Δεν ξέρω αν φταίει το ότι μείναμε πολύ κλεισμένοι με τον εαυτό μας ή αν φταίει το ότι πουρέψαμε, η παρέα μου κι εγώ πάντως αισθανόμαστε κάπως σαραβαλέξ τελευταία
Πώς αλλάζει το σώμα μας όταν μεγαλώνουμε
Παιδικός φίλος εξηγεί στο τηλέφωνο πως δεν το σηκώνει πλέον το ποτό: ήπιε ένα βερμούτ (!) χθες βράδυ κι έγινε χάλια. Περιήλθε δηλαδή σε κατάσταση στην οποία πριν δέκα-είκοσι χρόνια τον πετυχαίναμε μετά από έξι-εφτά-οχτώ ποτά – και μάλιστα όχι βερμούτ.
Πριν πέντε, βαριά δέκα χρόνια, για την ακρίβεια (το «πριν είκοσι χρόνια» μας πάει κοντά στην Κιβωτό του Νώε και βαριόμαστε). Μέχρι τα 54-55, όλοι ήμασταν ανθεκτικοί στο αλκοόλ, στο ξενύχτι, στην ταλαιπωρία, ακόμα και στις μεγάλες βόλτες, τα μακρινά ταξίδια με αυτοκίνητο, τις πολύωρες συζητήσεις και τους ατέλειωτους καφέδες. Κάποιος μεγαλύτερος φίλος με είχε προειδοποιήσει: μετά τα 58 βλέπεις τη διαφορά. Βασικά τη διαφορά στο σώμα σου, που αρχίζει να σε κρεμάει, από κει που ήταν τόσο τσίλικο και αξιόπιστο, νυστάζει ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, στις τρεις το μεσημέρι – άκου τώρα. Πεινάει και υποφέρει και ζητάει το φαγάκι του πατώντας πόδι. Πονάει σε διάφορα σημεία στα οποία δεν πονούσε ποτέ. Φωνάζει ότι κουράστηκε, ξεπατώθηκε, έλιωσε, θέλει κρεβάτι, ξάπλα, ηρεμία κι ένα καλό βιβλίο να διαβάσει, με μικρό λαμπατέρ πλάι στο κρεβάτι. Έχει ενοχλήσεις επειδή έφαγε πολύ ή δεν έφαγε αρκετά, ή έφαγε τα λάθος πράγματα, ή δεν ήπιε νερό. Όλα αυτά που έφαγε και δεν έφαγε, ήπιε, κάπνισε, έκανε, μεταβόλισε και αποτοξίνωσε το άπιστο σώμα, δεν είχαν σημασία πριν δέκα χρόνια αλλά τώρα έχουν.
Η διαδικασία λέγεται «μεγαλώσαμε», ή και «πουρελέησον» – συνδυασμός του «πούρεψα» και του (επερχόμενου, ελπίζουμε στο μακρινό μέλλον και όχι άμεσα) «κυρ ελέησον»: κάτι σαν μίνι ευχέλαιο που στεκόμαστε στα πόδια μας ακόμα, καβαλώντας τα εξήντα (χρόνια ζωής), και παραδοχή της προδοσίας που ξετσουτσουρώνει το σώμα μας λάου-λάου, επειδή έτσι είναι τα σώματα, μουλωχτά. Τα πονάκια/πιασίματα είναι πταίσματα μπροστά σε άλλα που μας χαλάνε περισσότερο: την ξαφνική αδυναμία να σταθούμε όρθιοι πάνω από χ λεπτά, την κατάσταση ντίρλας μετά από ένα ποτήρι αλκοόλ/ή δυο ώρες σε ΚΤΕΛ, το απόλυτο κενό όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε, όχι ποιος ηθοποιός έπαιζε σε κείνη την ταινία που δεν θυμόμαστε ούτε τον τίτλο ούτε τον σκηνοθέτη της, αλλά ποιος/α είναι ο/η συμμαθητής/συμμαθήτριά μας που μας έστειλε μακροσκελές αγαπησιάρικο μήνυμα στο μέσεντζερ. Και δεν έχουμε εικόνα, ας περάσαμε δώδεκα χρόνια στην ίδια τάξη.
Εμφανίζονται επίσης μεγάλα κενά, ολόκληρων περιστατικών που μας τα αφηγούνται (συνήθως νεώτεροί μας) και νομίζουμε ότι είναι σενάρια ταινιών κοινωνικού περιεχομένου του πρώην Ανατολικού Μπλοκ: εμείς αυτοπροσώπως κάναμε οτοστόπ μαζί με άλλα δύο άτομα στην Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας φορώντας ένα πουλόβερ με κρόσια και ενώ είχαμε κάτι αμυγδαλές σαν αβοκάντο; (*βλέπε: πιο κάτω) Εμείς ψάχναμε νερό στην ερημιά, προ μπουκαλακίων, για να πάρουμε μια ληγμένη αντιβίωση; Μα δε θυμόμαστε τίποτα. Υπάρχουν φωτογραφίες; Για φαντάσου. Τι, εμείς είμαστε αυτοί/ές; Αποκλείεται, δεν είχαμε ποτέ τέτοιο πουλόβερ, ούτε τέτοιες αμυγδαλές!
Υπάρχουν επίσης λέξεις που μας διαφεύγουν, σαν να γλιστράνε μέσα στην ξερή μας την κεφάλα: όχι απαραίτητα αφηρημένες έννοιες όπως η τηλεδιαχείρηση, η ημι-νηφαλιότητα και η επιστημονικοποίηση, αλλά κοινές λέξεις όπως το σκαλιστήρι, το νησιώτικο και το αβοκάντο (*σωστά βλέπεις) – προσπαθούσα μια μέρα να περιγράψω αυτό το πράσινο με το μεγάλο κουκούτσι και περάσαμε από όλα τα φρούτα-λαχανικά μέχρι να καταλήξουμε στο καταραμένο αβοκάντο. Που δεν το τρώω κιόλας.
Ανεβαίνω πολλές σκάλες την ημέρα, αργά και προσεκτικά, επειδή έχω φάει τα μούτρα μου αρκετές φορές. Κάνω ασκήσεις για τον αριστερό ώμο που έσπασα πέρυσι το καλοκαίρι, αλλά ξυπνάω μερικές φορές τη νύχτα, ή δεν κοιμάμαι, επειδή πονάει ο ώμος. Άλλες φορές πονάει το στομάχι, η κοιλιά, το κεφάλι ή ο λαιμός μου, κι όταν ξυπνάω το πρωί χωρίς να πονάει απολύτως τίποτα, αισθάνομαι πολύ χάι άτομο (αυτό που τα παιδιά μου αποκαλούν «και γαμώ»). Μια μέρα κάτι διάβαζα σε ένα από τα παιδιά μου και με ρώτησε «Μαμά, δεν βλέπεις λόγω μυωπίας;» μια και έχω ιντίντ μυωπία να φάνε κι οι κότες. «Δεν βλέπω λόγω πρεσβυωπίας» απάντησα σαν βρεγμένη γάτα. Που βέβαια, τα 59 είναι μια καλή ηλικία, μη σας πω είναι ηλικία-νισάφι, για να πάθεις πρεσβυωπία, αλλά πάντα αισθάνεσαι ότι είσαι 17 χρονών και σε χαλάει το να συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι, άσχετα που έχεις κλείσει μισό αιώνα και βάλε.
Το σώμα μας μάς προδίδει όχι επειδή είναι κακό, αλλά επειδή μειώνονται οι αντοχές του, όπως μας προδίδει και με παθήσεις, μικρές και μεγάλες, αυτοάνοσα, μεταδιδόμενα, νοσήματα, τα πάντα όλα. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να στέκει στο ύψος μας αυτό το καημένο σώμα, που είναι 59 ή 60 ή 65 ή 67 (όσο είναι οι φίλοι μου) άσχετα που είναι ούφο και νομίζει ότι είναι 17, κι είναι ζόρικη κατάσταση γιατί, ενώ χοροπηδάει με ενθουσιασμό, το πιάνει η μέση του και σαβουρώνεται ή παθαίνει ημικρανία, ή κουνιέται ένα δόντι, ή βουλώνει ένα αυτί, ή θολώνει ένα μάτι, ή κλειδώνει ένα γόνατο. Γουατέβερ.
Όλα αυτά, και οι μικρές-μεγάλες προδοσίες που εισπράττουμε καθημερινά από το σώμα μας όσοι έχουμε περάσει τα 55, δεν είναι τίποτα μπροστά στα χειρότερα. Τα διαβάσαμε, τα είδαμε, τα ζήσαμε από κοντά τους τελευταίους μήνες. Και είμαστε οκέι με την πρεσβυωπία, δε βαριέσαι, και με τη μέση, το γόνατο, το αυτί, και με ό,τι άλλο μας πονάει – λίγο, ευτυχώς. Λέμε στο σώμα μας να κάνει κουράγιο, αυτό που λέμε και στους/στις φίλους/ες μας.
Το «πουρελέησον» είναι υποτιμημένο – είναι χίλιες φορές καλύτερο από το «κυρ ελέησον».
***
https://antikleidi.com