Δ.Λιαντίνης – Φως, πέτρες και θάλασσα: τα προικιά της Ελλάδας
Και την Ελλάδα, για να σώζεται από τη δύναμη της φθοράς του χρόνου, οι θεοί την επροίκισαν με το φως, με τις πέτρες, και με τη θάλασσα.
Έχω την ιδέα ότι έτσι θά ’λεγε ο Πρωταγόρας στο γνωστό μύθο της γέννησης των ειδών που αναφέρει ο Πλάτων, εάν μιλούσε για τα θνητά έθνη και για τη δωρεά που φύλαξε το καθένα από τις διαδοχές της πλημμυρίδας του ιστορικού χρόνου.
Το φως, με την έννοια του θάμπους, κρησαρίζει το σωρό της ακοσμίας. Χαρακώνει σύνορα τάξης και ρυθμού μέσα στην απληστία του χάους. Και χωρίζοντας το μικρό από το μεγα δίνει το νόημα και το λόγο στην αυτάρκεια της ποικιλίας και στην πλησμονή της λεπτομέρειας.
Ανάμεσα στο κυκλάμινο από δω και στο γαλαξία της Ανδρομέδας από κει το φως είναι ο διευθέτης και ο κοσμήτορας.
Το αμετάβλητο σχήμα της πέτρας παιδαγωγεί την αντοχή του έλληνα, και η σκληράδα της αφής της κρυσταλλώνει τα ρευστά ορμήματα της ψυχής του σε στερεούς ιριδισμούς σχεδιασμών και κρίσεων. Στα γκρεμνά και στους βράχους η δυναστεία της σιωπής φυλακίζει τη ροή του καιρού σε δοχεία εμμονής και σε στήλες διάρκειας.
Με την έμπιστη ηρεμία στη δύναμη και στην ανάγκη του φυσικού της λόγου η πέτρα τύπωσε τη μορφή της στα πρόσωπα των ανθρώπων. Από δω αναπήδησε το φαινόμενο των ελληνικών αγαλμάτων.
Τα μεσάνυχτα σβήνει το φως, και συμπαλεύει στην κλίνη της το λικνιστικό βογγητό μιας ανήκουστης παράτασης. Όμως ξυπνά πάντα με τα κρύσταλλα των παιδιών και με τα γέλια των κήπων.
Ανεξάντλητη, βαθυβλέμματη, νερατζένια, γλαφυρόγλουτη, πηδηχτή, θηλαστική και αφίλητη, η θάλασσα χαριεντίζεται με τα λυγίσματα και τους ίσκιους της, όταν πνίγει τους κεραυνούς μέσα της και τους ναύτες.
Όσο και να την κρεουργούν oι άνεμοι, όσο και να τη δαγκώνουν οι λυσσάρικοι σκύλοι του Ιουλίου, ο μικρός πίσω από το μέγα Κύνα την εποχή των κυνικών καυμάτων, στους dies caniculares, τη θάλασσα ποτέ δεν την ξεδίψασε η βροχή. Και ποτέ δε λιποθύμησε μέσα στα αναφιλητά και τον ιδρώτα της.
Από το φως που γυμνώνει το αθέατο και αλαφραίνει την ύλη. Που αναιρεί και διαλύει τα τιτανωμένα πήγματα των όγκων. Που κουφίζει το βάρος των στοιχείων από τη στερεοποιημένη κατήφεια. Που συντρίβει τα νερά και τα χρώματα σε χιλιάδες γυαλιά και χοχλίδια.
Από την πέτρα που καθώς τη χρυσώνει το φως γίνεται ψωμί στα χέρια του Μίδα και δε φτάνει να χορτάσει την πείνα μας. Φτάνει όμως να μας ξυπνήσει το πείσμα για την παιχνιδιάρα απάτη, και τη λαχτάρα για την ευγένεια των μετάλλων.
Από τη θάλασσα, που καθώς χορεύει, ανοίγει τα πέπλα της στην εμορφιά και τη μαγεία του απρόσιτου κόρυμβου. Για να μαυλίζει την τόλμη μας ως τις παραλίες των ουρανών και της αβύσσου. Αυτή έπλασε τον ελληνικό Οδυσσέα από αρμύρα και παθήματα. Με τη δική του μοίρα και τους συντρόφους για θύματα.
Δημήτρης Λιαντίνης: «Ο νηφομανής. Η ποιητική του Σεφέρη».
by Αντικλείδι