Αναζητώντας Τον Τέλειο Ιχνηλάτη
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ 8 Σεπτεμβρίου 2021 fonisalaminas
Στην αναζήτηση του καλού λαγόσκυλου, οι περισσότεροι λαγάδες μοιάζουν με τους οικείους ενός εξαφανισμένου ατόμου, που παίρνουν τους δρόμους και παντού ρωτούν για να βρουν τα ίχνη του χαμένου τους ανθρώπου. Κι όποιος τους δώσει την όποια πληροφορία, αληθινή ή ψεύτικη, σωστή ή λάθος, αυτοί αμέσως, δίχως σκέψεις και αμφισβητήσεις, αρχίζουν να τρέχουν προς την κατεύθυνση της πληροφορίας…
Γιατί σε αυτή την κατεύθυνση βρίσκεται η ελπίδα. Καταβάλουν πολλές φορές υπεράνθρωπες προσπάθειες, πληρώνουν πολλά χρήματα και προσπαθούν να διερευνήσουν την πληροφορία αυτή. Κι όταν πειστούν ότι δε βρίσκεται πίσω απ’ αυτήν ο άνθρωπός τους, προχωρούν στην άλλη και μετά στην άλλη και την παράλλη πληροφορία, χωρίς σταματημό…
Ρωτάνε και οι ενδιαφερόμενοι λαγάδες, ρουφούν τα (καλοπροαίρετα ή παραπλανητικά) λόγια του κάθε επιτυχημένου συναδέλφου τους αλλά και τις μπαρούφες του κάθε «θεωρητικού» λαγά. Αγοράζουν το “top” κουτάβι, το αναθρέφουν με την καλύτερη φροντίδα, το στέλνουν στα εκπαιδευτήρια, κάνουν του κόσμου τα έξοδα και χιλιάδες χιλιόμετρα στο κοντέρ του αυτοκινήτου τους, για να φτιάξουν το σκύλο των ονείρων τους. Κι όταν απελπιστούν και δουν ότι έφτιαξαν ένα μέτριο λαγόσκυλο ή έναν «κόπρο», προχωρούν για να βρουν άλλο σκύλο φαινόμενο, μέσα από τα άλλα λόγια και μετά από τα άλλα και τα παράλλα, χωρίς σταματημό…
Στις καθημερινές μου επαφές με πάρα πολλούς συναδέλφους λαγάδες απ΄όλη την Ελλάδα, ακούω πολύ συχνά κάτι σαν την φράση αυτή: «Δοκίμασα και τα Γιούρα, και τα Σεγκούτσι, και τα Γαλλικά, και τον Ελληνικό, και τον Κρητικό, και τους Βαλκανικούς, και τα ημίαιμα, αλλά όλα μετριότητες! Όλα άχρηστα!», και παράλληλα ζητάνε τη βοήθειά μου στο να βρουν την πιο κατάλληλη ράτσα λαγόσκυλων. Είναι φανερό ότι μέσα από την παραπάνω ενασχόλησή τους με τις ράτσες αυτές δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα, για διάφορους λόγους (που είναι πολύ σημαντικό να βρεθούν οι λόγοι αυτοί και να αξιολογηθούν όπως θα δούμε παρακάτω), να βρουν την κατάλληλη ράτσα λαγόσκυλου. Γι’ αυτό το λόγο εξάλλου βρίσκονται στην αναζήτησή της και ζητούν τη βοήθεια των συναδέλφων τους.
Η όλη βοήθεια λοιπόν, που σε αυτή την περίπτωση μπορώ να προσφέρω στον κάθε συνάδελφο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη βοήθεια που μπορεί να δώσει ο ίδιος στον εαυτό του. Κι αυτό, γιατί του ζητώ να μου απαντήσει σε δύο απλές ερωτήσεις, που η απάντησή τους είναι ταυτόχρονα και η ιδανική απάντηση στο ερώτημά που μου έχουν θέσει:
– Τι προσόντα θέλεις να έχει ένα λαγόσκυλο ώστε να είναι ιδανικό για εσένα, με βάση τις συνθήκες κλίματος, τους κυνηγότοπους και τον τρόπο που κυνηγάς;
– Ποια ράτσα πιστεύεις ότι έχει αυτά τα προσόντα;
Τις περισσότερες φορές βέβαια ο συνάδελφος κυνηγός γνωρίζει ποια είναι η ράτσα που διαθέτει τα προσόντα που ο ίδιος έχει αναφέρει, ή γνωρίζει τις 2-3 πιο κατάλληλες ράτσες. Αλλά ακόμα κι αν δε γνωρίζει, είτε γιατί είναι νέος λαγάς είτε γιατί δεν έχει ασχοληθεί με καθαρόαιμες ράτσες λαγόσκυλων, πολύ εύκολα και μέσα από μια σύντομη κουβέντα, μπορούμε να καταλήξουμε σε μια – δυο ράτσες που φαίνονται να είναι οι πιο κατάλληλες γι’ αυτόν. Γιατί το να καταλήξει κανείς στις 1-2 πιο κατάλληλες ράτσες λαγόσκυλων, πρέπει να ακολουθήσει κάποια διαδικασία.
Η διαδικασία αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από τη διερεύνηση κάποιων δεδομένων:
1. Πρώτον η μελέτη των κυνηγότοπων που κυνηγά (μορφολογία, κλίμα, συνθήκες ιχνηλασίας και τρόπος κυνηγιού).
2. Δεύτερον η μελέτη του εργασιακού τύπου των ιχνηλατών και στη συνέχεια η επιλογή αυτών των φυλών που το στυλ εργασίας τους ταιριάζει περισσότερο στα παραπάνω.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε, ότι οι όμιλοι φυλών πολλές φορές δημοσιεύουν κάποια εργασιακά στάνταρ της αγαπημένης τους φυλής, που ούτε λίγο ούτε πολύ, την παρουσιάζουν «παντός εδάφους» και «παντός καιρού»! Αυτό μπερδεύει κυρίως τους νέους λαγοκυνηγούς, που πρέπει να μάθουν να ξεχωρίζουν τα ισχυρότερα στοιχεία του εργασιακού τύπου μιας ράτσας μέσα από τα δευτερεύοντα, τόσο μέσω της μελέτης του εργασιακού τύπου κάθε φυλής από αξιόπιστα κείμενα, όσο και μέσω της επικοινωνίας τους με τους ομίλους των φυλών, αλλά και από σοβαρούς εκτροφείς ή από συναδέλφους με πολυετή γνώση της ράτσας, ποτέ όμως από «ημιμαθείς ή ξερόλες». Το κάθε λαγόσκυλο από όποια ράτσα και αν προέρχεται, σε όποιο έδαφος και με όποιες συνθήκες και να δουλέψει, θα προσπαθήσει να κάνει το καλύτερο δυνατόν, αλλά σε κάποια συγκεκριμένα εδάφη και με συγκεκριμένες συνθήκες ιχνηλασίας, «βρίσκει τον εαυτό του». Αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει και αυτό ψάχνουμε να μάθουμε για την κάθε ράτσα: «που βρίσκει τον εαυτό της»!
Επίσης αν έχουμε να αποφασίσουμε μεταξύ δύο φυλών με παρόμοια μεταξύ τους χαρακτηριστικά, καλό είναι να προτιμάμε τη φυλή αυτή που παρουσιάζεται περισσότερο «σταθεροποιημένη» και αριθμεί περισσότερα λαγόσκυλα στην Ελλάδα, ώστε να υπάρχουν πολλές επιλογές στα μετέπειτα ζευγαρώματα. Θα πρέπει να προτιμηθεί επίσης η φυλή αυτή που αρέσει περισσότερο στον καθένα μας και θεωρεί ότι θα ταιριάζει καλύτερα στο χαρακτήρα του.
Έτσι λοιπόν φτάνουμε στην απάντηση του ερωτήματος του συναδέλφου μας: η τάδε ράτσα είναι η πιο κατάλληλη για αυτόν!
Όπως προκύπτει όμως από τη συνομιλία μας, τη ράτσα αυτή όχι μόνο την έχει σκεφτεί, αλλά, ιδίως αν βρίσκεται στην ενεργό δράση του λαγοκυνηγιού πάνω από μια δεκαετία, σχεδόν πάντα έχει ήδη ασχοληθεί με τη ράτσα ή τις ράτσες αυτές. Δεν έχει όμως κατορθώσει μέχρι σήμερα να «ψαρέψει» το καλό λαγόσκυλο μέσα από αυτές και τις απορρίπτει για να ψάξει σε άλλες και μετά σε άλλες ράτσες. Γι’ αυτό εξάλλου βρίσκεται ακόμα στην αρχή, ακόμα στην αναζήτηση.
Τι φταίει λοιπόν; Πολλοί συνάδελφοι ασχολούνται με κάποια ράτσα λαγόσκυλων που τους την έχουν πουλήσει για καθαρόαιμη και μάλιστα από καλά κυνηγετικά αίματα. Βεβαίως απέχουν πολύ από τα μορφολογικά και εργασιακά στάνταρ της φυλής τους, στην ουσία πρόκειται για ημίαιμα σκυλιά, αλλά επειδή πολλές φορές τα σκυλιά είναι μέτρια ή καλά στο κυνήγι, αυτοί προσπαθούν με αναπαραγωγή των σκυλιών αυτών, μ’ αυτή τη «μαγιά», να βελτιώσουν τα σκυλιά τους και να φτάσουν σε κάτι καλύτερο.
Άλλες φορές κάνουν μια επιπόλαια και σύντομη δοκιμή σε μια ράτσα, χωρίς να ασχοληθούν συστηματικά μ’ αυτήν και χωρίς φυσικά να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα κι έτσι μεταπηδούν από τη μια ράτσα στην άλλη. Ανακατεύουν επίσης πολλές ράτσες ταυτόχρονα στο κυνήγι, με αποτέλεσμα να παρασύρει το ένα το άλλο, λόγω των μεγάλων αντιθέσεων των σκυλιών στον τρόπο κυνηγιού τους κι έτσι να μην ξεχωρίζουν τα αξιόλογα σκυλιά αλλά μόνο τα ξεροκέφαλα.
Επειδή πολλοί συνάδελφοι υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στη μορφολογία παρά μόνο στην εργασία της κάθε φυλής, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Με τη μορφολογία μόνο και μόνο μια ράτσα δεν κυνηγά, δεν ξεφωλιάζει λαγούς, δεν καταδιώκει λαγούς. Όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι η μορφολογία είναι αυτή που προσδιορίζει την κάθε ράτσα. Κι αν η μορφολογία ενός σκύλου δε συμβαδίζει με τα στάνταρ της φυλής του, τότε λέμε απλά ότι ο σκύλος αυτός δεν ανήκει σ’ αυτή τη φυλή! Μπορεί να μοιάζει, αλλά δεν είναι! Είναι ένας ημίαιμος σκύλος! Αν ασχοληθούμε λοιπόν μ’ αυτό το σκυλί, τι περισσότερο μπορεί άραγε να μας δώσει από αυτό που θα μας δώσει ένα οποιοδήποτε άλλο ημίαιμο λαγόσκυλο;
Βρέθηκα το καλοκαίρι στην ανατολική άκρη της Κρήτης και κάποιος συνάδελφος μου έδειξε ένα θηλυκό λαγόσκυλο που του πούλησαν για καθαρόαιμο λειότριχο Ιχνηλάτη της Ιστρίας και αναζητούσε καλό αρσενικό για ζευγάρωμα.
Ένα θηλυκό σκύλο άσπρου χρώματος χωρίς μάσκα, με κεφάλι σαν μοσχάρι, ουρά χοντρή στη βάση σα φοράδα, φουντωτή σαν αλεπού, μακριά, ορθή και γυριστή, με στραβά πόδια και με παράνυχα, με δέρμα χαλαρό, κρεμαστά χείλη και έντονα προγούλια, με πυκνή και μακριά τρίχα, με βάρος περίπου στα 20-25 κιλά και με βήμα πιο βαρύ και από Μπλαντχάουντ!
Κοίταξα με απορία τον συνάδελφο ιδιοκτήτη του σκυλιού. Αυτός διάβασε τις σκέψεις μου και μου είπε: «Mου το πούλησαν για καθαρόαιμο και μάλιστα μου είπαν ότι είναι από τα καλύτερα κυνηγετικά αίματα! Είναι σχετικά καλό στο κυνήγι. Έχω διαβάσει βέβαια τα μορφολογικά και τα εργασιακά στάνταρ της φυλής στο βιβλίο «Ιχνηλάτες» και δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό, ούτε κυνηγά με το στυλ που περιγράφεται στα στάνταρ! Αν το ζευγαρώσω με κάποιο καλό αρσενικό Ίσταρ, μπορώ να ελπίζω σε κάτι καλύτερο;».
«Θέλεις να κατασκευάσεις μια δική σου ράτσα», τον ρώτησα, «ή προτιμάς να ασχοληθείς με τους καθαρόαιμους ιχνηλάτες της Ίστριας;»…
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το να ασχοληθούμε επιφανειακά και επιπόλαια είτε με μια ράτσα, είτε με ημίαιμα σκυλιά, είτε να ανακατεύουμε πολλές ράτσες μαζί, είναι ότι πιο καταστροφικό, γιατί καταστρέφουμε τα καλύτερα κυνηγετικά μας χρόνια και ξοδεύουμε τα λεφτά μας άδικα. Γιατί ασχολιόμαστε με σκυλιά που δεν αξίζουν (τις περισσότερες φορές είναι ημίαιμα που μοιάζουν με κάποια ράτσα), με αποτέλεσμα να απελπιζόμαστε, να μεταπηδάμε από τη μια ράτσα στην άλλη και να βρισκόμαστε κολλημένοι πάντα στο ίδιο σημείο: στο να περιμένουμε το «μάνα εξ’ ουρανού», που δεν πρόκειται να πέσει ποτέ! Πρέπει να ασχοληθούμε «συστηματικά και σοβαρά» με μια ράτσα για να ελπίζουμε ότι σε μερικά χρόνια θα πετύχουμε τον επιθυμητό μας στόχο. Τι σημαίνει όμως να ασχοληθώ «συστηματικά και σοβαρά» με μια ράτσα;
Στο σημείο αυτό μεταφέρω αυτούσια μια παράγραφο από την εισαγωγή του κεφαλαίου «Επικρατέστερες ράτσες» του βιβλίου «Ιχνηλάτες»:
«Όσο περισσότερη εμπειρία αποκτά κάποιος κυνηγός πάνω στις ράτσες ιχνηλατών, τόσο περισσότερο επαληθεύεται και εδραιώνεται μέσα του ένα μεγάλο πιστεύω. Μια αλήθεια μεγάλη, αλλά ταυτόχρονα και απόλυτα καθοριστική για το μέλλον του καθαρόαιμου λαγόσκυλου στην Ελλάδα: όλες ανεξαιρέτως οι ράτσες καθαρόαιμων ιχνηλατών δίνουν τόσο άριστα λαγόσκυλα όσο και μέτρια όσο και άχρηστα. Δεν υπάρχουν λοιπόν καλές και κακές ράτσες. Ας το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα. Υπάρχουν μόνο κατάλληλες ράτσες, υπάρχει μόνο επιλεκτική εκτροφή μέσω κατάλληλων γεννητόρων».
Θα ασχοληθούμε λοιπόν μόνο με σκυλιά – γονείς άριστα μορφολογικά και εργασιακά. Τα καλά εργασιακά χαρακτηριστικά μεταδίδονται στα κουτάβια μόνο μέσω ενός κατάλληλου συνδυασμού γονιδίων και των δύο γονιών. Γιατί πρέπει να βρεθούν γονείς με κυρίαρχα γονίδια στα καλά κυνηγετικά χαρακτηριστικά, ώστε να μεταβιβάζουν τα καλά αυτά εργασιακά χαρακτηριστικά στα κουτάβια τους. Αυτό αποτελεί μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία γιατί οι κατάλληλοι γονείς δε βρίσκονται με μια απλή εξέταση στον κτηνίατρο, αλλά πρέπει να γίνουν πολλές δοκιμές και οι δοκιμές αυτές δεν είναι τίποτα άλλο από τις γέννες (και την παρακολούθηση των κουταβιών τους πως εξελίσσονται), που δε γίνονται καθημερινά αλλά στην καλύτερη περίπτωση μια φορά κάθε χρόνο! Για να έχουμε λοιπόν βελτίωση στα σκυλιά μας θα πρέπει πάντα να μελετάμε πολύ καλά τα ζευγαρώματα και να χρησιμοποιούμε κατάλληλους γονείς, αλλά πάντα με την προϋπόθεση ότι τα σκυλιά μας θα είναι καθαρόαιμα κι όχι θα μοιάζουν με καθαρόαιμα. Καταλήγουμε με όλα αυτά στο τελικό συμπέρασμα ότι μόνο αν παραμείνουμε σταθερά προσανατολισμένοι για πολλά χρόνια σε μια μόνο ράτσα που τα προσόντα της ανταποκρίνονται στις ανάγκες μας, αν ασχοληθούμε με πολύ καλούς εκπροσώπους της εργασιακά και μορφολογικά, αν τους βελτιώνουμε συνεχώς με επιλεκτική αναπαραγωγή προσέχοντας τα καλά κυνηγετικά χαρίσματα, μόνο τότε θα φτάσουμε στα κουτάβια που με την κατάλληλη εκπαίδευση θα γίνουν οι τέλειοι ιχνηλάτες.
του Μανούσου Χαλκιαδάκη – kynigesia.gr