Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΔΕΣΠΩ ΤΖΑΒΕΛΑ Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΔΕΣΠΩ ΤΖΑΒΕΛΑ
Γράφει η Λίλυ Νούραη Η 25η  Μαρτίου  1821 καθιερώθηκε από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος ως ημερομηνία  έναρξης του απελευθερωτικού  αγώνα, συνδεδεμένη  συμβολικά  με την  γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που σηματοδοτεί... Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΔΕΣΠΩ ΤΖΑΒΕΛΑ

Γράφει η Λίλυ Νούραη

Η 25η  Μαρτίου  1821 καθιερώθηκε από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος ως ημερομηνία  έναρξης του απελευθερωτικού  αγώνα, συνδεδεμένη  συμβολικά  με την  γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που σηματοδοτεί την απαρχή  της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους από τη δουλεία και φθορά της αμαρτίας. Ο Ιησούς είπε στους αποστόλους του: «Εν τη παλιγγενεσία, όταν καθήση ο Υιός του ανθρώπου επί του θρόνου της δόξης αυτού, θέλετε καθήσει και σεις επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ».  

Παλιγγενεσία, θα πει «επαναγέννηση», «αναγέννηση». Και κατά το 1821, οι έλληνες είχαν αποφασίσει να αποτινάξουν τις στάχτες που σκέπαζαν τα καμένα φτερά του Φοίνικα και μαζί τον τουρκικό ζυγό. Και επαναστάτησαν και με τον καιρό και με τους χρόνους, σιγά-σιγά απελευθέρωσαν πολλά κομμάτια της πατρίδας μας, ενώ άλλα, παραδόθηκαν, από τους συμμάχους μας, σε ξένες όμορες χώρες. 

Ώσπου, έφτασε εκείνο το μεγάλο, το θείο ξημέρωμα της Επανάστασης, ανταποκρινόμενο στο ιερό έναυσμα του Ρήγα Φεραίου:

Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,

Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;

Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,

Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.

Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,

Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.

Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,

Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,

Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.

Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής,

O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.

                        Και η επιταγή του πολέμου και ανάγκη για λύτρωση του ελληνικού λαού έγιναν λάβαρα, τα οποία μπήκαν μπροστά και τα ακολούθησαν άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, ακόμη και αμούστακα παιδιά, γιατί σε στιγμές τέτοιες, όλοι δίνουν και την ψυχή και το σώμα τους.

Μαζί με τους αρματολούς και κλέφτες, συντάχθηκαν πολλές γυναίνες, αντρειωμένες, οι οποίες ζώστηκαν και εκείνες τα άρματα κι ανέβηκαν στα βουνά και από εκεί πολεμούσαν τον κατακτητή.

Κι αυτό το πλήθος των ηρώων, τους θαύμασαν στον κόσμο όλο και τους θεώρησαν παράδειγμα φιλοπατρίας. Και οι ομοεθνείς τους στιχοργοί, διηγούνταν σε στίχους, το ξεκίνημα και την πορεία τους, όπως σε αυτό το δημοτικό τραγούδι:

Σαράντα παλλικάρια από τη Λιβαδειά

πάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.

Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ΄ απαντούν.

-Γειά σου, χαρά σου, γέρο -Καλώς τα τα παιδία

Πού πάτε παλικάρια, που πάτε ρε παιδιά;

-Πάμε για να πατήσουμε τη Ντροπολιτσά.

-Ώρα καλή παιδιά μου να πάτε στο καλό.

-Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.

-Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιάτί γέρασα΄

-μόν΄ πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,

πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά,

που ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,

που ξέρει και τις βρύσες πόπινα νερό….

                        Πολλές, σε όλη την Ελλάδα, και οι γυναίκες, οι οποίες συνέβαλαν στον «αγώνα» κάποιες από τις οποίες ξεχώρισαν για το θάρρος και την αυτοθυσία τους, όπως η Δέσπω Τζαβέλα, ανάμεσα στις άλλες, οι οποίες σθεναρά και σαν άντρες στάθηκαν απέναντι στον εχθρό.

                     Για την Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει η Καλλιρρόη Παρρέν: «Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει από τους Σουλιώτες στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή.
         « Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλουν υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς, επίσης Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός και της αποδόθηκε ο βαθμός ταγματάρχου».


         Στις αρχές του Δεκεμβρίου 1803 το Σούλι έπεσε. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1803 υπεγράφη η Συνθήκη παράδοσης, διά της οποίας οι Σουλιώτες ένοπλοι θα μπορούσαν να μεταβούν όπου ήθελαν. Ο Αλή πασάς, όμως, , δεν τήρησε την συμφωνία και διέταξε την εξόντωση των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν επιζήσει. Εκείνοι προσπάθησαν να διαφύγουν και εβδομηντα-οκτώ άτομα έφτασαν στο χωριό Ρινιάσα, μεταξύ Πρέβεζας και Άρτας.

Στις 23 Δεκεμβρίου μπήκαν στο Σούλι στίφη Τούρκων και πολλούς από τους κατοίκους κατέσφαξαν ενώ και άλλους πολλούς έπιασαν αιχμάλωτους. Ανάμεσά τους και ο ήρωας Φώτος Τζαβέλας.  Ωστόσο, η  γυναίκα του, Δέσπω, κατόρθωσε να κλειστεί έγκαιρα, μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες τής οικογένειάς της, δέκα κόρες, νύφες και εγγονές της σε ένα πύργο, ο οποίος έφερε την ονομασία «Κούλα, (στα αρβανίτικα «πύργος»), του Δημουλά», όπου ταμπουρώθηκαν και προέβαλλαν αντρεία αντίσταση, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως σύντομα κατάλαβαν πως οι Τούρκοι τελικά θα έσπαγαν την αντίστασή τους και θα τις αιχμαλώτιζαν.

Η Δέσπω, σαν αρχηγός των γυναικών αυτών, τις συγκέντρωσε,τους μίλησε για την οδυνηρή κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν, θέτοντάς τους το δίλημμα αν ήθελαν να παραδοθούν, οποότε θα ατιμάζονταν, ή να καταφύγουν από μόνες τους στον θάνατο.  Ανάμεσα στα δύο, αυτές ομόφωνα εδιάλεξαν τον θάνατο, για μην γίνουν σκλάβες του πασά και κηλιδωθεί η τιμή τους. 

Τότε, ήταν λοιπόν που η Δέσπω Τζαβέλα  τους ζήτησε να μαζέψουν όλο το μπαρούτι που υπήρχε εκεί, στη μέση του πύργου,  και αγκάλιαζοντάς-τες μία-μία χωριστά, έβαλε φωτιά στο πυρομαχικό και κάηκαν όλες.

 Σημαδιακό ήταν πως η ημέρα εκείνη, ήταν η 25η Δεκεμβρίου του 1803, υπερασπιζόμενες τις οικογένειές τους, τους εαυτούς τους, τους συμπολίτες τους, όλους γτους σκλαβωμένους Έλληνες,  τα όσια και ιερά της πατρίδας.

Σε αυτές τις γυναίκες, και πάλι εκείνοι οι ποιητές που ανέστησαν από στόμα σε στόμα την δημοτική μας Ποίηση αφιέρωσαν πολλούς στίχους, όπως και αυτούς, οι οποίοι ανταποκρίνονται στην περίπτωση της Δέσπους Τζαβέλα και των γυναικών που την ακολουθούσαν στον πόλεμο και στον θάνατο υερασπιζόμενες «Βωμούς και πατρίδες» τους:

-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;

-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.

Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.

Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:

«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.

Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».

«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,

η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».

Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:

«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε».

και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.

error: Content is protected !!