Πολεμικές ανταποκρίσεις (μέρος α΄: παράλληλοι πόλεμοι)
ΕΛΛΑΔΑΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΣΜΟΣΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ 7 Ιανουαρίου 2023 fonisalaminas
Στον σημερινό κόσμο, τίποτα δεν λέγεται με το όνομά του. Γιατί το κάθε είδους «μάρκετινγκ» μεταλλάσσει, μετατρέπει, αμβλύνει (ή ενίοτε επιτείνει) γεγονότα και καταστάσεις ώστε τα πάντα να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο κανονικότητας, ούτως ώστε να μην υπάρξουν οι αντιδράσεις που είναι ικανές να δονήσουν μέχρι θραύσης τα υπάρχοντα πολιτικά-κοινωνικά εποικοδομήματα.
Έτσι ακόμα και κάτι τόσο καταστροφικό όσο ο πόλεμος γίνεται θέμα οπτικής: οι καταστροφές, οι νεκροί, τα δράματα και η προσβολή στη νοημοσύνη του ανθρώπινου είδους που εκ της φύσης του είναι ο πόλεμος, γίνεται εικόνα. Μια εικόνα απανθρωποποιημένη, χωρίς εμβαθυνμένο περιεχόμενο, μια εικόνα αστραπιαίας σχεδόν διάρκειας (ώστε να μην μεσολαβήσει η αναλυτική σκέψη στην πρόσληψη της εικόνας αυτής ως νοήματος) η οποία ερμηνεύεται, εκλογικεύεται και διαμελίζεται από την «μέθοδο» του μάρκετινγκ που χρησιμοποιούν οι φορείς που παρουσιάζουν το όποιο γεγονός αλλά και αυτοί που επωμίζονται την πολιτικο-κοινωνική αντίδραση σε αυτό.
Οι δικές μας πολεμικές ανταποκρίσεις λοιπόν, θα είναι διαφορετικές. Και θα ξεκινήσουν από τον πόλεμο που ζούμε σαν Έλληνες εδώ και αρκετά χρόνια, έναν πόλεμο ακήρυκτο μεν σε αργή και σταθερή κλιμάκωση δε: τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος όμως έχει εκπληκτικά μεγάλες ομοιότητες με έναν άλλον που συνέβη περίπου έναν αιώνα πριν: τον ελληνοϊταλικό. Και οι δύο είχαν μια προϊστορία πριν την θερμή σύγκρουση και μια κλιμάκωση που καθιστούσε εξ αρχής σαφές το τελικό αποτέλεσμα.
Τα πρώτα δείγματα της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης εντοπίζονται ήδη από το 1911, όταν κατά την διάρκεια του Ιταλο-Οθωμανικού πολέμου (στον οποίο οι Ιταλοί κατέκτησαν την Λιβύη και την μετέτρεψαν σε αποικία) το Ιταλικό ναυτικό κατέλαβε τα Δωδεκάνησα τα οποία τελικώς προσαρτήθηκαν στο Βασίλειο της Ιταλίας. Τα δε αρχικά σχέδια ήταν η κατάληψη όλων των νήσων του Αιγαίου έως την Σαμοθράκη (πλην αυτών που ανήκαν στο Ελληνικό βασίλειο και την αυτόνομη -τότε- Κρήτη) – δεν ευοδώθηκαν εξ αιτίας των Βρεττανικών και Γαλλικών αντιδράσεων κυρίως. Κατ’ αναλογία μπορούμε να εντοπίσουμε τα πρώτα δείγματα της πορείας προς την ελληνοτουρκική σύγκρουση στην απόφαση του Ντεμιρέλ το 1973 για την διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο πέραν της καθοριζόμενης από το διεθνές δίκαιο και την εισβολή στην Κύπρο από τον Ετζεβίτ το 1974.
Το επόμενο στάδιο της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης ήρθε το 1923, με την κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς με πρόσχημα την απαίτησή τους για αποζημίωση από την δολοφονία ενός Ιταλού στρατιωτικού στην Κακαβιά στα ελληνοαλβανικά σύνορα (η Αλβανία τότε ήταν Ιταλικό προτεκτοράτο), αν και αργότερα αποδείχτηκε ότι η δολοφονία ήταν έργο Αλβανών, μάλλον ληστών. Οι Ιταλοί αποσύρθηκαν μετά από διαιτησία της Κοινωνίας των Εθνών η οποία επέβαλε στην Ελλάδα την καταβολή της αποζημίωσης. Το ανάλογο στα ελληνοτουρκικά ήταν η γνωστή υπόθεση των Ιμίων, στην οποία τελικά οι δύο αυτές νησίδες μετατράπηκαν σε no man’s land χάρη στην άτυπη αμερικανική διαιτησία.
Οι σχετικές αυτές επιτυχίες και η ελληνική πολιτική του κατευνασμού που τις συνόδευε, έφερε και στις δύο περιπτώσεις αποθράσυνση των επιτιθέμενων σε ότι αφορά τις διεκδικήσεις τους εναντίον της Ελλάδας. Όπως στις μέρες μας οι Τούρκοι διεκδικούν ουσιαστικά τα ανατολικά νησιά του Αρχιπελάγους (το οποίο από αιώνες στην διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται Grecian Archipelago) έτσι και οι Ιταλοί διεκδικούσαν τα Επτάνησα ως πρώην Ιταλικά, απαραίτητα για την ασφάλεια της αποικιακής τους επέκτασης και… «κάτω από την μύτη τους». Ταυτόσημη ήταν και η υποτιμητική αντιμετώπιση της Ελλάδας ως ενεργούμενου άλλων μεγάλων δυνάμεων: τότε, για τους Ιταλούς, της Αγγλίας, σήμερα, για τους Τούρκους, των ΗΠΑ.
Το πιο ουσιαστικό όμως κοινό σημείο των δύο περιπτώσεων είναι η φάση της ιστορικής πολιτικής και οικονομικής εξέλιξης των δύο επιτιθέμενων, κατά την οποία και οι δύο εξέλαβαν τον ελληνικό χώρο ως κατέχοντα δικό τους ζωτικό χώρο, απαραίτητο για την εξακολούθηση της κοινωνικοοικονομικής τους μεγέθυνσης. Είναι η άνοδος του Ιταλικού ιμπεριαλισμού στις αρχές του 20ου αιώνα και του Τουρκικού ιμπεριαλισμού στις αρχές του 21ου αιώνα.
Η Ιταλία μετά την παγκόσμια κρίση του 1929, που διήρκεσε αρκετό καιρό, μπήκε σε μια περίοδο μεγάλης βιομηχανικής ανάπτυξης κατά την οποία, από πλευράς πολιτικών στρατηγικών σχεδιασμών, η Ελλάδα έγινε ένας ζωτικός χώρος για την δημιουργία ενός imperium που θα εξασφάλιζε τόσο το διαμετακομιστικό εμπόριο όσο και νέα συμβόλαια αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης δίπλα ακριβώς στην μητροπολιτική χώρα. Ωστόσο, και τούτο είναι αντίθετο με όσα ισχύουν στις μέρες μας με την Τουρκία, οι Ιταλοί δεν έβλεπαν στην Ελλάδα μια απαραίτητη πηγή πρώτων υλών αφού κατείχαν την Λιβύη και σχεδόν όλες τις περιοχές του Αφρικανικού Κέρατος (Αιθιοπία, Ερυθραία, Σομαλία) – ήταν επιθυμητός στόχος εμπορικά και στρατηγικά.
Ομοίως η Τουρκία από το 2000 βρίσκεται σε μια φάση ραγδαίας οικονομικής βιομηχανικής μεγέθυνσης, με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης του ΑΕΠ. Ο ελληνικός χώρος, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, μπήκε στο στόχαστρο της τουρκικής στρατηγικής πολιτικής όχι μόνο γεωστρατηγικά ως χώρος που επιτρέπει την μεγέθυνση του ελέγχου των θαλασσών γύρω από την τουρκική ενδοχώρα αλλά και ως πηγή απαραίτητων ενεργειακών πρώτων υλών χάρη στα πεδία κοιτασμάτων υδρογονανθράκων τα οποία όλο και περισσότερο αποδεικνύονται παραγωγικά (η ύπαρξή τους φημολογείτο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70). Η επέκταση στον ελληνικό χώρο αφ’ ενός θα επέτρεπε την φτηνή σε κόστος ενεργειακή υποστήριξη της οικονομικής της μεγέθυνσης, αφ’ ετέρου δε την πειθήνια υποταγή στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ των παραδοσιακά εθνικιστικών τουρκικών μαζών στις οποίες έχουν καλλιεργήσει τον οραματικό στόχο ενός Οθωμανικού imperium – ακριβώς όπως και στην Ιταλία είχε καλλιεργηθεί (πολύ λιγότερο επιτυχημένα βέβαια) ο οραματικός στόχος ενός Ρωμαϊκού imperium.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ελληνικός χώρος κατατρύχεται από μια κατάρα της γεωγραφίας, γειτονεύων με μεγάλες χερσαίες μάζες που ενοποιούμενες εθνικά και αναπτυσσόμενες οικονομικά καταλήγουν σε ιμπεριαλιστικές απειλές…
Σήμερα, στις πρώτες ημέρες του 2023, η κατάσταση έχει ως εξής.
Η Ελλάδα προχωρά τα σχέδια εξοπλισμού της με τους ταχύτερους δυνατούς ρυθμούς, εγκαταλείποντας από ότι φαίνεται τις παλιές και επίμονες βεβαιότητες για το αδύνατο του πολέμου μεταξύ μελών του ΝΑΤΟ. Στον δημόσιο διάλογο υπάρχουν βέβαια ακόμη αναλυτές οι οποίοι θεωρούν ότι δεν πρόκειται η Τουρκία να προβεί σε επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδας στο πεδίο γιατί δεν μπορεί να τις υποστηρίξει στρατιωτικά, κάνοντας το λάθος της λογικής ανάλυσης – ένα λάθος που είχε κάνει και ο Στάλιν στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο που θεωρούσε ότι η Ναζιστική Γερμανία δεν επρόκειτο να επιτεθεί στην Σοβιετική Ένωση με ανοικτό το δυτικό μέτωπο προς την Βρεττανία (πράγμα που οδήγησε στην έλλειψη προετοιμασιών για την ναζιστική εισβολή) γιατί σπανίως η λογική υπαγόρευσε τις πολεμικές κινήσεις στην ιστορία- αλλά όλοι πλέον αντιλαμβάνονται ότι η εθνική στρατηγική της Τουρκίας είναι απολύτως συγκρουσιακή ως προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Επί του πεδίου οι στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονται σε ύψιστη ετοιμότητα με συνεχείς ασκήσεις και σε κατάσταση συναγερμού.
Την ίδια στιγμή η Τουρκία αντιμετωπίζει μια σειρά σοβαρών προκλήσεων. Από την μία το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας δημιουργεί ιδιαίτερα μεγάλη πίεση στον στρατιωτικό σχεδιασμό της χώρας καθώς η υφιστάμενη ισορροπία ήδη έχει αρχίσει να ανατρέπεται υπέρ της Ελλάδας με κορύφωση προς τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας, χάρη στην ακύρωση της παραλαβής των πέμπτης γενιάς αεροσκαφών F35 από τις ΗΠΑ και της δυστοκίας για την αναβάθμιση των υπαρχόντων αεροσκαφών F16. Από την άλλη, η κλιμάκωση των διπλωματικών κινήσεων και της επιθετικής ρητορικής απέναντι στην Ελλάδα, παρ’ όλο που στοχεύει κυρίως σε εσωτερικό ακροατήριο, έχει δημιουργήσει διεθνώς ένα κλίμα αντιδράσεων εναντίον της που εστιάζεται στον πρόδηλο παραλογισμό των νομικών επιχειρημάτων της τουρκικής πλευράς.
Εκτός από τα παραπάνω, η Τουρκία αντιμετωπίζει ιδιαίτερα μεγάλες δυσχέρειες στην Συριακή εμπλοκή της. Οι προθέσεις της για περαιτέρω εισβολή στην κουρδική περιοχή της βόρειας Συρίας έχουν σκοντάψει στην αντίδραση τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας και του Ιράν. Τόσο στις όμορες με την Συρία και το Ιράκ περιοχές, όσο και στην κατεχόμενη από τον Τουρκικό στρατό ζώνη, έχουν δεσμευτεί δυνάμεις προερχόμενες από τα δυτικά της χώρας (Θράκη και Αιγαίο) που αναμένουν τις τελικές πολιτικές αποφάσεις. Ωστόσο, φαίνεται ότι η Τουρκία έχει αποδυθεί σε έντονες διπλωματικές προσπάθειες προκειμένου είτε να αφεθεί να επέμβει και να υλοποιήσει τα σχέδιά της για την βόρεια Συρία είτε να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός με την κυβέρνηση της Δαμασκού χάρη στον οποίο η κουρδική διοίκηση θα αδρανοποιηθεί, θα ξεκινήσει ο επαναπατρισμός των Συρίων προσφύγων και θα απεμπλακούν στρατιωτικές δυνάμεις από την περιοχή. Οι δυνάμεις που έχουν δεσμευτεί εκεί δεν επιτρέπουν κινήσεις προς τα δυτικά, πράγμα που εξηγεί την επί του πεδίου του Αιγαίου και της Μεσογείου ηρεμία.
Με όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη προεκλογική περίοδο σε Ελλάδα και Τουρκία, δημιουργείται στην τελευταία μια εξαιρετικά μεγάλη πίεση χρόνου για επιθετικές κινήσεις το δυνατόν συντομότερα καθώς πλέον ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων κάθε μέρα και περισσότερο. Δεν είναι μόνο οι ελληνικές προετοιμασίες. Ο Ρωσοουκρανικός πόλεμος κάποια στιγμή θα φτάσει σε κάποιο τέλος μέσα σε αυτό το έτος και το «παράθυρο ευκαιρίας» στο οποίο η Τουρκία φαντάζει ως σημαντική για τους δυτικούς, ως πολύφερνος νύμφη, θα κλείσει. Η μεγάλη επιρροή που έχει αυτή τη στιγμή η Τουρκία στη Λιβύη βασίζεται σε μια κυβέρνηση ήδη έκπτωτη, η οποία εάν δεν προχωρήσει σε εκλογικές διαδικασίες θα χάσει κάθε διεθνή υποστήριξη ή ανοχή και οι δυνάμεις της Κυρηναϊκής θα ξεκινήσουν και πάλι επιθέσεις κατά της Τρίπολης, βυθίζοντας και πάλι την Λιβύη στον εμφύλιο με την Τουρκία να εμπλέκεται άμεσα. Οι πιέσεις αυξάνονται εκθετικά όσο περνά ο καιρός και δεν υπάρχει εύκολος δρόμος υποχώρησης.
Στον τομέα των ψυχολογικών επιχειρήσεων, η προπαγανδιστική προετοιμασία της τουρκικής κοινής γνώμης συνεχίζεται με έντονους ρυθμούς, με συνεχή ρεπορτάζ που βρίθουν λαθών μέχρι ανοησίας και πολεμικές ιαχές. Η ολοκλήρωση κατασκευής του πρώην αεροπλανοφόρου και νυν ελικοπτεροφόρου «Anadolu» («Ανατολία») χρησιμοποιείται για την τόνωση του εθνικιστικού συναισθήματος με ονειρωξικούς τόνους περί της Τουρκίας ως μεγάλης παγκόσμιας δύναμης. Προωθείται όλο και περισσότερο δε η επανοματοδότηση των νησιών και της θάλασσας του Αιγαίου με Τουρκο-οθωμανικούς όρους από επίσημα χείλη: όλο και περισσότεροι αναφέρονται στο Αιγαίο όχι ως Ege Denizi (Θάλασσα του Αιγαίου) αλλά ως Adalar Denizi (Θάλασσα των Νήσων). Μόλις όμως η συγκρουσιακή πορεία ολοκληρωθεί, το Αιγαίο θα αποκτήσει ένα νέο όνομα στην Τουρκική: Kan Denizi (Θάλασσα του αίματος).
flogovatis.wordpress.com