Εργασία: Τι ζητούν οι νέοι εργαζόμενοι, τι (δεν) προσφέρουν οι εργοδότες Εργασία: Τι ζητούν οι νέοι εργαζόμενοι, τι (δεν) προσφέρουν οι εργοδότες
Οι νεότερες γενιές θέτουν τα όριά τους στις εργασιακές συνθήκες, αναζητούν δουλειές με προοπτική, αξιοπρεπείς αμοιβές και ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής – Από... Εργασία: Τι ζητούν οι νέοι εργαζόμενοι, τι (δεν) προσφέρουν οι εργοδότες

Οι νεότερες γενιές θέτουν τα όριά τους στις εργασιακές συνθήκες, αναζητούν δουλειές με προοπτική, αξιοπρεπείς αμοιβές και ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής – Από το κίνημα της «μεγάλης παραίτησης» στις νέες ισορροπίες

«Εγώ θέλω ο εργαζόμενος στην επιχείρησή μου να είναι πάντα διαθέσιμος. Γι’ αυτό με το που ξεκινήσει δουλειά, του παρέχω tablet με το οποίο ανά πάσα στιγμή, όταν και αν τον καλέσω, θα μπορεί να μου βρει ένα αρχείο που έχω ανάγκη είτε είναι στο λεωφορείο είτε στη γυμναστική του είτε σε κάποια έξοδο. Δεν με ενδιαφέρει να δουλεύει ολόκληρο το 8ωρό του. Αλλά για μένα είναι προϋπόθεση η διαθεσιμότητα. Αλλιώς να μην περιμένει αύξηση και άνοδο στα κλιμάκια…».

Οι φράσεις που μετέφερε στο «Βήμα» διευθυντής σε μεγάλη επιχείρηση της χώρας για κάποιους εργαζομένους – ιδίως των παλαιότερων γενεών – πιθανότατα θεωρούνται απολύτως φυσιολογικές. Σε έναν εργαζόμενο που ανήκει στην Gen Z όμως, οι παραπάνω απαιτήσεις έχουν περισσότερες πιθανότητες να του προκαλέσουν εκτεταμένη… ανατριχίλα.

Αλλωστε δεν είναι μυστικό ότι οι νεότεροι εργαζόμενοι θέτουν σήμερα τα όριά τους ξεκαθαρίζοντας ότι η υπογραφή μιας εργασιακής σύμβασης δεν ισοδυναμεί με υπογραφή υποτέλειας και υποταγής. Και βέβαια πρόκειται για τους εργαζομένους που ακολούθησαν την περίφημη γενιά της «μεγάλης παραίτησης», εκείνους δηλαδή που παραιτήθηκαν κατά χιλιάδες στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες χώρες, καθώς δεν τους ικανοποιούσαν πια οι συνθήκες εργασίας τους.



Η πιο εκπαιδευμένη και προσοντούχα γενιά

Από την άλλη πλευρά, το να θέτουν οι νέοι εργαζόμενοι τα όριά τους στην εργασία διατηρώντας το διάσημο «work-life balance», έχει ως αποτέλεσμα συχνά να… αφορίζονται από τους εργοδότες τους, που καταφεύγουν με ευκολία σε μία μόνο ερμηνεία: «τεμπέληδες». Μάλιστα, η έλλειψη εργαζομένων αναδεικνύεται σε ένα από τα κορυφαία προβλήματα των επιχειρήσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Σύμφωνα με πρόσφατη Ερευνα Ελλειψης Ταλέντου του ομίλου ManpowerGroup για το 2025, υπάρχει μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ των προσδοκιών των εργοδοτών και των εργαζομένων, η οποία δημιουργεί προκλήσεις στην ελληνική αγορά εργασίας. Οπως παρουσιάζουν τα στοιχεία, 8 στους 10 εργοδότες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση προσωπικού. Αυτό αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική αγορά εργασίας, καθώς πολλές θέσεις παραμένουν κενές. Μάλιστα, η έλλειψη προσωπικού δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη. Ορισμένοι τομείς, όπως η εστίαση, ο τουρισμός, η υγεία και οι τεχνικές εργασίες, αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα. Αντίθετα, σε άλλους κλάδους, όπως οι διοικητικές θέσεις, η ζήτηση είναι μικρότερη.

Οι εργοδότες αναφέρουν ότι οι υποψήφιοι εργαζόμενοι συχνά δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες, ενώ πολλοί εργαζόμενοι θεωρούν ότι οι προσφερόμενες συνθήκες εργασίας δεν είναι ανταποδοτικές

Γιατί συμβαίνει αυτό; Από την πλευρά τους, οι εργοδότες αναφέρουν ότι οι υποψήφιοι εργαζόμενοι συχνά δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες ή την εμπειρία που απαιτεί η θέση. Στη δική τους «όχθη», πολλοί εργαζόμενοι θεωρούν ότι οι προσφερόμενες συνθήκες εργασίας (μισθοί, ωράρια κ.λπ.) δεν είναι ανταποδοτικές. Πολλοί εργοδότες μάλιστα αναζητούν υποψηφίους με εξειδικευμένες δεξιότητες και προϋπηρεσία, κάτι που δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ των προσόντων των εργαζομένων και των απαιτήσεων των θέσεων εργασίας.

Γιατί όμως οι νέοι δεν επιλέγουν αυτές τις θέσεις ή γιατί, όταν το κάνουν, θέτουν όρους που αμφισβητούν το υφιστάμενο εργασιακό μοντέλο; Η απάντηση, σύμφωνα με τον Χρήστο Γούλα, διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, δεν είναι τόσο απλή. «Η νέα γενιά είναι η πιο εκπαιδευμένη και προσοντούχα στην ιστορία της Ελλάδας» λέει. Διαθέτει υψηλά επίπεδα γνώσης, πτυχία, μεταπτυχιακές σπουδές, ξένες γλώσσες και δεξιότητες, ιδίως στην πληροφορική. Παράλληλα, έχει ζήσει διαδοχικές κρίσεις – από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια μέχρι την πανδημία και την ενεργειακή κρίση – οι οποίες έχουν διαμορφώσει διαφορετικές αντιλήψεις για την εργασία και τη ζωή.



Ζητούν ποιοτικούς όρους εργασίας

Παρά τις δεξιότητές τους, συχνά ακούμε ότι οι νέοι στην Ελλάδα «δεν θέλουν να εργαστούν» ή αποφεύγουν συγκεκριμένα επαγγέλματα. Ο Χρήστος Ιωάννου, οικονομολόγος και σύμβουλος διοίκησης του ΣΕΒ, επισημαίνει ότι αυτή η αφήγηση είναι απλοϊκή και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. «Οι νεότερες γενιές αναζητούν δουλειές που να τους προσφέρουν προοπτική, αξιοπρεπείς αμοιβές και ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Δεν είναι ότι δεν θέλουν να δουλέψουν, αλλά ότι δεν θέλουν να δουλέψουν με όρους που θεωρούν άδικους».

Αυτή η στάση συχνά παρερμηνεύεται ως τεμπελιά ή έλλειψη διάθεσης για εργασία, κάτι που, σύμφωνα με τον κ. Γούλα, δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τα στοιχεία του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ ούτε από την προσωπική του εμπειρία. «Η αντίληψη ότι οι νέοι είναι τεμπέληδες είναι πολύ μυωπική. Δεν μιλάμε για «πληρώστε με να κάθομαι». Μιλάμε για ποιοτικούς όρους εργασίας, για υβριδική εργασία, για τηλεργασία, για ένα παραγωγικό σύστημα έντασης γνώσης». Σημειώνει δε ότι η συνεχής στοχοποίηση των νέων μέσα από άρθρα που τους χαρακτηρίζουν «τεμπέληδες» ή «απαιτητικούς» είναι άδικη και λανθασμένη. Αντί να κατηγορούνται, πρέπει να δοθεί έμφαση στη δημιουργία συνθηκών που θα τους επιτρέψουν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις και τις δυνατότητές τους, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας.

«Η αντίληψη ότι οι νέοι είναι τεμπέληδες είναι πολύ μυωπική. Δεν μιλάμε για “πληρώστε με να κάθομαι”. Μιλάμε για ποιοτικούς όρους εργασίας, για υβριδική εργασία, για τηλεργασία, για ένα παραγωγικό σύστημα έντασης γνώσης»



Οπως προκύπτει, οι νέοι δεν αποδέχονται πλέον άκριτα ένα εργασιακό περιβάλλον που προσφέρει χαμηλές αμοιβές, υπερεργασία και ελάχιστες προοπτικές εξέλιξης. Διεκδικούν καλύτερες συνθήκες, τηλεργασία, υβριδικά μοντέλα απασχόλησης και μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. «Δεν αποδέχεται μια υφιστάμενη αγορά εργασίας, η οποία κατά γενική ομολογία και με τους επίσημους δείκτες αμείβει χαμηλά. Είναι πολύ ευέλικτη ως προς τα ωράρια εργασίας της, με αποτέλεσμα πάνω από το 30% του εργατικού δυναμικού να δουλεύει υπερωριακά και οι μισοί από αυτούς να μην πληρώνονται για τις υπερωρίες τους» σχολιάζει ο κ. Ιωάννου.

Αντί η κοινωνία να βλέπει τη νέα γενιά με καχυποψία και να την κατηγορεί, θα έπρεπε να την ακούσει και να αξιοποιήσει τη γνώση και τις δεξιότητές της, αναφέρουν άλλοι μελετητές του φαινομένου. Οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να απορρίπτουν τις ποιοτικές απαιτήσεις των νέων, αλλά να επενδύσουν σε αυτές, ώστε να πετύχουν έναν ποιοτικό μετασχηματισμό τόσο στην εργασία όσο και στην ίδια την οικονομία. «Θα πρέπει να τους αφουγκραστούν, να συζητήσουν και να χτίσουν πάνω σε αυτή τη λογική, με έναν τρόπο που θα φέρει ποιοτικό μετασχηματισμό και στην εργασία και στην αγορά εργασίας και στις ίδιες τις επιχειρήσεις τους» υπογραμμίζει ο διευθυντής του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ.

«Δεν λείπουν οι άνθρωποι, λείπουν οι δεξιότητες»

Παράλληλα, ο κ. Γούλας επισημαίνει ότι ενώ η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται, παραμένει η υψηλότερη στην Ευρώπη, και την ίδια στιγμή πολλές θέσεις εργασίας μένουν κενές. «Υπάρχουν πολλές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα που είναι κενές. Δεν μπορούν να καλυφθούν με το εργατικό δυναμικό, σε μια φάση που, ενώ πέφτει το ποσοστό ανεργίας, παραμένει όμως το υψηλότερο στην Ευρώπη». Αυτό παρατηρείται κυρίως σε επαγγέλματα χαμηλών προσόντων και δεξιοτήτων, όπως στον τουρισμό, στον επισιτισμό και στο λιανικό εμπόριο, καθώς και στον πρωτογενή τομέα.

Σύμφωνα με τον Χρήστο Ιωάννου «σήμερα δεν λείπουν οι άνθρωποι, λείπουν οι δεξιότητες». Η ελληνική αγορά εργασίας αντιμετωπίζει μια σύνθετη κρίση: από τη μία, οι επιχειρήσεις αναζητούν εργαζομένους με συγκεκριμένες δεξιότητες που δεν βρίσκουν. Από την άλλη, πολλοί από αυτούς νιώθουν ότι οι θέσεις που προσφέρονται δεν τους παρέχουν τις απολαβές ή τις συνθήκες που επιθυμούν. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογική εξέλιξη και οι αλλαγές στην παραγωγή έχουν διαμορφώσει νέα δεδομένα. «Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά κυρίως ποιοτικό» εξηγεί ο κ. Ιωάννου. «Εχουμε πολλές θέσεις εργασίας που μένουν κενές, αλλά και πολλούς ανέργους που δεν μπορούν να τις καλύψουν λόγω αναντιστοιχίας δεξιοτήτων».

Οι μεταβολές στην αγορά εργασίας

Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, βιώνει τις επιπτώσεις μιας παγκόσμιας αλλαγής. Η πανδημία, η ψηφιοποίηση, η ενεργειακή κρίση και οι δημογραφικές μεταβολές έχουν επιταχύνει τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό εργασιακό μοντέλο. Ορισμένα επαγγέλματα εξαφανίζονται, ενώ άλλα απαιτούν πιο εξειδικευμένες γνώσεις. «Ο εργαζόμενος σήμερα πρέπει να είναι διαρκώς έτοιμος να εκπαιδευτεί και να προσαρμοστεί» σημειώνει ο κ. Ιωάννου.

Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι οι μισθοί σε πολλές θέσεις παραμένουν χαμηλοί σε σχέση με το κόστος ζωής. Παράλληλα, η ελλιπής εφαρμογή εργασιακών δικαιωμάτων και οι απαιτήσεις για συνεχώς αυξανόμενη ευελιξία αποθαρρύνουν πολλούς από το να αποδεχθούν συγκεκριμένες δουλειές. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε το πρόβλημα της απασχόλησης μέσα από τα παλιά μοντέλα» καταλήγει ο ίδιος.

«Οι επιχειρήσεις πρέπει να επενδύσουν στην εκπαίδευση των εργαζομένων, αλλά και να προσφέρουν ελκυστικότερα πακέτα αποδοχών και συνθηκών εργασίας».

«Από την άλλη, οι εργαζόμενοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η διαρκής μάθηση είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της επαγγελματικής τους ζωής». Το ερώτημα, επομένως, δεν είναι μόνο γιατί οι εργοδότες δεν βρίσκουν εργαζομένους, αλλά και αν είναι διατεθειμένοι να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Σε μια εποχή που η εργασία μετασχηματίζεται ραγδαία, η λύση δεν βρίσκεται στην αμοιβαία καχυποψία, αλλά στη συνεργασία και στην προσαρμογή.

Βάντα Γρυπάρη

«Θα δουλέψεις Σάββατο χωρίς να πληρωθείς, αλλιώς θα φύγεις»

Η 27χρονη ιδιωτική υπάλληλος Βάντα Γρυπάρη μεταφέρει στο «Βήμα» τη δική της εμπειρία γεμάτη δυσκολίες και αδικίες όταν ξεκίνησε να εργάζεται σε επιχείρηση σε ηλικία 21 χρόνων και παρέμεινε εκεί για τρία χρόνια. «Σε προηγούμενη δουλειά μου σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον χώρο της αισθητικής, οι εργοδότες φέρονταν στους υπαλλήλους πολύ άσχημα» λέει. «Ενα από τα πιο σοβαρά παραπτώματα ήταν η καθυστέρηση στις πληρωμές. Είχε τύχει να με αφήσουν 2 μήνες απλήρωτη. Τους ζητούσα τα χρήματά μου και μου έλεγαν “από Δευτέρα”. Και με πήγαιναν από Δευτέρα σε Δευτέρα… Στο μεταξύ, με είχαν να δουλεύω δεκάωρο για 800 ευρώ» αναφέρει.

Η αδικία δεν σταματούσε εκεί. Η Βάντα παρατήρησε ότι οι προηγούμενες εργαζόμενες στην ίδια θέση έπαιρναν υψηλότερο μισθό, παρά το γεγονός ότι εκείνη έκανε την ίδια δουλειά. «Υπήρχαν κορίτσια πριν από εμένα που δούλευαν το ίδιο ωράριο, και έπαιρναν από ένα χιλιάρικο. Οταν αυτές έφυγαν, εγώ συνέχισα στο ίδιο ωράριο με πολύ λιγότερα χρήματα. Αύξηση δεν έγινε ποτέ» λέει με πικρία. Η επιχείρηση δεν σεβόταν ούτε τον χρόνο ούτε την προσπάθεια των εργαζομένων. Καταπατούσε δε και την ιδιωτικότητά τους. «Μας παρακολουθούσαν. Αν έπαιρνες το κινητό σου, μιλούσαν υποτιμητικά: “Είσαι εκεί για να δουλεύεις, όχι για να ασχολείσαι με το κινητό”» θυμάται η ίδια.

Οι απειλές ήταν συχνό φαινόμενο. «Αν δεν έρθεις Σάββατο χωρίς να πληρωθείς, εννοείται θα φύγεις» άκουσε κάποτε. Επιπλέον, η εταιρεία δεν τήρησε τις βασικές της υποχρεώσεις: «Από τα τρία χρόνια που ήμουν εκεί, τα δύο δεν μου κόλλησαν τα ένσημα. Εκανα ηλεκτρονική καταγγελία και τα πήρα τώρα» συνεχίζει. Η Βάντα αναγνωρίζει ότι η ανασφάλειά της την έκανε να δυσκολεύεται να θέσει όρια. «Είμαι ένας άνθρωπος που δύσκολα μπορώ να επιβάλω τα όριά μου. Φοβάμαι, έχω ανασφάλεια. Αυτό φαίνεται προς τα έξω και οι εργοδότες με κάνουν ό,τι θέλουν» εξηγεί.

Ωστόσο, πιστεύει ότι οι νέοι πρέπει να μάθουν να μη δέχονται την εκμετάλλευση.
«Συμφωνώ ακράδαντα με το να θέτεις τα όριά σου. Το να μένεις κάθε μέρα για να βγάζεις τη δουλειά του εργοδότη, η οποία δεν είναι καν δική σου επιχείρηση, δεν γίνεται. Γιατί ποτέ και κανείς δεν πληρώνει υπερωρίες έτσι». Η Βάντα αναφέρει ότι υπάρχει μια μερίδα νέων που δεν δείχνουν την ίδια εργατικότητα, αλλά επισημαίνει ότι αυτό δεν ισχύει για όλους.

Γιώργος Τσ.

«Θα χρειαστεί να είσαι διαθέσιμος και εκτός ωραρίου»

Ο Γιώργος Τσ., ένας 25χρονος νέος που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, μοιράζεται με «Το Βήμα» όλα όσα βίωσε από μια δουλειά που αρχικά φαινόταν ως η λύση στην ανεργία του, αλλά τελικά αποδείχθηκε μια απογοητευτική εμπειρία. Ο Γιώργος βρισκόταν άνεργος για μερικούς μήνες και έψαχνε απεγνωσμένα για μια θέση εργασίας στον τομέα του. Οταν βρήκε μια αγγελία για μια θέση σε μια μεγάλη εταιρεία με καλό όνομα στην αγορά, νόμιζε ότι είχε βρει τη λύση.

Η θέση φαινόταν να ταιριάζει με τις δεξιότητες και την εμπειρία του, οπότε έστειλε το βιογραφικό του και σε λίγες μέρες τον κάλεσαν για συνέντευξη. Η συνέντευξη άρχισε κανονικά. Ο εργοδότης εξήγησε τα καθήκοντα της θέσης, τα οποία ακούγονταν λογικά και εφικτά. Ωστόσο, καθώς προχωρούσε η συζήτηση, άρχισαν να εμφανίζονται οι υπερβολικές απαιτήσεις.

«Θα χρειαστεί να είσαι διαθέσιμος και εκτός ωραρίου, ειδικά σε περίοδο κορύφωσης της εργασίας» του είπε ο εργοδότης. «Μερικές φορές θα χρειαστεί να μείνεις αργά, ακόμα και μέχρι τις 10 το βράδυ. Είσαι οκ με αυτό;». Ο Γιώργος, που δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία, προσπάθησε να είναι ευγενικός.

«Αν είναι απαραίτητο και δεν συμβαίνει συχνά, μπορώ να το συζητήσω» απάντησε. Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Οι υπερωρίες και η διαθεσιμότητα εκτός ωραρίου δεν ήταν εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. «Τελικά, ήταν κάτι που γινόταν αρκετά συχνά. Δεν το άντεξα παραπάνω από 5 μήνες και έτσι αποχώρησα» λέει ο ίδιος.

tovima.gr

error: Content is protected !!