριωτικό του υλικό και έχει δουλέψει με ευαισθησία καλλιτέχνη τους δεσμούς του Καραϊσκάκη όχι μόνο με τον εαυτό του, αλλά και με τον επαναστατημένο περίγυρό του, στρατιωτικό και πολιτικό. Βιογραφικά δημοσιεύματα, επιστολές και ποικίλες μαρτυρίες (από τον Λόρδο Βύρωνα μέχρι τον Φωτάκο, τον βιογράφο του Κολοκοτρώνη, και τον βρετανό αξιωματικό Τόμας Κόχραν) δείχνουν αμέσως πόσο χρήσιμη μπορεί να φανεί η Ιστορία στη λογοτεχνία. Επιπλέον, ο Ακρίβος σπεύδει να αποτυπώσει τη μεταθανάτια τύχη του Καραϊσκάκη στις εικόνες της δημόσιας ιστορίας (πίνακες ζωγραφικής, μνημεία, τελετές μνήμης), όπως και να συνδέσει τον μεγάλο ήρωα με ένα πραγματικό πλην απολύτως αφανές πρόσωπο: τον Μήτρο Αγραφιώτη, που ήταν ψυχογιός και ταμίας του, αλλά και προπάππος του συγγραφέα από την πλευρά της μητέρας του. Γλωσσικά, ο Ακρίβος χρησιμοποιεί πλήθος τεχνικές, έχει, ωστόσο, πάντοτε κατά νουν το ίδιο πράγμα: πώς να μιλήσει για τον αβόλευτο σε οποιοδήποτε καλούπι ήρωά του όχι αναπαράγοντας ακριβώς τη γλώσσα του καιρού του (κάτι που δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να συμβεί), αλλά δίνοντας μια πιο κοντινή της εντύπωση, έναν οικειότερο για τους σύγχρονους αναγνώστες πλάνο.
Β. Χατζηβασιλείου – ΑΠΕ ΜΠΕ