ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ:
Επιμέλεια Λίλυ Νούραη
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ενάντια στους Τούρκους και υπέρ της ελευθερίας του ελληνικού έθνους, συγκλόνισε όλον τον κόσμο. Ιδιαίτερα δε, συγκίνησε τους ποιητές, τόσο τους Έλληνες, όσο και τους ξένους. Χιλιάδες ποιήματα γράφτηκαν και πάρα-πολλά από αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας, και απετέλεσαν μία παγκόσμια πνευματική κληρονομιά, η οποία και δικαίωσε τους αγώνες, αλλά και τους πολεμιστές, οι οποίοι πολέμησαν με θάρρος και ορμή, αποφασισμένοι , -καθώς και οι πρόγονοί μας Σπαρτιάτες-, «να ελευθερωθούν, ή να πεθάνουν». Ο Ρήγας ο ίδιος, είχε διαλαλήσει: Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή, / παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή».
Ένα μικρό δείγμα γραφής ποιημάτων ελλήνων και ξένων ποιητών, τα οποία συγκίνησαν και έγιναν πασίγνωστα, παραθέτουμε σήμερα, ημέρα της εθνικής μας επετείου.
Θούριος
{απόσπασμα}
Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.
Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
Kι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι’ Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.
Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Oι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
………………………………….
Πώς οι Προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
Για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτζι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια,
T’ άρματα και να βγούμεν, απ’ την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
Kαι Χριστιανούς, και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς, και του πελάγου, να λάμψη ο Σταυρός,
Kαι στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
O Kόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,
Kι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την Γη.
Ρήγας Φεραίος
Εμπρός!
Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.
Μαυρίλα. Αστροπελέκι.
Μα το σπαθί γοργάστραψε,
και νά! η βροντή τουφέκι!
Στον Πίντο απ’ τον Ταΰγετο,
και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,
μια η φλόγα, μια η φοβέρα,
κι ένας ο νους. Εμπρός!
Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!
Κι αν πέφτει αστροπελέκι,
να! το σπαθί γοργάστραψε,
βρόντησε το τουφέκι.
Κρήτη, ο Μωριάς, η Ρούμελη,
εμπρός! η Ελλάδα λάμπει,
αχολογάν οι κάμποι,
καίνε οι καρδιές. Εμπρός!
Κωστής Παλαμάς
Εις την Ελλάδα
Εμπρός, Ελλάς επαναστάτισσα, στάσου όρθια
κράτα με τα γερά τα όπλα την δύναμιν σου.
Δεν εγέρθηκε ένας Όλυμπος του κάκου
η Πίνδος σου και οι Θερμοπύλες, η τιμή σου.
Επετάχθηκε από των σπλάχνων σου τα βάθη
η ελευθερία σου δυνατή, φωτός πυρήνας
κι απ’ του Θησέως και του Περικλή τους τάφους
και τα πάντα νέα ιερά των Αθηνών.
Θραύσε τώρα, γη θεών και ηρώων
της σκλαβιάς τες αλυσίδες, την μαύρην μοίρα
με τες γλυκόηχες ωδές από του Τυρταίου
και από του Ρήγα και του Βύρωνος την λύρα.
Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν
Το Ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μες την αφάνταστη φθορά.
-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι
Βικτώρ Ουγκώ
Μακρυγιάννης
(απόσπασμα)
Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε
απ’ τις σκόνες σκεπασμένο,
το δίστομο σπαθί του λόγου σου
στον ήλιο, Μακρυγιάννη,
κι είδε που οι κόψες του μεμιάς ξαστράψαν,
κι οι δυο πλευρές του λάμψαν,
γυμνές,
σαν να ‘βγαιναν την ίδια τούτην ώρα από το ακόνι,
και πως βωδούσαν, απ’ τη μια μεριά πλυμένες
με το αίμα των οχτρώνε,
κι απ’ την άλλη
σάμπως να θέρισαν αυτήν την ίδιαν ώρα
μοσκιές και βιόλα απ’ του μπαξέ Σου τα λουλούδια!
Κι απάνω και στις δυο πλευρές γραφή
Απ’ τη μια,
τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω
μα εγίναμε πουλιά
και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε».
Κι απ’ τη δεύτερη πλευρά, γραφή άλλη χαραγμένη:
«Απάνω στην αλήθεια μου ακόμα και τον θάνατο τον δέχομαι
τις τόσες φορές τον θάνατο εζύγωσα, αδερφοί μου
και δε με πήρε,
που για τούτο,
το θάνατο καταφρονώ,
κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε απ’ το χώμα αυτήν τη σπάθα
και τέτοια διάβασε απάνω της βαγγέλια.
Άγγελος Σικελιανός
Ελεύθεροι πολιορκημένοι
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
(απόσπασμα από το Γ’ σχεδίασμα)
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζούν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα·
ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
που μέρη τόσα φαίνονται καί μέρη ‘ναι κρυμμένα!
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
κι ευθύς εγώ τ’ ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του καί το ξερό χορτάρι.
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σαν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νούς, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι,
κι αλιά, σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν!
Αθάνατή ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ήσυχάζεις;».
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τουτά ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Διονύσιος Σολωμός
Διάκος
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
πρωινό θάμπος
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει
Eκελαδούσαν
πουλιά πετώντας,
όλο πιό πάνω
Τ’ άνθη ευωδούσαν
κι είπε απορώντας:
-Πώς να πεθάνω;
Κώστας Καρυωτάκης