«ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ»
ΒιβλιοπαρούσιασηΕΛΛΑΔΑΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 16 Απριλίου 2022 fonisalaminas
του Νίκου Γιαννόπουλου
εκδότη- δημοσιογράφου
Ένας συγγραφέας, διακρίνεται από διάφορα γνωρίσματα, τα οποία δομούν το κάθε πόνημά του.
Στην περίπτωση του Ντίνου Κουμπάτη και του συγκεκριμένου ιστορικού μυθιστορήματός του, «Στις φλόγες της Σμύρνης», τα χαρακτηριστικά αυτά συνοψίζονται ως εξής:
* Άπταιστος χειρισμός του λόγου.
* Σαφήνεια στην διατύπωση.
* Καθαρές έννοιες, οι οποίες κοσμούνται από ποικιλία λέξεων και πλούτο εκφράσεών τους, ώστε το κείμενο να αποτελεί ένα «εργόχειρο» εναλλαγών, χωρίς ποτέ να επαναλαμβάνονται οι ίδιες λέξεις, καθώς η ελληνική γλώσσα είναι τόσο πλούσια από αυτές, αλλά και από προσδιορισμούς και διατυπώσεις.
* Λυρισμό, ο οποίος συχνά αντιπαρατίθεται στον σκληρό ρεαλισμό, δημιουργώντας ένα κράμα επίθεσης και άμυνας, προκειμένου να τεθούν σωστά τα εκτιθέμενα γεγονότα και ιδιαίτερα όταν αναφέρεται σε ιστορικά θέματα, τα οποία χρειάζεται να αντιπαρατίθενται με σαφήνεια και στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Σταματώντας εδώ, διαπιστώνουμε στο «περί ου ο λόγος» ιστορικό μυθιστόρημα, τον συγγραφέα να σέβεται στο έπακρον την ιστορική πραγματικότητα, χωρίς να εθελοτυφλεί και να καταγράφει τα ιστορικά, πολιτικά, πολεμικά και κοινωνικά γεγονότα, όπως ακριβώς σχεδιάστηκαν και διαδραματίστηκαν κατά τις αποφράδες εκείνες ημέρες, και τα οποία σαν ολέθριο αποτέλεσμα είχαν τη απόλυτη καταστροφή των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και την τραγική τύχη εκατομμυρίων Ελλήνων, οι οποίοι, στην κυριολεξία, ξεριζώθηκαν από τα πατρώα εδάφη, καταδικασμένοι να υποφέρουν σκληρά και για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, -για αρκετές γενιές μετά-, και ώσπου να κατορθώσουν να πνίξουν τον πόνο για την δυστυχία τους και να συνεχίσουν την ζωή τους ξεκινώντας νέες αρχές, από το μηδέν σε μία νέα γη, όπου έγιναν αρχικά δεκτοί με καχυποψία και μία σχετική εχθρότητα.
Το όλο μυθιστόρημα, περιστρέφεται σε μία οικογένεια απογόνων από την Κρήτη, οι οποίοι μη μπορώντας να ανεχθούν την τουρκική κυριαρχία στο νησί και στις ζωές τους, μετοίκησαν μετά το 1669 στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου οι ντόπιοι Τούρκοι, -αντίθετα με τους κατακτητές ομόλογούς τους-, τους βοήθησαν να ενσωματωθούν και να επιβιώσουν, ώσπου έφτασαν στο σημείο οι Κρήτες και οι άλλοι Έλληνες που είχαν καταφύγει εκεί, αλλά και όσοι πρόγονοί μας Έλληνες είχαν σκλαβωθεί σε αυτά τα μέρη, να πρωτοστατήσουν στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη, τις οποίες κατόρθωσαν να διαχειρίζονται αυτοί και οι τούρκοι συμπολίτες τους να εξαρτώνται από εκείνους, τους σκλάβους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η οικογένεια που παρακολουθείται, και η ιστορία της περιγράφεται μέσα από αυτό το μυθιστόρημα, είναι μία εύπορη αριστοκρατική οικογένεια, η οποία όμως θα κληθεί και αυτή, όπως και πολλές χιλιάδες άλλες, να πληρώσουν το βαρύ τίμημα της τραγικής καταστροφής, η οποία θα παραδώσει τους παροικούντες Έλληνες στα γιαταγάνια των ατάκτων στρατευμάτων του Κεμάλ Αττατούρκ, τις ελληνικές πόλεις στις φωτιές, -μέσα από θηριωδίες, οι οποίες έλαβαν μέρος, και μάλιστα με την ανοχή, αν όχι και προτροπή των Συμμάχων μας, και την εντολή, της τότε ελληνικής Κυβέρνησης, τα εκεί απεσταλμένα στρατεύματά μας, να κατεβάσουν τα όπλα τους και να επιστρέψουν στην Ελλάδα, εκόν άκοντες.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, το οποίο προσομοίαζε σε πυρακτωμένη Κόλαση, οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, προσπαθούν να διασωθούν, και όπως σχεδόν οι περισσότερες οικογένειες, εκείνες τις ολέθριες ημέρες, είτε ξεκληρίζονται μερικώς ή ριζικώς, είτε χάνονται ανακατεμένοι μέσα στο απεγνωσμένο πλήθος, το οποίο προσπαθεί απεγνωσμένα να επιβιβασθεί πλοίων και πλοιαρίων για να γλυτώσει από τις σφαγές.
Η συγκεκριμένη πόλη, στην οποία αναφέρεται το εν λόγω ιστορικό μυθιστόρημα η αριστοκράτισσα και πολιτισμική Σμύρνη, κέντρο διεθνούς εμπορίου και πολιτισμού, διασπάται σε αποκαΐδια, μετά τους εμπρησμούς στις συνοικίες των Αρμενίων και των Ελλήνων στους πρόποδες του βουνού του Πάγου, του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Φωτεινής και άλλων χριστιανικών εκκλησιών, αποθηκών και πολλών κτιρίων. Λίγο πριν, οι τσέτηδες, έχουν συλλάβει και εκτελέσει με συνοπτικές διαδικασίες τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, κρεμασμένο σε ένα δέντρο, εξορύσσοντες τους οφθαλμούς του, κόβοντας τα αυτιά του, ξεριζώνοντας τα γένια του, και τέλος παίρνοντας το κεφάλι του, χτυπώντας τον με ένα τσεκούρι.
Διαμελισμένη και η οικογένεια των ηρώων του μυθιστορήματος, μοιραία ταλαιπωρείται προσπαθώντας να βρει ένα τόπο να ακουμπήσει, και αυτός βρίσκεται μετά από κάποιες περιπέτειες στο Ηράκλειο της Κρήτης και συγκεκριμένα στη Νέα Αλικαρνασσό, όπου για να επιβιώσουν τα μέλη της, θα εκποιήσουν ό,τι πολύτιμο μπόρεσαν να διασώσουν κατά την «άτακτη» φυγή τους. Η ζωή είναι δύσκολη, το κράτος ελάχιστα ενδιαφέρεται για τους πρόσφυγες και μόνο η «καλή τύχη», διαδραματίζει όπου και όποτε θέλει κάποιον ευνοϊκό ρόλο.
Ανάμεσα στους αγώνες για επιβίωση, η συγκεκριμένη οικογένεια δεν παύει να ελπίζει πως κάπου υπάρχουν οι δικοί της άνθρωποι, τους οποίους έχε χάσει και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους βρει ξανά, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τα κάθε είδους προκύπτοντα προβλήματα στη νέα πατρίδα.
Η εν μέρει λύτρωση θα επιτευχθεί μόνο σαν από όλη την μεγάλη αγαπημένη οικογένεια, έλθουν σε επαφή με τον πατέρα και την αγαπημένη θεία τους. Οι άλλοι θα συνεχίσουν να αγνοούνται για πάντα, είτε περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, είτε σκοτωμένοι, καρατομημένοι, θαμμένοι ή άθαφτοι όπου έπεσαν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την κακή τους μοίρα.
Το ιστορικό μυθιστόρημα του Ντίνου Κουμπάτη «Στις φλόγες της Σμύρνης», δίπλα και στο άλλο δικό του «Αγαπημένο μου Αϊβαλί», από τις εκδόσεις «Ψυχογιός», αποτελούν ένα ρέκβιεμ, μία τραγική μπαλάντα, ένα θλιβερό σονέτο προς τιμή και ανάμνηση μίας από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες τραγωδίες, μίας ακόμη κατακόμβης αίματος κατά τον εικοστό αιώνα, της κατ’ επίφασιν εξελιγμένης Ανθρωπότητας.