ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Σαρλ Μπωντλαίρ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Σαρλ Μπωντλαίρ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Επιμέλεια Λίλυ Νούραη «Τα Άνθη του Κακού» και ο Σαρλ Μπωντλαίρ O Charls Baudelaire(9 Απριλίου 1821 – 31 Αυγούστου 1867),... ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Σαρλ Μπωντλαίρ

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Επιμέλεια Λίλυ Νούραη

«Τα Άνθη του Κακού» και ο Σαρλ Μπωντλαίρ

O Charls Baudelaire(9 Απριλίου 1821 – 31 Αυγούστου 1867), ανήκει στους «καταραμένους ποιητές» του προ-περασμένου αιώνα και θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Γαλλίας και του κόσμου. Θεμελιωτής του γαλλικού «συμβολισμού»  στην Ποίηση,  θεμελιωτής της σχολής του «ρομαντισμού» και, παράλληλα, πατέρας του πνεύματος της παρακμής, καθώς με κάποια από τα ποιήματά του «σκανδάλισε» τα σεπτά ήθη της εποχής του.

«Το ωραίο, πάντα θα είναι παράξενο», έλεγε και πως «Η πρωταρχική απασχόληση τού καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της». Έτσι, στο έργο του, συνδυάζει την ομορφιά με την ασχήμια, την βία με την ηδονή, την φρίκη με την έκσταση, τη καλοσύνη με την κατάρα και γι’ αυτό το έργο του και ιδιαίτερα η ποιητική του σύνθεση «Τα άνθη του κακού», η οποία καταδικάστηκε για «προσβολή της δημοσίας αιδούς», και απαγορεύθηκαν να κυκλοφορούν έξι από τα περιεχόμενά της. Δύο από αυτά, παραθέτουμε πιο κάτω.



SPLEEN

Όταν συνθλίβει ο ουρανός βαρύς στα χαμηλά
Το πνεύμα που στενάχωρο ρίχνεται μες στην πίκρα,
Κι από περίσφιγκτου ορίζοντα κύκλο κυλά
Φως μέρας μαύρο, θλιβερό πιότερο κι από νύχτα,

Όταν η γη σαν μια ειρκτή γίνεται νοτερή,
Όπου η Ελπίδα νυχτερίδα ολόγυρα πετάει
Με τα δειλά φτεράκια της τους τοίχους απωθεί
Και το κεφάλι σ’ οροφές σαθρές καταχτυπάει,

Σαν η βροχή σ’ ατέλειωτες απλώνεται σειρές
Και που κανείς σαν φυλακής κιγκλίδωμα τις νοιώθει
Και πλήθος από βρώμικες αράχνες και βουβές
Τα πλέγματά του έρχεται μες στο μυαλό και κλώθει,

Καμπάνες τότε με μανία ξαφνικά ηχούν
Και πέμπουν στα ουράνια το φρικτό ολολυγμό τους,
Όπως χωρίς πατρίδα, ξένες, οι ψυχές γυρνούν
Και πιάνουν με περίσσιο πείσμα το παράπονό τους.

Μακριά σειρά από φέρετρα και δίχως μουσική
Κάνουν αργή παρέλαση μες στην ψυχή∙ βουρκώνει
Χαμέν’ η Ελπίδα κι η Αγωνία, σκληρή, κυριαρχική,
Φλάμπουρο μαύρο στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει.

SED NON SATIATA

Σκούρα σαν νύχτα και θεά που όψη όλο αλλάζεις,
Μόσχο ευωδιάζεις και μαζί άρωμα της Αβάνας
Κι είσ’ έργο κάποιου ξωτικού, του Φάουστ της σαβάνας,
Είσαι παιδί μεσονυχτιού, μάγισσα εβένου μοιάζεις.

Απ’ το αφιόνι προτιμώ, τις νύχτες που μελώνει,
Το βάλσαμο απ’ το στόμα σου, όπου ο έρωτας κομπάζει·
Κι όταν σε φτάνει ο πόθος μου, που καραβάνι μοιάζει,
Η στέρνα είναι τα μάτια σου, που η δίψα μου ημερώνει

Απ’ τα μεγάλα μάτια σου, που η ψυχή σου ανοίγει,
Δαίμονα χωρίς έλεος, σκόρπα φωτιά πιο λίγη!
Γιατί δεν είμαι η Στύγα εννιά φορές να σ’ αγκαλιάσω.

Και δεν μπορώ, ω Μέγαιρα χωρίς ντροπή κομμάτι,
Να κάμψω την ικμάδα σου, στα έσχατα να σε φτάσω,
Σαν Περσεφόνη ν’ αφεθείς στου Άδη το κρεββάτι!

                                                   Απόδοση: Κυριακή Αν. Λυμπέρη

error: Content is protected !!