Εργαζόμαστε περισσότερο και απουσιάζουμε λιγότερο – Τελευταίοι σε αναρρωτικές οι Ελληνες Εργαζόμαστε περισσότερο και απουσιάζουμε λιγότερο – Τελευταίοι σε αναρρωτικές οι Ελληνες
«Τεμπέληδες» και «κοπανατζήδες». Είναι δύο μόνο από τους πολλούς χαρακτηρισμούς που ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιήθηκαν, ειδικά τον καιρό των μνημονίων, από λαϊκίστικα ξένα έντυπα,... Εργαζόμαστε περισσότερο και απουσιάζουμε λιγότερο – Τελευταίοι σε αναρρωτικές οι Ελληνες

«Τεμπέληδες» και «κοπανατζήδες». Είναι δύο μόνο από τους πολλούς χαρακτηρισμούς που ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιήθηκαν, ειδικά τον καιρό των μνημονίων, από λαϊκίστικα ξένα έντυπα, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τη γερμανική Bild, για να χαρακτηρίσουν συλλήβδην τους Ελληνες εργαζομένους.



Χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, κατά κύριο λόγο τον καιρό των μνημονίων και από ελληνικές κυβερνήσεις, προκειμένου να γίνουν περικοπές στον δημόσιο τομέα. Και αποτελεί εν γένει μία από τις πιο διαδεδομένες αντιλήψεις ότι οι Ελληνες δουλεύουν λιγότερο από τους άλλους, πίνουν καφέ αντί να εργάζονται και επικαλούνται ασθένεια για να μην πάνε στην εργασία τους.

Είναι, ωστόσο, τα στοιχεία των διεθνών οργανισμών που έρχονται να διαψεύσουν αυτές τις αντιλήψεις και να καταρρίψουν τον μύθο, όπως αποδεικνύεται, του «τεμπέλη» και «κοπανατζή» Ελληνα.



Αυτό, πάντως, που δεν αποτελεί μύθο είναι η χαμηλή παραγωγικότητα στην Ελλάδα, η οποία είναι απόρροια όχι της… τεμπελιάς, αλλά της απουσίας πολλών παραγωγικών επενδύσεων, παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, επενδύσεων εντάσεως τεχνολογίας και του μέτριου έως χαμηλού επιπέδου τεχνολογικού εκσυγχρονισμού δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στην Ελλάδα καταγράφεται ο χαμηλότερος αριθμός ημερών αναρρωτικής αδείας ετησίως, κάτω από πέντε, την ώρα που στη Νορβηγία ο μέσος όρος ημερών αναρρωτικής αδείας ανά εργαζόμενο ετησίως υπερβαίνει τις 25, ενώ και στη Γερμανία, ο αντίστοιχος μέσος όρος υπερβαίνει τις 15 ημέρες. Η Ελλάδα απέχει πολύ και από τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, ο οποίος είναι 14 ημέρες. Μόνο μία ακόμη από τις χώρες του μεσογειακού Νότου, η Ιταλία, βρίσκεται χαμηλά στη σχετική κατάταξη, με τον μέσο όρο ημερών αναρρωτικής αδείας ανά εργαζόμενο να είναι κάτω από δέκα σε ετήσια βάση.



Στην Ελλάδα καταγράφεται ο χαμηλότερος αριθμός ημερών αναρρωτικής αδείας ετησίως, κάτω από πέντε – «Πρωταθλήτρια» η Νορβηγία, με πάνω από 25 ημέρες.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ έρχονται να επιβεβαιώσουν και τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το ποσοστό εργαζομένων που απουσιάζουν από τη δουλειά τους. Το β΄ τρίμηνο του 2024 το σχετικό ποσοστό στην Ελλάδα ήταν 3,10%, το δεύτερο χαμηλότερο μετά τη Ρουμανία (1,8%), με τον μέσο όρο στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης να είναι 10,40% και 9,70% αντιστοίχως. Στους άνδρες ειδικότερα το ποσοστό στην Ελλάδα είναι 2% και στις γυναίκες 4,6%. Ποια χώρα βρίσκεται στην κορυφή; Η Νορβηγία και πάλι, με το ποσοστό επί του συνόλου των εργαζομένων που απουσίαζαν από την εργασίατους να ανέρχεται κατά το β΄ τρίμηνο του 2024 σε 17,10%. Στις δύο επόμενες θέσεις βρίσκονται η Σουηδία και η Φινλανδία, με τα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 15,10% και 14,80% αντιστοίχως.



Τα πολύ υψηλά ποσοστά στις σκανδιναβικές και ευρύτερα στις βορειοευρωπαϊκές χώρες είναι αποτέλεσμα αρκετών παραγόντων: του συστήματος εργασιακών σχέσεων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με περισσότερα προνόμια για τους εργαζομένους σε σύγκριση με το ελληνικό, αλλά και της γήρανσης του πληθυσμού, που οδηγεί σε συχνότερα προβλήματα υγείας. Τι ισχύει στην Ελλάδα; Δεν είναι λίγες φορές που οι εργαζόμενοι, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, αποφεύγουν να ζητήσουν αναρρωτική άδεια, υπό τον φόβο της δυσμενούς εξέλιξης στη δουλειά τους σε επόμενη φάση. Εξάλλου, η εναλλακτική της τηλεργασίας που καθιερώθηκε από την πανδημία κι έπειτα έχει ως συνέπεια πολλοί εργαζόμενοι, ακόμη και αν ασθενούν, να δουλεύουν. Στην Ελλάδα, άλλωστε, πολλοί από τους συνταξιούχους συνεχίζουν να εργάζονται, όπως αποδείχθηκε από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ.

Επίσης, βάσει των στοιχείων της Eurostat, οι Ελληνες εργάζονται περισσότερες ώρες την εβδομάδα από όλους τους άλλους Ευρωπαίους. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ηλικίας 20-64 ετών εργάζονται εβδομαδιαίως για την κύρια εργασία τους 39,9 ώρες (στοιχεία 2023), τις περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ε.Ε. Κοντά στα επίπεδα της Ελλάδας βρίσκονται η Ρουμανία (39,5 ώρες), η Πολωνία (39,3 ώρες) και η Βουλγαρία. Η χώρα όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν τις λιγότερες ώρες την εβδομάδα είναι η Ολλανδία (32,2 ώρες) και ακολουθούν η Αυστρία (33,6 ώρες) και η Γερμανία (34 ώρες). Ο μέσος όρος σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι 36,1 ώρες.

Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγικότητα εργασίας παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Η ετήσια έκθεση του Συμβουλίου Παραγωγικότητας που δημοσιοποίησε το ΚΕΠΕ την περασμένη Παρασκευή έδειξε ότι η παραγωγικότητα στη βιομηχανία υποχώρησε το 2023 κατά 8%, λόγω της αυξημένης χρήσης εργασίας, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη κατέγραψαν την τελευταία δεκαετία μείωση της παραγωγικότητας εργασίας 23% και 21% αντιστοίχως, ενώ ακόμη και οι ΜμΕ υψηλής τεχνολογίας και γνώσης έχουν σημειώσει πτώση παραγωγικότητας της τάξης του 20% από το 2009.

kathimerini.gr

error: Content is protected !!