Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να προσπαθείς να ηρεμήσεις φίλους, όχι από θυμό αλλά από στενοχώρια. Και, μάλιστα, όταν η πηγή αυτής της στενοχώριας δεν είναι κάτι από τις γνωστές τρικυμίες της ζωής αλλά ένα εκλογικό αποτέλεσμα.
Αυτές οι γραμμές λοιπόν γράφονται για τους φίλους που η επικράτηση της ΝΔ του Μητσοτάκη τους κόστισε ψυχολογικά λιγότερο από την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Για τους φίλους, που αν και βαθιά φιλοσοφικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν αυτό το γεγονός ως ράπισμα σε αυτούς τους ίδιους, ενώ σίγουρα δεν θα έπρεπε. Και επειδή υποχρεωτικά το θέμα έχει πολλές παραμέτρους και προεκτάσεις, τους ζητώ συγγνώμη που αυτό το κείμενο θα είναι μακροσκελές.
Η πολιτική φύση της Αριστεράς
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια οι πολιτικά ενεργοί Έλληνες χωρίζονται σε δεξιούς και αριστερούς- όπως άλλωστε και ο κόσμος ολόκληρος πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Με απλά λόγια, χωρίς να μπούμε σε περιγραφικές αναλύσεις και κοινωνικο-ιστορικές καταβολές, ο δεξιός είναι ο «συντηρητικός», ο μετέχων της επίσημης παιδείας και των κατεστημένων ιδανικών περί πατρίδας, θρησκείας και οικογένειας – αλλά ως προτάγματα. Δεν κλείνει τα μάτια στην κοινωνική αδικία, στις παθογένειες του οικονομικού συστήματος ή στις παρεκβάσεις της εξουσίας – όλα αυτά όμως τα θεωρεί αξιολογικά κατώτερα των βασικών του προταγμάτων. Ο δεξιός δεν πρεσβεύει κάποια επαναστατική κοσμοθεωρία, με την έννοια μιας θεωρία ριζικής αλλαγής της κοινωνικής δομής, αν και διόλου δεν στερείται επαναστατικότητας όταν διαπιστώνει ότι τα βασικά προτάγματα παραβιάζονται. Με όλα αυτά, ο δεξιός έχει απαντήσεις για θέματα πατρίδας, έθνους, θρησκείας και αξίας του οικογενειακού θεσμού, αλλά δεν έχει απαντήσεις για την εξέλιξη του κοινωνικοοικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για το εύρος των ατομικών ελευθεριών, για την ισότητα των κοινωνικών τάξεων και έχει έναν ορισμό της ελευθερίας που βασίζεται στα δικά του προτάγματα.
Από την άλλη ο αριστερός ακολουθεί κάποια κοσμοθεωρία ρήξης, μία από τις θεωρίες που εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της λεγόμενης «κριτικής θεωρίας». Τα προτάγματά του αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη (που την ζητά σε απόλυτο βαθμό), το εύρος των ατομικών ελευθεριών (στο οποίο ζητά το μάξιμουμ δυνατό, αναλόγως της κάθε συγκεκριμένης θεωρίας), την ισότητα των τάξεων και ορίζει την ελευθερία με βάση αυτά. Η επαναστατικότητα είναι στοιχειώδες χαρακτηριστικό της ίδιας της αντίληψης εαυτού του και του πρίσματος μέσα από το οποίο κοιτά τον κόσμο. Όπως και ο δεξιός, δεν κλείνει τα μάτια στα ζητήματα της εθνικής ελευθερίας/ ανεξαρτησίας, της αξίας της οικογένειας- ακόμα και της θρησκείας. Αυτά όμως είτε τα θεωρεί υποδεέστερα είτε απλώς τα ανέχεται, χωρίς να δίνει απαντήσεις στα ζητήματα αυτά, θεωρώντας τα σε μεγάλο βαθμό ως απότοκα του καπιταλιστικού συστήματος τα οποία, με την καταργησή του, θα βρουν τις λύσεις τους σχεδόν αυτόματα.
Αυτά σε γενικές γραμμές, γιατί μια πιο εμπεριστατωμένη διατύπωση θα απαιτούσε συγγραφή βιβλίου και όχι ενός ταπεινού άρθρου.
Επειδή, λοιπόν, ούτε η δεξιά ούτε η αριστερά μπορούν να δώσουν εύκολες και απόλυτες απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα (σε ότι δεν μπορούν απλώς συστήνουν υπομονή) δημιουργήθηκε η ιδέα του «κέντρου». Ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Θεωρητικά, όλα τα προτάγματα και των δύο είναι ισάξια και πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα. Πρακτικά, άρνηση του ρόλου της ιδεολογίας, η μήτρα από όπου βγαίνουν οι «τεχνοκράτες». Θεωρητικά η λύση για ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα με ανθρώπινο πρόσωπο. Πρακτικά, ο χώρος στον οποίο συνωστίζονται οι παραιτημένοι των ιδεολογιών είτε της δεξιάς είτε της αριστεράς για να δικαιολογήσουν την μεταπήδησή τους σε αυτό που θα αποκαλέσουν, με τρόπους ειδικών στο μάρκετινγκ, «πραγματικότητα».
Μετά την πάρα πολύ συνοπτική χαρτογράφηση του πολιτικού ιδεολογικού κόσμου, ερχόμαστε στον χώρο της Αριστεράς. Δεν θα αναφερθούμε καθόλου ούτε σε ιστορικά στοιχεία, ούτε στον ρόλο που έπαιξε ή δεν έπαιξε στην ελληνική ιστορία και την διαμόρφωση τάσεων, πολιτικών ακόμα και αισθητικών στην ελληνική κοινωνία. Θα πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με την Δεξιά, εκεί δεν υπάρχουν ιερά βιβλία, δεν υπάρχουν απόλυτες απόψεις και εκ θεού ή εκ σοφού κατευθύνσεις που υποχρεωτικά πρέπει κάποιος να ακολουθεί για να χαρακτηριστεί αριστερός. Δεν υπάρχει η συστράτευση που παρατηρείται στη Δεξιά όταν υπάρχει ο κίνδυνος «να επικρατήσουν οι άλλοι». Μέσα σε αυτό τον χώρο υπάρχουν μαρξιστές, κομμουνιστές (σταλινικοί και τροτσκιστές), ελευθεριακοί και πολλοί άλλοι που ακολουθούν τις άπειρες εκφάνσεις της κριτικής θεωρίας. Στην Αριστερά εντάσσονται και ο Αξελός, και ο Ρίτσος, και ο Καστοριάδης, και ο Παπαϊωάννου. Και ενώ μέσα σε αυτόν τον χώρο υπάρχει ένας διακριτός πόλος, το ΚΚΕ, υπάρχει μια απίστευτη ποικιλία σκέψης, θεωριών- ακόμα και αισθητικής. Αλλά σε ότι αφορά την Ελληνική Αριστερά, υπήρξαν δύο γεγονότα, τραυματικά θα έλεγε κανείς, που καθόρισαν την πορεία της.
Ιστορίαδύοτραυμάτων
Το πρώτο γεγονός είναι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Για την μεν φιλοσοβιετική αριστερά αυτό σήμανε την καταστροφή του υπάρχοντος υποδείγματος που λατρευόταν, ενίοτε, ως ο επί γης παράδεισος. Το δε χειρότερο ήταν ότι οι λαοί που προήλθαν από την Σοβιετική Ένωση έγιναν αντικομμουνιστές και θεωρούν την Σοβιετική περίοδο τραυματική ή αν μη τί άλλο το λιγότερο αρνητική.
Για την αντισοβιετική αριστερά, είτε των ευρωκομμουνιστών είτε των άλλων ιδεολογικών τάσεων, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν η απώλεια του βασικού σημείου κριτικής τους στην εκδοχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αν και από την μία πλευρά ήταν μια δικαίωση της κριτικής τους, από την άλλη ήταν ένα ράπισμα προς την εφικτότητα των αριστερών ιδεών εν συνόλω.
Όσο περνούσε ο χρόνος, όμως, αποδείχτηκε ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης θεωρήθηκε από την άλλη πλευρά του φάσματος ως απόλυτος θρίαμβος και επικράτηση. Μιλούσαν για το τέλος της ιστορίας (αποδεικνύοντας πόσο μικρή σχέση είχαν μαζί της), μιλούσαν για ξεπερασμένες θεωρίες και ξεπερασμένες αιτιάσεις, μιλούσαν για το λαμπρό μέλλον των νικητών. Και στην Ελλάδα, εθνικός στόχος σταμάτησε να είναι η ελευθερία, η ανεξαρτησία, τα εθνικά δίκαια ή το καλύτερο μέλλον των Ελλήνων και έγινε το ευρώ – μια διαδικασία που ονομάστηκε «εκσυγχρονισμός». Μετά, ήρθαν οι παγκόσμιες κρίσεις και οι πόλεμοι στην γειτονιά, με αποκορύφωμα την κρίση χρέους της Ελλάδας του 2010 και τα «μνημόνια».
Και τότε συνέβη το δεύτερο γεγονός. Για πρώτη φορά, η Αριστερά στην εξουσία.
Αυτό έγινε με έναν περίεργο τρόπο. Δεν υπήρξε η άνοδος στην εξουσία της Αριστεράς αποτέλεσμα διεργασιών στην κοινωνία που ενέταξαν πλατύτερες μάζες σε αυτήν: υπήρξε, όπως έλεγε ένα παλιό κομμουνιστικό απόφθεγμα «ώριμο τέκνο της οργής». Μιας οργής διάχυτης σε όλο το φάσμα όμως, χωρίς να υπάρχει η στοιχειώδης συμφωνία για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί – απλώς, μια συνειδητοποίηση ότι εξαπατήθηκαν από ένα πολιτικό σύστημα που τράφηκε πλουσιοπάροχα επί δεκαετίες και που σε εκείνη τη στιγμή κουνούσε στον λαό το δάκτυλο. Το φούσκωμα των πανιών της Αριστεράς, στην μορφή του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ήρθε από τον δίαυλο που είχε δημιουργηθεί από την δεκαετία του 80 από τον Ανδρέα Παπανδρέου: όπως τότε οι Αριστεροί προσέφεραν τις κρίσιμες ψήφους για την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, έτσι και σε εκείνη την περίοδο οι κεντρώοι (κεντροαριστεροί, όπως θέλετε πείτε τους) πέρασαν στον ΣΥΡΙΖΑ (το διάδοχο σχήμα του ΚΚΕ Εσωτερικού, του Συνασπισμού της Αριστεράς κλπ.) δηλώνοντας την απαξία τους για αυτό που μέχρι τότε στήριζαν με όλη τους την ψυχή.
Η Αριστερά με την μορφή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η μερίδα εκείνη της Αριστεράς που είχε μεν κοινοβουλευτική παρουσία, αλλά μικρότερη πάντα από το ΚΚΕ και ήταν αριθμητικά ευχαριστημένη με το ποσοστό του 4%. Άλλωστε, δεν ήταν καν κόμμα αλλά ένας συνασπισμός μικρών κομμάτων με ιδεολογίες αριστερές μεν, αντιτιθέμενες δε και με συνεχείς εσωτερικές τριβές των λεγόμενων «τάσεων». Στο εκλογικό θυμικό είχε γραφτεί ως η «μαλακή» Αριστερά, χωρίς την κομμουνιστική μαχητικότητα, ως ένας πολιτικός χώρος κατά το μάλλον ή ήττον διανοουμενίστικος και αρκετά ρομαντικός. Αυτά τα χαρακτηριστικά, που μέχρι το 2010 θεωρούνταν αρνητικά για την επιρροή του σε πλατύτερες εκλογικές μάζες, έγιναν ξαφνικά ένας πραγματικός μαγνήτης για μια καινούρια κατηγορία πολιτικών υποκειμένων: τους «αγανακτισμένους».
Και έτσι, ενώ το 2009 αυτοί που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν 315.665 (4,60%), το 2012 έγιναν 1.061.928 (16,78%) τον Μάϊο και 1.655.022 (26,89%) τον Ιούνιο. Φυσικά, ήξεραν όλοι ότι δεν είδαν το φως το αληθινό έξαφνα 1.300.000 άνθρωποι και ανακάλυψαν τις ιδεολογίες που εκπροσωπούνταν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Την τάση αυτή του εκλογικού σώματος την είχαν εκλάβει στην Αριστερά τότε, δικαίως ως υποστήριξη για πρωτοπορία σε έναν αγώνα εναντίον του «σεσηπότος» συστήματος αφού υπήρχε το ηθικό πλεονέκτημα του ότι ποτέ δεν διαχειρίστηκαν θέσεις εξουσίας. Η διατύπωση μάλιστα περί ηθικού πλεονεκτήματος ήταν τότε ικανή να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου όλων εκείνων που επί δεκαετίες διεκδικούσαν την ψήφο του λαού ως ηθικοί πολίτες, προστάτες των αδυνάτων, ρέκτες των συμφερόντων του (ή, τέλος πάντων, με κάποιες… ασήμαντες αδυναμίες ενίοτε).
Και η κορύφωση ήρθε το 2015. Στις εκλογές που έγιναν τον Γενάρη αυτής της χρονιάς, 2.245.978 πολίτες (36,34%) ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ! Παρ’ όλο το πρωτοφανές για την αριστερά ποσοστό όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ για να σχηματίσει κυβέρνηση ήρθε σε συνεννόηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Π. Καμμένου – ένα κόμμα προερχόμενο από την λαϊκή δεξιά της ΝΔ, Καραμανλικών καταβολών αλλά με κάποιες ακραίες δεξιές τάσεις. Εκείνη την στιγμή, η μουσική της Αριστεράς απέκτησε το πρώτο της φάλτσο: προκειμένου να κατακτηθεί η εξουσία, στην πραγματικότητα απλώς να σχηματίσει κυβέρνηση, ο Συνασπισμός τη Ριζοσπαστικής Αριστεράς άρχισε να πετά την ριζοσπαστικότητα και κάποια μικρά κομμάτια από την Αριστερά. Να σημειωθεί όμως, ότι οι επιλογές δεν ήταν και τόσες πολλές: τρίτο κόμμα ήταν η Χρυσή Αυγή (6,92%), τέταρτο κόμμα το «Ποτάμι» (6,05%) (εξ αρχής αντιληπτό ως «λαγός» μιας συνεννόησης ΝΔ & ΠΑΣΟΚ), πέμπτο κόμμα το ΚΚΕ (5,47%) (που σταθερά πάντα μετά βδελυγμίας απέρριπτε κάθε συμμετοχή του σε κυβέρνηση του αστικού συστήματος), έκτο κόμμα οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» (4,75%) και έβδομο κόμμα το… ΠΑΣΟΚ (4,68%) (sic transit gloria mundi). Οι μόνοι που δέχονταν να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία, κυρίως για την αναδιαπραγμάτευση των μνημονίων που είχαν υπογραφεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, ήταν οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες». Αλλά πόσο ιδεολογικά «πρέπον» είναι η με κάθε ανίερη συμμαχία επιδίωξη ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας την ώρα που οι ιδεολογικές κατευθύνσεις σου είναι η ριζική αλλαγή της φύσης της εξουσίας και του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας;
Λόγω των εκτάκτων περιστάσεων, δηλαδή την επικρεμάμενη των κεφαλών των Ελλήνων πτώχευση και το μνημονιακό λαβύρινθο, αυτό το ζήτημα φάνηκε να υποχωρεί. Άλλωστε, η υπόθεση αυτή ένωνε ακόμη και τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ – τουλάχιστον σε επίπεδο εκλογέων, διότι σε επίπεδο πολιτικών φορέων… «βάστα Σόϊμπλε»- στην κοινή προσπάθεια. Αλλά τότε, πάλι η μουσική της Αριστεράς άρχισε να έχει ολόκληρες συγχορδίες φάλτσες…
Οι απόψεις του Λαπαβίτσα για εθελοντική έξοδο στην δραχμή με πολλές προϋποθέσεις που έπρεπε να εξασφαλιστούν σε συνδυασμό με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές για δημιουργία παραγωγικής οικονομίας, ήταν μειοψηφικές. Επικράτησαν οι απόψεις του Βαρουφάκη, οι οποίες στην πραγματικότητα ήθελαν την Ελλάδα να ξεκινά μια πανευρωπαϊκή λογική συζήτηση για την ευρωπαϊκή οικονομία και τον τρόπο λειτουργίας της Ε.Ε.. Η αποτυχία ήταν παταγώδης, φυσιολογικά μάλιστα αφού οι συνομιλητές ήταν και πολιτικά αντίθετοι και έλκοντες πολλά οφέλη από τις λύσεις των μνημονίων. Και ενώ ο λαός σε ποσοστό άνω του 60% στο δημοψήφισμα πραγματικά διατράνωσε την θέλησή του για την μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε μπροστά σε μία κατάσταση που έπρεπε, ειδικά λόγω της αριστερής του ιδεολογίας, να την γνωρίζει: εκαλείτο να διαχειριστεί μια χώρα χωρίς παραγωγική δομή, καταχρεωμένη, απειλούμενη εθνικά και, σε περίπτωση που ακολουθηθεί ο δρόμος της ρήξης με την Ε.Ε., στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου (γιατί το 38,69% που ψήφισε «ναι» στο δημοψήφισμα ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν θα δεχόταν στωϊκά τη θέληση της πλειοψηφίας). Και όλα αυτά, διανθισμένα με Λαφαζάνειες επαναστατικές γυμναστικές για έφοδο στο Νομισματοκοπείο και άλλα πολλά που θρυμμάτιζαν την εικόνα της αριστεράς από παράταξη επιστημόνων σε παράταξη γραφικών.
Δεν είναι σκόπιμο να ασχοληθούμε όμως ούτε με το δημοψήφισμα αυτό καθαυτό, ούτε με τα αποτελέσματά του. Αυτό είναι μια δουλειά που μόνο σε ιδιαίτερη μελέτη μπορεί να γίνει και μάλιστα σε χρόνο ύστερο προκειμένου να διακριβωθούν όλα τα νήματα των συνεπειών του. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι η προκήρυξη εκλογών από τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ακύρωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος από την κυβέρνησή του δια της συμφωνίας που συνομολόγησε με τους «θεσμούς» λίγες μέρες μετά από αυτό το δημοψήφισμα. Οι εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 προκηρύχτηκαν ως μόνη διέξοδος της Αριστεράς από αυτή την σωρεία ιδεολογικών αποκλίσεων στις οποίες είχε πέσει και που ήδη δημιουργούσαν τριγμούς στον ιστορικό του πυρήνα. Έχει γραφεί πολλές φορές ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ περίμενε ως απόλυτα φυσιολογική εκλογική ήττα – μια ήττα που θα έδινε χρόνο στο κόμμα να μπορέσει να αμβλύνει τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του και ει δυνατόν να εγκολπώσει ιδεολογικά όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των νέων ψηφοφόρων του. Η μουσική της Αριστεράς έπρεπε κάπως να μην έχει άλλα φάλτσα. Αλλά αντιμετώπισε μια πολύ μεγάλη έκπληξη: κέρδισε.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 1.926.526 ψήφους (35,46%). Δηλαδή παρ’ όλα όσα έγιναν, τα φάλτσα, τις ιδεολογικές αποκλίσεις, το τραύμα των capital controls και την συνθηκολόγηση με τους θεσμούς (τους «επικυρίαρχους»), οι εκλογικές του απώλειες ήταν μόλις 0,88%. Οι απώλειες των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» ήταν παραπάνω, της τάξης του 1,06%, αλλά κατάφεραν να ψηφιστούν από 200.532 πολίτες (3,69%). Αμέσως, ανανεώθηκε η συνεργασία του Γενάρη και οι 149 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ενώθηκαν με τους 10 των Αν.Ελ. και συνέπηξαν την κυβέρνηση που οι φανατικοί της αντίπαλοι, με πρόδηλη την ημι-λούμπεν αισθητική τους αποκάλεσαν «Κυβέρνηση Συριζανέλ». Από εκείνη την στιγμή, η Αριστερά μπήκε στην φάση της μεγάλης της ταυτοτικής κρίσης.
Πρώτη φορά Αριστερά (;)
Η κριτική της κυβερνητικής περιόδου 2015-2019 δεν είναι μέσα στα πλαίσια αυτού του κειμένου. Το τί και πως έγινε, όπως και το γιατί, θα γραφτεί αργότερα σε ιστορικές μελέτες που θα κρίνουν και θα ζυγίσουν αμερόληπτα το πρόσημο που είχε. Εμείς θα σταθούμε σε ένα μόνο ζήτημα: πόσο αριστερή ήταν αυτή η κυβέρνηση;
Η απάντηση είναι πως δεν ήταν καθόλου. Αν και υπήρξαν πολύ μικρά θετικά βήματα σε ορισμένους τομείς, κυρίως στα εργασιακά και στην παιδεία, η εφαρμογή με τεράστιο ζήλο των μνημονιακών δεσμεύσεων εν είδει ληστρικής επιδρομής σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών όπως λ.χ. τους συνταξιούχους. Πέρα από αυτό, που φυσικά είναι πολύ βασικό, καμμιά θεσμική αλλαγή που ιδεολογικά επιβάλλεται σε μια κυβερνητική εξουσία που έλκει το στίγμα της στην αριστερά δεν έγινε. Ούτε εμβάθυνση της αυτοδιοίκησης, ούτε εξυγίανση του δημόσιου τομέα, ούτε εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών, ούτε δημιουργία θεσμών κοινωνικής προστασίας έγιναν. Αντίθετα μάλιστα, άνοιξαν οι δρόμοι για αυτούς που πάντα η αριστερά κατηγορούσε σαν αιμοδιψείς ολιγάρχες.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι συνθήκες του εθνικού περιβάλλοντος έδειξαν την εγγενή αδυναμία της αριστεράς να αντιμετωπίσει εθνικά θέματα. Σε αυτά μπορεί να ενταχθεί σε ένα βαθμό η μεταναστευτική κρίση στον βαθμό εκείνο που δεν υπήρξε η παραμικρή προσπάθεια ανάσχεσης του προσφυγικού κύματος και η θέση του ζητήματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με αποτέλεσμα την δημιουργία προσφυγικών στρατοπέδων σε διάφορα σημεία της χώρας που την έκαναν αποθήκη ψυχών για στρατολόγηση επιθυμητών μεταναστών από τις χώρες του βορρά. Και φυσικά ήταν καθήκον, πανανθρώπινο καθήκον, να βοηθηθούν οι άνθρωποι της προσφυγιάς – μόνο που πάνω σε αυτό το καθήκον χτίστηκαν αλλότρια συμφέροντα. Αλλά εκεί που αποδείχτηκε η αδυναμία για την οποία συζητάμε, ήταν η συμφωνία των Πρεσπών.
Το σημαντικό λάθος του ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση αυτή ήταν η απόφασή του να την «υιοθετήσει» απόλυτα σαν δικό της έργο. Δεν συγκάλεσε κάποιο εθνικό συμβούλιο για το θέμα. Δεν εξήγησε εξ αρχής ότι το όνομα του γειτονικού κράτους ως «Βόρεια Μακεδονία» ήταν η επίσημη θέση της Ελλάδας από την εποχή των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή («σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό»). Και δεν θέλησε να συντονίσει προσπάθειες από όλα τα κόμματα και μερίδες προκειμένου να επιτευχθεί ένας πού καλύτερος και ακριβέστερος ορισμός της «μακεδονικής γλώσσας» και της «μακεδονικής εθνότητας». Το αποτέλεσμα ήταν να χρεωθεί ως εθνική αποτυχία η «Συμφωνία των Πρεσπών» και, μάλιστα, να γίνει το όνομα των θαυμάσιων αυτών λιμνών συνώνυμο της εθνικής ενδοτικότητας.
Όλες αυτές οι αποκλίσεις από την αριστερή ταυτότητα ήδη είχαν μετατοπίσει το κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Σοσιαλδημοκρατία. Και αυτό ήταν πραγματικά ανήκουστο για τις αριστερές ιδεολογίες αφού αποδείκνυε, και μάλιστα εμφαντικά, ότι αυτό που ενδιέφερε τους πρώην ιδεολόγους ήταν η καρέκλα της εξουσίας, πράγμα που θα οδηγούσε στην μοιραία κατάληξη των Σοσιαλδημοκρατών: στην απορρόφησή τους από τα κεντροδεξιά πολιτικά κέντρα. Με όρους Οκτωβριανής επανάστασης, από μπολσεβίκοι, μενσεβίκοι.
Και αυτή η απορρόφηση από αυτό που λέγεται κοινώς «σύστημα» φάνηκε καθαρά στην οικτρή επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης της λαίλαπας στο Μάτι. Δεν χρειάζεται να πει κανείς κάτι παραπάνω σε αυτό, ούτε για τα αίτια, ούτε για ευθύνες- έχουν ήδη αναλυθεί όλα και από πλευράς επικοινωνιακής και από πλευράς ιστοριογραφικής αλλά και από πλευράς δικαιοσύνης.
Το βασικό σημείο σε όσα έγιναν κατά την διάρκεια της «Πρώτης φοράς Αριστερά» κυβέρνησης είναι ότι η απόκλιση από τις ιδεολογικές αναφορές ήταν τόσο μεγάλη, που πια το περιεχόμενο του όρου «Αριστερά» τέθηκε εν αμφιβόλω. Ο μόνος πολιτικός χώρος που πεισματικά δεν άλλαξε τα επαναστατικά του προτάγματα έγινε ο κομμουνιστικός του ΚΚΕ. Όλες οι άλλες αριστερές ιδεολογικές τάσεις φάνηκαν να συγκλονίζονται, να μην υποστηρίζουν πλέον προγράμματα καθολικής ρήξης με το υπάρχον σύστημα ή προτάσεις για έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Η Αριστερά πια έγινε μια στάση, μια νοοτροπία, ένα φως που φωτίζει διαφορετικά το ίδιο πράγμα. Και σε αυτό βοήθησαν κάποιοι πρώην Αριστεροί, που στρατευμένοι πια βαθιά στο αντίπαλο στρατόπεδο, συνέδεαν την αριστερή ιδεολογία με τις ψυχολογικές αναστατώσεις της εφηβείας, με άγνοια και ανωριμότητα και με άλλα παρόμοιας φύσης πράγματα – μεταφέροντας στην αριστερά τα δικά τους βιώματα και τις δικές τους ψυχικές διακυμάνσεις.
Όσο και αυτοί που έβρισαν την αριστερά το έκαναν με έναν συμπλεγματικό τρόπο που αφαιρούσαν από τους λόγους τους την όποια ουσία, άφησαν πάντα πίσω τους μια κοπριά μίσους. Αποτέλεσαν δε την μαγιά αυτού που σχηματοποιήθηκε σε «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο». Γιατί παρ’όλο που υπήρχαν άπειρα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της «αριστερής» κυβέρνησης, αυτά που καταλογίστηκαν ήταν άλλοτε ψευδολογίες άλλοτε ανοησίες.
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά έγιναν σε μια εποχή που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν αναφανδόν εναντίον της τότε κυβέρνησης. Ορισμένα δε άρθρα ήταν κηρύγματα μίσους. Λέγεται ότι αιτία ήταν η απόλυτη αποκοπή τους από τον γαλακτοφόρο μαστό του κρατικού κορβανά σε συνδυασμό ότι η διαχείριση των οικονομικών ήταν ασκανδάλιστη: ποιοι ήταν αυτοί οι αριστεροί, που τελικά δεν ήταν κατσαπλιάδες από ότι αποδείχτηκε αλλά απόλυτα συνυφασμένοι με το υπάρχον σύστημα, που έδειχναν τον παραδοσιακό διεθνισμό τους (που περισσότερο εφαρμόστηκε από δεξιές κυβερνήσεις-σιωπηλά βέβαια) και που το βάζο με το μέλι δεν το άνοιγαν; Η προσπάθεια του Παππά για δημιουργία μέσου πιο φιλικού προς τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός από ανόητη ήταν και σαν παγίδα που ο λαγός έπεσε μέσα. Ήταν δε αρκετή για να κηλιδώσει την πάγια ιδεολογική περί ελευθερίας του τύπου θέση της αριστεράς. Άλλο ένα φάλτσο μέσα στα τόσα – πλέον η μελωδία έγινε φασαρία…
Αλλά ο πολύς κόσμος δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με ιδεολογικές αποκλίσεις και την ουσία της φύσης των πραγμάτων. Ο λαός κοιτά πρόσωπα: πρέπει κάθε πράγμα να έχει ένα πρόσωπο. Αυτή την πρακτική έχει μάθει εδώ και δεκαετίες – στο συλλογικό ασυνείδητο δεν υπάρχει «περίοδος σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης» αλλά «περίοδος Ανδρέα», δεν υπάρχει «περίοδος κυβέρνησης κοινωνικού ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» αλλά «Περίοδος Καραμανλή». Ο κομμουνισμός ως ιδεολογία συνοψίζεται από τις κεφαλές της «αγίας τριάδας» των κομμουνιστών (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν). Ίσως να είναι κατάλοιπο την εποχής των ηγεμόνων, ίσως να προέρχεται από τις θρησκευτικές καταβολές της ανθρωπότητας, ίσως να είναι μια έμφυτη τάση για ανθρωποποίηση των εννοιών – ότι και να είναι, έχει χρησιμοποιηθεί από όλους. Δεν είναι φυσικά εξαίρεση και η Αριστερά σήμερα. Το κεντρικό πρόσωπο, γιατί υπάρχουν και άλλα ας πούμε περιφερειακά, είναι ο Τσίπρας.
Το πρόσωπο, τα πρόσωπα και οι φάτσες
Θυμάμαι την εποχή που κυβερνούσε η «πρώτη φορά αριστερά», έναν γνωστό μου αυτοπροσδιοριζόμενο ως «παλαιοδεξιό νεοδημοκράτη» και την έκφραση απόλυτου μίσους που αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του όταν έβλεπε φωτογραφία του Τσίπρα. Τον θεωρούσε σύμβολο όλων αυτών που μισούσε, χωρίς καν να μπορεί να τα προσδιορίσει. Για την ιστορία, μάλλον ο λόγος του μίσους είναι ότι δεν μπορούσε να επιτύχει μια χαριστική μετάθεση για τον γιο του στο Πολεμικό Ναυτικό (την πέτυχε μόλις άλλαξε η κυβέρνηση).
Ο Τσίπρας ως πρόσωπο δεν είναι σίγουρα αδιάφορο.
Από την πλευρά των δεξιών είναι το πρόσωπο της φρίκης. Ένας αριστεριστής φοιτητής, πρώην Κνίτης, που κατάφερε να γίνει αρχηγός ενός μικρού κόμματος αρχικά και μετά έφτασε να γίνει πρωθυπουργός. Ένα πρόσωπο που συμβολίζει τους μπαχαλάκηδες, την 17Ν, τους δολοφόνους της Marfin. Ένας πολιτικός αρχηγός και πρωθυπουργός που δεν φοράει γραβάτα! Γιατί η γραβάτα είναι το οπτικό σύμβολο αυτού που θεωρούν σοβαρότητα, ένα έμβλημα ότι άσχετα με το τί λέει ανήκει στο οικείο πολιτικό σύστημα, ενταγμένος, συμβιβασμένος. Και το χειρότερο, δεν ήξερε καλά αγγλικά και έκανε ρεζίλι το ελληνικό έθνος (από τα αρχαία χρόνια αγγλόφωνο ως γνωστόν…) – αλλά τί να περιμένεις από κάποιον που έβγαλε δημόσιο πανεπιστήμιο και όχι το Χάρβαρντ…
Από την πλευρά των πρώην αριστερών ο Τσίπρας είναι το… κάθαρμα που πέτυχε να φτάσει στην ψηλότερη πολιτική θέση όχι μόνο χωρίς να αποκηρύξει την ιδεολογία του αλλά χρησιμοποιώντας την. Είναι σαν η νεότητά τους να στάθηκε μπροστά τους και να τους εγκαλούσε για την πορεία τους. Το αφήγημα που χρόνια έχει χτιστεί με τον αριστεριστή νέο που μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στην αγορά συντηρητικοποι-είται και απορρίπτει όσα πίστευε ως φενάκες (σαν μια παλιά ταινία με τον Κωνσταντάρα όπου απευθυνόμενος σε έναν νεαρό του είπε «αφήστε να πιάσετε και εσείς μια δουλειά, να βγάλετε παραδάκι, και τότε θα μου λέτε και εσείς φέρτε μου κατεστημένο»), κλονίστηκε. Και αυτό δεν μπόρεσαν ποτέ να το συγχωρέσουν.
Από την πλευρά των κομμουνιστών ο Τσίπρας δεν είναι κάτι διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο ρεβιζιονιστή ή οπορτουνιστή. Υπάρχει σαφώς μια αντιπάθεια και μια απόρριψη ειδικά εξ αιτίας των προσπαθειών του να μπει και το ΚΚΕ στο κυβερνητικό εγχείρημα, αλλά όχι το μίσος. Και, φυσικά, η μεταμόρφωση από αριστερό σε οιονεί σοσιαλδημοκράτη στα μάτια τους ήταν η μεγαλύτερη δικαίωση.
Υπήρξαν όμως και οι «προδομένοι». Οι αριστεροί που ως εκείνη τη στιγμή της ακύρωσης του δημο-ψηφίσματος έβλεπαν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ σαν δικαίωση, παρ’ όλα τα φάλτσα. Από εκείνη την στιγμή και μετά, χρέωσαν προσωπικά στον Τσίπρα την μετάλλαξη της ριζοσπαστικής αριστεράς σε μια ρητορικά ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία. Ορισμένοι, όπως ο Λαφαζάνης, η Κωνσταντοπούλου και ο Βαρουφάκης κινήθηκαν συγκροτώντας δικές τους πολιτικές κινήσεις καταγγέλλοντας τον ιδεολογικό εξωμότη. Άλλοι, απλώς δεν μίλησαν και απείχαν από όλα. Τον Τσίπρα τον μίσησαν όχι μόνο γιατί αγκάλιασε το «σύστημα» (αν και όχι το «κατεστημένο») αλλά και γιατί απέτυχε να αποδείξει ότι αυτό τελικά άξιζε…
Τον Τσίπρα όμως δεν τον μίσησαν όλοι.
Τον αγάπησαν οι περισσότεροι «αγανακτισμένοι». Τουλάχιστον μέχρι του σημείου όπου είδαν ερασιτεχνισμό και ανυπαρξία πολιτικού προγράμματος εκ μέρους της κυβέρνησής του. Τον αντιμετώπισαν πάντα ευμενώς, ίσως και σαν αντίδραση από τα κηρύγματα μίσους των αντιπάλων του.
Τον συμπάθησαν οι περισσότεροι κεντρώοι πασοκογενείς. Είδαν σε αυτόν μια αύρα του Ανδρέα τους, κάποιον που τους θύμιζε τον πολιτικό λόγο της δεκαετίας του 80. Είδαν στα λίγα θετικά της κυβέρνησής του να αχνοφαίνονται οι καλύτερες μέρες. Τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που αποδείχτηκε ότι και ο Μητσοτάκης μοίραζε αφειδώς επιδόματα και ενισχύσεις (ότι και να ήταν αυτά όσα και να ήταν αυτά).
Τον προτίμησαν αυτοί που έβρισκαν το σύστημα της εποχής του δικομματισμού ΝΔ & ΠΑΣΟΚ σαν αιτία της καταστροφής του 2010 και τον Τσίπρα σαν το μόνο ανάχωμα στην παλινόρθωσή του. Τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που άρχισε να φαίνεται ότι ο παλιός δικομματισμός αντικαταστάθηκε σιγά σιγά από έναν νέο.
Εκτός από τον Τσίπρα, το κεντρικό πρόσωπο της Αριστεράς, όμως, υπάρχουν και άλλα πρόσωπα.
Ας μην αναφερθούμε αναλυτικά στα έργα και τις ημέρες του Τσακαλώτου, της Φωτίου, του Φίλη, του Σπίρτζη, του Κατρούγκαλου και όλων των άλλων που η κυβερνητική τους δράση ήταν από άποψη αποτελέσματος αποκαρδιωτική και από ιδεολογική άποψη προβληματική. Ας μην αναφερθούμε και στις εσωτερικές κινήσεις αμφισβήτησης που έδειχναν την εικόνα κομματικού χάους. Τα πρόσωπα της Αριστεράς δυστυχώς ήταν πρόσωπα κυβερνητικού ερασιτεχνισμού και εμφάνισης στην κοινή γνώμη σαν πρωταγωνιστών πολιτικού θιάσου που ήταν λες και κάποιος τους πλήρωνε να κάνουν αμφισβητήσιμες δηλώσεις και να εγείρουν εκ του μή όντος θέματα. Πράγμα που σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναλώνει δυνάμεις και επικοινωνιακό κεφάλαιο προσπαθώντας να «μαζέψει» ζημιές από τα πρόσωπα αυτά – που μερικές φορές ήταν και αμάζευτες. Το δε δυστύχημα είναι ότι άλλα πρόσωπα που επιδεικνύουν σοβαρότητα και στιβαρό λόγο, όπως ο Αλεξιάδης, ο Φλαμπουράρης, ο Δραγασάκης και άλλοι βρέθηκαν στην σκιά αφού η επικοινωνιακή διαχείριση των θεμάτων από την αριστερά ήταν επιεικώς αξιοθρήνητη.
Μιλώντας για πρόσωπα, φτάσαμε στο μεγάλο θέμα που αντιμετώπισε ο ΣΥΡΙΖΑ και ως κυβέρνηση και ως αξιωματική αντιπολίτευση: τις φάτσες.
Αν κάτι υποτίθεται ότι διακρίνει τις αριστερές ιδεολογίες είναι η αποσύνδεση του εγώ από την πολιτική λειτουργία και η ένταξη της προσωπικότητας στον ευρύτερο σκοπό. Με αυτό στο μυαλό μόνο σαν φάτσες μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει αυτούς που επέβαλαν τις ατομικές τους εκφραστικές ιδιαιτερότητες στον ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικές θέσεις. Αν και υπάρχουν κάμποσες τέτοιες φάτσες, θα σταθούμε στην πιο εμβληματική περίπτωση: τον Πολάκη.
Δεν είναι ότι ο Πολάκης είχε άδικο σε πολλά από τα γεγονότα που παρέθετε. Δεν είναι ότι δεν αποδείχτηκαν οι εικασίες του πολλές φορές σωστές. Είναι ότι όταν λέει αυτό που λέει το κάνει με τρόπο καφενείου, με ύφος κουτσαβάκικο και με χυδαιότητα. Μπορεί η αριστερά να σέβεται την προσωπικότητα καθενός, ίσως όμως κάποιες προσωπικότητες να πρέπει να σέβονται με τη σειρά τους την αριστερά. Η εκφορά του λόγου του, από «τσίγκινα σωβρακάκια» ως βρισιές κανονικότατες, έγιναν το καλύτερο μέσο για να αντιμετωπίσουν οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ την κριτική του. Το επιχείρημα χάνεται πάντα μέσα στις βρισιές. Και η παρουσία στην απέναντι όχθη άλλων φατσών (π.χ. Γεωργιάδης) που αμέσως εκμεταλλεύονται αυτά τα φάλτσα τόσο για κομματικό όσο και για ίδιο όφελος, μετέτρεψε αυτό που θα έπρεπε να είναι πολιτικός διάλογος σε σήριαλ φάρσας. Υπήρξε όμως μια διαφορά: ο ΣΥΡΙΖΑ πάντα βρισκόταν στην θέση να υπερασπίζεται τους ανθρώπους του, τις φάτσες του ενώ οι αντίπαλοί τους ως επιτιθέμενοι δεν χρειάζονταν κάτι τέτοιο (εδώ έφτασε στο σημείο να υπερασπίζεται τον Ραγκούση, ο οποίος μέχρι την προσχώρησή του στον ΣΥΡΙΖΑ είχε κατακεραυνώσει τόσο το κόμμα αυτό όσο και τον Τσίπρα με τα χειρότερα λόγια – και τί δεν είχε πει…).
Και μ’ αυτά, ερχόμαστε στην επικοινωνιακή αριστερή τραγωδία.
Για γέλια & για κλάματα
Στον επικοινωνιακό τομέα φαίνονται καθαρά τα βαθιά ζητήματα που αντιμετωπίζει η αριστερά με την μορφή του ΣΥΡΙΖΑ από την μετατροπή της σε παράταξη εξουσίας. Και το πρώτο βασικό ζήτημα της είναι η πολιτική ανάλυση.
Αν θέλει κανείς να βρει υποδείγματα του τρόπου που γίνεται η πολιτική ανάλυση, μπορεί να τα βρει στο κόμμα που σε πολλά έχει αποδειχτεί μεγάλος δάσκαλος και της δεξιάς και της αριστεράς, το ΚΚΕ. Η χρήση μιας περισσότερο ή λιγότερο επιστημονικής μεθοδολογίας για την πολιτική ανάλυση, που θεωρείται από τους ίδιους τους κομμουνιστές «μαρξιστική», έχει δείξει ότι μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη τάσεων και νημάτων γεγονότων που αρχικά φαντάζουν αόρατα. Και καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι ο Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του, που πλείστοι από αυτούς προέρχονται από τον κομμουνιστικό χώρο (στα… νιάτα τους), χρησιμοποιεί τέτοια μεθοδολογία (αποκηρύσσοντας με βδελυγμία οποιοδήποτε μαρξιστικό χαρακτήρα φυσικά). Αυτή που δεν χρησιμοποίησε τέτοιου είδους μεθοδολογία είναι, πραγματικά παραδόξως, η Αριστερά!
Στην κυβερνητική περίοδο, η πολιτική ανάλυση της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκ των ενόντων, περιπτωσιολογική, όπως ήταν και γενικότερα η πολιτική της. Η μεγαλύτερης αποτυχία όμως ήρθε με αφορμή μια απροσδόκητη επιτυχία: το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019. Γιατί οι 1.781.057 ψήφοι (31,53%) ήταν στην πραγματικότητα επιτυχία αν υπολογίζει κανείς την πολιτική επικράτηση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου στα προηγούμενα χρόνια και τα τραγικά λάθη πολιτικής της κυβερνητικής περιόδου. Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, σε μια κρίση προφανούς ερασιτεχνισμού, η πολιτική ανάλυση της Αριστεράς θεώρησε ότι αυτός ο αριθμός και αυτό το ποσοστό είναι το κάτω όριο που μπορεί να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, το σημείο εκκίνησης της πολιτικής του επιρροής. Παραγνώρισε τις καταβολές των ψηφοφόρων του, συμπέρανε (από που άραγε) ότι ιδεολογικά συμπλέουν με τις επιλογές και την στάση της Αριστεράς και ότι, ό,τι και να γίνει, τάσσονται στο πλάϊ της. Και πάνω σε αυτό το χάρτινο θεμέλιο, οικοδόμησε την επικοινωνιακή, ας πούμε, στρατηγική.
Σε ότι αφορά τις προσεγγίσεις των ζητημάτων, θεώρησε ότι οι υποκλοπές-παρακολουθήσεις, ο φράχτης στον Έβρο, η υπόθεση των επαναπροωθήσεων μεταναστών, οι εξελίξεις στην υπόθεση Novartis, τα «πόθεν έσχες» της οικογένειας Μητσοτάκη, τα έργα και οι ημέρες των νεοδημοκρατών βουλευτών (Πάτσης, Μαντάς, Μαραβέγιας κλπ.) ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για τις λαϊκές μάζες. Παρ’ όλο που τα ουσιώδη ζητήματα αναφέρονταν επίσης, όπως τα συνεχή σκάνδαλα, οι κυβερνητικές αστοχίες, τα ρουσφέτια, οι ιδεοληπτικές πολιτικές που οδήγησαν σε δραματικά αδιέξοδα στην Υγεία και την Παιδεία, παρουσιάστηκαν με έναν λάθος τρόπο, δίνοντας κάθε ευκαιρία στα φιλικά προς την ΝΔ μέσα να τα υποβαθμίσουν. Η λίστα Πέτσα μπορεί να βοήθησε στην σύμπλευση των μέσων με την κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά δεν ήταν αυτή ο κρίσιμος παράγοντας – πράγμα που η Αριστερά δεν το αντιλήφθηκε. Όπως δεν αντιλήφθηκε ότι στο ζήτημα των εθνικών θεμάτων και ειδικά της Τουρκίας η δέουσα στάση (για το εκλογικό της ακροατήριο που δεν απαρτίζεται από αριστερούς όπως εμείς είδαμε αλλά αυτοί δεν κατάλαβαν) θα ήταν ο δρόμος της υπερψήφισης χωρίς αστερίσκους των εξοπλισμών με μόνη επικοινωνιακή παρέμβαση την κατακεραύνωση των θριαμβευτικών ανακοινώσεων της ΝΔ και την υπενθύμιση παλιότερων εποχών με σκάνδαλα που καλύφθηκαν με θριάμβους και όχι να ακούγεται ο Τσακαλώτος να λέει ότι «δεν θα πρέπει εμείς να είμαστε και τόσο πατριώτες».
Το αναντίρρητο γεγονός είναι ότι η ΝΔ με την εκλογή της δεν σταμάτησε την αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε ότι και να γινόταν, θετικό ή αρνητικό, οι κυβερνητικοί βουλευτές πάντοτε επιτίθονταν στην «επάρατο Αριστερά», συνεχώς και αδιαλείπτως. Και καταιγίδες να είχε, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπεύθυνος για τις επιπτώσεις της… Και ποια ήταν οι απάντηση των αριστερών βουλευτών και προσκείμενων σχολιαστών;
Η παθητική άμυνα. Οι εξηγήσεις. Η προσπάθεια να απαντήσουν. Την ατζέντα την καθόριζαν οι άλλοι είτε σαν αντιπολίτευση είτε σαν κυβέρνηση. Και φυσικά αυτό εκτός από λάθος είναι και φθορά μη υπολογίσιμη. Ακόμα και στην περίπτωση εξόφθαλμων ψεμμάτων, η αντίδραση ήταν παγωμένη. Ακόμα και όταν ο Μητσοτάκης είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε τα μνημόνια η μόνη πραγματική αντίδραση ήρθε μόνο από τον Τσίπρα αντί να εξεγερθούν ακόμα και οι πέτρες…
Εκεί που θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικός εφιάλτης για τους κυβερνητικούς, το θέμα της διαφθοράς και του γεγονότος ότι στην δική τους κυβερνητική περίοδο οι περιπτώσεις διαφθοράς ήταν όντως ελάχιστες, οι αριστεροί ουσιαστικά περιορίστηκαν σε επίπεδο φημολογιών και υπονοιών. Η χρήση των δικαστικών μέσων για διερευνήσεις λες και τους ήταν απαγορευμένη. Και φυσικά η αντίκρουση με θράσος και στρεψοδικίες ήταν πολύ εύκολη υπόθεση.
Ας μην συνεχίσουμε για τα φάλτσα και τις κακοφωνίες στην επικοινωνιακή στρατηγική. Ας μην μιλήσουμε καθόλου για την αδυναμία αντίδρασης στην σκανδαλώδη διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών από την κυβέρνηση της ΝΔ. Ας μην μιλήσουμε για «την διεύρυνση προς κάθε κατεύθυνση» που συνοψιζόταν στον εναγκαλισμό εκτός από πρώην εχθρικότατους Πασόκους (βλέπε Ραγκούση) ακόμα και του Αντώναρου (που η σκέψη για διεμβολισμό της λαϊκής δεξιάς με όχημα το συγκεκριμένο πρόσωπο αποδεικνύει την οικτρή κατάσταση της πολιτικής ανάλυσης στην Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ). Ας μην μιλήσουμε για το ότι στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αναφερόταν τίποτα για την ανασυγκρότηση της προς εξαφάνιση παραγωγικής βάσης της χώρας, πράγμα που ιδεολογικώς είναι εντελώς αντίθετο με τα προτάγματα της Αριστεράς, παρά μόνο μεθοδεύσεις λύσεων για τα λαϊκά προβλήματα του παρόντος, επειδή θεωρήθηκε αναγκαίο να αντιγραφεί η δομή του προγράμματος της ΝΔ.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι η Αριστερά έγινε εύκολος στόχος όχι μόνο από αμερικανούς επικοινωνιολόγους (των οποίων τα σεμινάρια διαλεκτικής καφρίλας πρέπει να ήταν υποχρεωτικά στους κυβερνητικούς βουλευτές και πολιτευτές – δεν εξηγείται αλλιώς η ομοιογένεια στον κραυγάζοντα μονόλογο και η συνεχής στρεψοδικία) αλλά και από τους πλέον αδαείς. Και αυτό φυσικά πληρώνεται, ιδιαίτερα όταν η εκλογική σου βάση είναι το λιγότερο ασταθής.
Ο λογαριασμός στο πρώτο τραπέζι αριστερά
Και όλα αυτά ήρθε η ώρα να πληρωθούν. Ο Μάϊος που έφτασε με βήμα ταχύ, έφερε στον ΣΥΡΙΖΑ 1.184.500 ψήφους και ποσοστό 20,07%. Η εκλογική βάση που η πολιτική ανάλυσή του την είχε για συμπαγή συρρικνώθηκε χάνοντας 596.557 ψήφους (-11,46%), την ίδια στιγμή που η ΝΔ του Μητσοτάκη πήρε 156.242 ψήφους παραπάνω από το 2019 (+0,94%). Μούδιασμα, σοκ, ψυχρολουσία. Και στην άλλη μεριά θριαμβολογία μεν, προβληματισμός δε: τί θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;
Αν και πήγαν να βγουν τα μαχαίρια στην Αριστερά, όπως συνήθως, το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που συνειδητοποίησαν ορισμένα πράγματα. Το πρώτο ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης της ηγεσίας και εγκλωβισμού στον γνωστό φαύλο κύκλο διαξιφισμών που χαρακτήριζαν πάντα τον Συνασπισμό, το 4% από όπου ξεκίνησε είναι η ασφαλής κατάληξη. Το δεύτερο ότι η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι και τόσο… αριστερή και ζητά από αυτόν κάτι που δεν έδειξε ότι μπορεί να της δώσει. Το τρίτο που συνειδητοποίησαν έχει όμως μεγάλο ενδιαφέρον.
Αυτό, λοιπόν, που συνειδητοποίησαν στην Αριστερά, είναι η διαφαινόμενη παλινόρθωση του ΠΑΣΟΚ. Παρ’ όλη την ανέμπνευστη ηγεσία του και τα σχετικά μικρά εκλογικά του κέρδη (διότι το 11,46% είναι μεν διψήφιο, δεν είναι όμως και τόσο ισχυρό και οι απώλεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατευθύνθηκαν τόσο πολύ στο ΠΑΣΟΚ), το νεο-ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ αναγορεύεται στο θυμικό ως νικητής. Και αυτή η προοπτική δεν τρομάζει τόσο πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου οι Πασοκογενείς ψηφοφόροι δεν δείχνουν διάθεση επιστροφής σε ένα ΠΑΣΟΚ χωρίς Ανδρέα, όσο την ΝΔ του Μητσοτάκη της οποίας η αμηχανία είναι εμφανής, διότι επικοινωνιακά βρίσκεται σε κενό αλλά και διότι σημαντικό μέρος των ψηφισάντων τον Μητσοτάκη συμπεριφέρθηκαν εκλογικά έτσι φοβούμενοι την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Με το άσχημο εκλογικό αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με την εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ σαν αναδυόμενης δύναμης, ο δεσμός αυτός κόβεται. Και αυτό δεν προοιωνίζει και τόσο θετικά πράγματα για την ΝΔ.
Το θέμα που τίθεται αν το ποσό του λογαριασμού ήταν αυτό το 11,46%. Γιατί ενδέχεται, και το αντιλαμβάνονται πολύ καλά στον ΣΥΡΙΖΑ, να υπάρξει και επόμενη δόση λογαριασμού που θα τον κάνουν ακόμα πιο δυσθεώρητο. Αλλά αυτό δεν είναι στα χέρια κανενός άλλου από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αυτοκριτική είναι ουσιαστική όταν δεν είναι δημόσια. Αυτός είναι ο λόγος που η αυτοκριτική στην Αριστερά δεν είναι ποτέ ουσιαστική: όλοι επιμένουν για «λόγους διαφάνειας» (αν και τόσα χρόνια παρατήρησης μάλλον δείχνουν ότι οι πραγματικοί λόγοι άπτονται της ψυχανάλυσης και όχι της πολιτικής) η αυτοκριτική να γίνεται δημόσια, σαν ένα είδος αυτομαστίγωσης στην πλατεία σε δημόσια θέα. Αν εμμείνει η Αριστερά σε αυτή την πρακτική, οι πραγματικοί λόγοι όχι για το αποτέλεσμα του Μαΐου αλλά για την κρίση της, για την αδυναμία της να γίνει γνήσια λαϊκή δύναμη στην οποία θα προσβλέπουν οι εκλογείς, δεν θα αντιμετωπιστούν. Και είναι το τελευταίο που έχει σημασία, όχι το εκλογικό ποσοστό.
Ακόμα και στην χειρότερη περίπτωση, η Αριστερά δεν θα επιστρέψει στο 4% (εκτός αν το προσπαθήσει πολύ). Αν υπάρξει γόνιμος διάλογος και κυρίως οριοθέτηση των πλαισίων εντός των οποίων η Αριστερά ως πολιτική δύναμη κινείται συνδέοντας τα προτάγματά της με τα λαϊκά ζητούμενα (όσο και αντίθετα να είναι τα δύο αυτά, διότι υπάρχει πάντα ένας ελιτισμός στην αξιολόγηση αυτών των λαϊκών ζητούμενων), τότε θα γεννηθεί η πολιτική εκείνη δύναμη που θα ήθελε να είναι. Αν όμως η κατάκτηση της εξουσίας είναι ο μόνος γνώμονας για την πολιτική ανάλυση, τότε πολύ απλά οι δυνάμεις της θα φθίνουν συνεχώς.
Στο θέμα της αναγνώρισης των ζητούμενων από τον λαό θα πρέπει να επιμείνουμε για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η τάση που υπάρχει και στην Αριστερά αλλά και στην Δεξιά να υποδεικνύεται από τους πολιτικούς φορείς στον λαό για το τί ζητά ο ίδιος είναι εξ ίσου ανόητη και ατελέσφορη – αλλά γίνεται, μάλλον από την κεντρώα επιρροή. Ο άλλος λόγος είναι ότι η συγκρότηση μιας λαϊκής Αριστεράς (εκτός του ΚΚΕ του οποίου ο λαϊκός χαρακτήρας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί) δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωση μιας εξ ίσου λαϊκής Δεξιάς που τώρα βρίσκεται εγκλωβισμένη στο αλωμένο από άλλους κόμμα της. Και ας είμαστε ειλικρινείς: πάντα η λαϊκή Δεξιά και η λαϊκή Αριστερά έβρισκαν τρόπους συνεννόησης, σεβόμενη η μία την άλλη- πράγμα που τις σπάνιες φορές που μπορούσε να γίνει οδηγούσε την χώρα μπροστά.
Ευτυχείτε!
Μετά από τόσα λόγια που, ζητώ συγγνώμη από τους φίλους, έπρεπε να γραφούν (για να είμαι ειλικρινής μάλιστα όλα αυτά φαντάζουν πολύ λίγα και επιδερμικά), ας έρθουμε τελειώνοντας και στο προκείμενο. Η Αριστερά είναι ένας ζωντανός χώρος, γεμάτος μάγματα όπως θα έλεγε και ο Καστοριάδης. Ποτέ δεν είχε σημασία ιδιαίτερη η κοινοβουλευτική επιρροή όσο είχε η δυνατότητα να βρίσκονται οι αιτίες και οι λύσεις των ζητημάτων που αφορούν τόσο τον λαό σαν ολότητα όσο και τον άνθρωπο ως οντότητα. Ακόμα και στο 10% να βρεθεί η συνασπισμένη Αριστερά, αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει ή να ακυρωθεί γιατί είναι απλώς η φύση της. Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβάται είναι ένα: το να σταματήσει να διδάσκεται, να σταματήσει να αλλάζει και να δημιουργεί νέους δρόμους κατανόησης. Εκεί πια θα είναι νεκρή και τα αδηφάγα άτια της Αποκάλυψης ανεμπόδιστα θα καλπάσουν πάνω στα κορμιά των ανθρώπων.
Οπότε, φίλοι μου καλοί, δεν υπήρχε κάτι που χάθηκε εκτός από μπόλικες ψευδαισθήσεις. Καλό είναι να χάνονται αυτές. Ευτυχείτε…
Ο Φλογοβάτης