“Ο ΑΛΑΝΗΣ” “Ο ΑΛΑΝΗΣ”
“Ο ΑΛΑΝΗΣ” (Διήγημα) του Λουκά Αναγνωστόπουλου «Το πουλί δεν κελαηδάει επειδή έχει μια απάντηση, κελαηδάει επειδή έχει ένα τραγούδι.»  Maya Angelou Κλασσικό δείγμα της ράτσας του. ... “Ο ΑΛΑΝΗΣ”

“Ο ΑΛΑΝΗΣ” (Διήγημα)

του Λουκά Αναγνωστόπουλου

«Το πουλί δεν κελαηδάει επειδή έχει μια απάντηση, κελαηδάει επειδή έχει ένα τραγούδι.»  Maya Angelou

Κλασσικό δείγμα της ράτσας του.  Δεκατέσσερα εκατοστά μήκος, μακρυές φτερούγες που κατέληγαν σε  μια ουρά κλειστή και ελαφρά διχαλωτή. Μακρύς λαιμός που στηριζόταν από τον στιβαρό σβέρκο. Κύριο χαρακτηριστικό το οβάλ συμμετρικό καπελάκι στο κεφάλι του. Εν ολίγοις, ο κίτρινος ήρωας μας ήταν ένα γνήσιο, γερμανικό λοχιοφόρο καναρίνι, ο λεγόμενος σκουφάτος. Θα μου πείτε, πώς βρέθηκε ο τεύτονας εκπρόσωπος σε κλουβί ενός γωνιακού συνοικιακού pet shop στο Αιγάλεω; Για τα κλουβιά ,μικρή σημασία έχει η καταγωγή και τα θέλω σου, τουλάχιστον στο ζωικό βασίλειο. Για το ανθρώπινο, δεν παίρνω και όρκο.         

Ο δόλιος, ο αλάνης, δεν έσκαγε και πολύ για τέτοια ζητήματα. Ζώντας σε ένα τριώροφο κλουβί, σωστή πολυκατοικία, μαζί με το σόι του και τους γνωστούς του, ακολουθούσε το καθημερινό πρόγραμμα του. Κελάηδημα, τσιμπολόγημα , νεράκι και γυμναστική με πέταγμα από ξυλάκι σε ξυλάκι. Που και που, έριχνε κλεφτές ματιές έξω από το κλουβί. Στο μικροσκοπικό μυαλό του περνούσε μια εικόνα: Τον ίδιο, να ανοίγει τις φτερούγες του στον γαλάζιο ουρανό. Γρήγορα, όμως, οι φωνές των υπόλοιπων τον έφερναν στα συγκαλά του. Η ίδια φράση τραγουδιστά από το σόι. «Φαί, ύπνος, γυμναστική, καλή ζωή, όλα ωραία μέσα στο κλουβί.». Πού να τραβιέται ο δόλιος σε άγνωστα ουράνια μονοπάτια;         

Την καθημερινότητα διέκοπτε ένα τριχωτό χέρι που άνοιγε το πορτάκι και άρπαζε έναν από το σόι, τον έβαζε σε ένα ατομικό κλουβί και το έδινε σε χαμογελαστά δίποδα πλάσματα, άγνωστα και τρομακτικά για τον αλάνη. Κάπως έτσι αποχαιρέτησε ο αλάνης τους γονείς και τα αδέλφια του. Ένα βιαστικό πέταγμα, μια κλεφτή ματιά και ένα θλιμμένο κελάηδημα συνόδευαν κάθε αποχαιρετισμό. Έπειτα η ζωή συνέχιζε ίδια και απαράλλαχτη με τη γλυκιά ρουτίνα να διαδέχεται τους ξαφνικούς αποχαιρετισμούς.         

Μια μέρα, έφτασε και η δικιά του σειρά. Το ίδιο τριχωτό χέρι τον άρπαξε και ο ίδιος, τρομαγμένος και αμίλητος, βρέθηκε μόνος σε ένα κλουβί. Είδε μια οικογένεια να δίνει πολύχρωμα χαρτάκια στο τριχωτό χέρι και ο ίδιος να λούζεται από το φως του ήλιου καθώς έφευγε από το μαγαζί. Δυο παιδικές φατσούλες καρφωμένες πάνω από το κεφάλι του αλάνη τον τρόμαζαν με τις φωνές και τα γέλια τους. Έφτασαν σπίτι, τον έβγαλαν στην βεράντα και τοποθέτησαν το κλουβάκι. Μόλις ο αλάνης έμεινε μόνος, και αφού πέρασε η αρχική τρομάρα, ξεκίνησε το καθημερινό πρόγραμμα. Κελάηδημα, τσιμπολόγημα,  νεράκι και γυμναστική με πέταγμα από ξυλάκι σε ξυλάκι. Είτε ομαδικό, είτε ατομικό, το κλουβί αυτός ήταν ένας καθωσπρέπει εκπρόσωπος της ράτσας. Τίποτα δεν τον έβγαζε από το πρόγραμμα.         

Η ζωή κύλαγε ωραία για τον αλάνη. Αγάπη, φροντίδα, παιχνίδι και γέλια από τις μικρές, πειράγματα και καμάρι από τους γονείς. Μόνο που τον τελευταίο καιρό κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο άνδρας που αρχικά τον έβλεπε μόνο σαββατοκύριακα και νύχτες, πέρναγε όλο και περισσότερο καιρό στο σπίτι. Τα χαμόγελα διαδέχτηκαν οι φωνές και άγνωστες λέξεις και προτάσεις πλημμύριζαν το κλουβί. «Ανεργία», «τέλειωσαν τα λεφτά», «χρέη», «τράπεζες», «δάνεια», «λογαριασμοί», «ψάξε για δουλειά», ακούγονταν καθημερινά. Ο αλάνης έβλεπε τον άντρα σκυφτό με πεσμένα τα φτερά απλά να καπνίζει και να τον κοιτάζει μελαγχολικά. Ένα βράδυ, καθώς ο ήρωας μας κοιμόταν αμέριμνος και ονειρευόταν θηλυκά και καινούργιες νότες να γεμίζουν το κλουβί του, ένιωσε να τον βγάζουν από το κλουβί και τα όνειρα του. Βρίσκονταν στα χέρια του άντρα. Τον κοίταξε απορημένος να τον φιλάει στο κεφάλι και να τον ξαναβάζει στο κλουβί. Έπειτα ο αλάνης είδε τον άνδρα για ένα μαγικό δευτερόλεπτο ν’ ανοίγει τα φτερά του και να πετάει στο νυχτερινό αττικό ουρανό. Δεν τον ξανάδε.         

Έφτασε η ώρα για έναν αποχαιρετισμό ακόμη. Αποφασίστηκε ο δόλιος ο αλάνης να μετακομίσει στο χωριό να κάνει παρέα στον παππού. Ένα βιαστικό πέταγμα στο κλουβί, μια κλεφτή ματιά και ένα θλιμμένο κελάηδημα συνόδευσε το αντίο του αλάνη στη σιωπηλή μάνα και τα δακρυσμένα κορίτσια. Ο πρωτευουσιάνος ήρωας προσαρμόστηκε αμέσως στο χωριό. Εξάλλου, ο καθαρός αέρας έκανε θαύματα στη φωνή του. Γρήγορα, άρχισε το καθημερινό του πρόγραμμα. Τίποτα σημαντικότερο του προγράμματος, σκέφτηκε ευχαριστημένος καθώς έκανε το μπανάκι του. Βέβαια, εκείνη η κεραμιδόγατα δεν φαινόταν να έχει καλούς σκοπούς για την αφεντιά του αλλά ας είναι καλά το κλουβί. Ασφάλεια πάνω από όλα.          Τα βράδια, όμως, ήταν άλλη υπόθεση. Το ίδιο όνειρο επανέρχονταν συχνά.

Η ζωή έξω από το κλουβί. Οι πτήσεις στον γαλανό ουρανό. Όχι κάγκελα, όχι έτοιμο φαί, όχι ασφάλεια. Ελευθερία και αέρας οι σύντροφοι του. Το πρωί γέλαγε με τα όνειρα του. Πού να αφήσεις την ασφάλεια και την στρωμένη ζωή; Μια μέρα είδε τον παππού να φτιάχνει τον καφέ και να γελάει κάτω από τα μουστάκια του. Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού.

Ο αλάνης, διστακτικά έβγαλε το κεφάλι του έξω από το κλουβί. Ο αέρας τον χτύπησε στο ράμφος του. Έκανε να πετάξει, μα γρήγορα προσγειώθηκε στο τραπέζι δίπλα στην κούπα. Κοίταξε απορημένος τον γέρο. Αυτός, πειρακτικά τον ρώτησε: «Και τώρα, τι κάνουμε αλάνη μου;»

error: Content is protected !!