

Από τη βύθιση του «Αγία Ζώνη» στη Σαλαμίνα έως την απόφαση της Δικαιοσύνης: Το δικαστικό χρονικό του μεγαλύτερου περιβαλλοντικού εγκλήματος στον Σαρωνικό
ΑΡΘΡΑ (ΕΙΔΗΣΕΙΣ)ΕΛΛΑΔΑΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ 7 Ιουλίου 2025 fonisalaminas

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιά κατά πλειοψηφία αποφάνθηκε ότι το ναυάγιο ήταν ένα περιβαλλοντικό έγκλημα που τελέστηκε με δόλο και μάλιστα με στόχο το οικονομικό όφελος.
Ελήφθη απόφαση από τη Δικαιοσύνη για μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις που συνέβησαν στις ελληνικές θάλασσες εδώ και δεκαετίες, το ναυάγιοτου τάνκερ Αγία Ζώνη ΙΙ, για το οποίο οι εμπλεκόμενοι -αλλά και όσοι είχαν σοκαριστεί με την περιβαλλοντική αυτή καταστροφή- περίμεναν τη δικαιοδοτική κρίση για περισσότερο από 7 χρόνια.
Το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου Αγία Ζώνη ΙΙ συνέβη τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Σεπτεμβρίου 2017 στον Σαρωνικό Κόλπο, κοντά στη Σαλαμίνα. Το πλοίο, ηλικίας άνω των 40 ετών, ήταν αγκυροβολημένο και μετέφερε περίπου 2.500 τόνους μαζούτ και πετρελαίου κίνησης. Υπό αρχικά αδιευκρίνιστες συνθήκες, βυθίστηκε, προκαλώντας εκτεταμένη θαλάσσια ρύπανση, που εξελίχθηκε σε μία από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές στην περιοχή.
Το μαζούτ διέρρευσε και άρχισε να εξαπλώνεται στις ακτές του Πειραιά, της Σαλαμίνας, ακόμα και στη Γλυφάδα και στο Καλαμάκι, προκαλώντας μαύρη πετρελαιοκηλίδα και πλήττοντας την πανίδα, τη θαλάσσια ζωή και τον τουρισμό. Σύμφωνα με την πρόταση της εισαγγελέως, υπολογίζεται ότι διέρρευσαν 500 – 700 τόνοι μαζούτ σε έκταση 30 χιλιομέτρων ακτογραμμής Αττικής Δραπετσώνα – Καβούρι.

Πέρα από τις αντιδράσεις για την καθυστερημένη και ανεπαρκή αντίδραση των αρχών στον περιορισμό της ρύπανσης, κάτι που ανέδειξε τις σοβαρές αδυναμίες στον μηχανισμό πρόληψης και αντιμετώπισης ναυτικών ατυχημάτων, η υπόθεση πήρε διαστάσεις και σε ποινικό επίπεδο. Οι εμπλεκόμενοι αντιμετώπισαν σοβαρές κατηγορίες για αδικήματα όχι μόνο από αμέλεια, αλλά και από δόλο, καθώς εξαρχής ήταν αμφιλεγόμενο το πώς βυθίστηκε ένα δεξαμενόπλοιο εντός αγκυροβολίου Πειραιά και σε ήρεμες καιρικές συνθήκες.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιά κατά πλειοψηφία αποφάνθηκε ότι το ναυάγιο ήταν ένα περιβαλλοντικό έγκλημα που τελέστηκε με δόλο και μάλιστα με στόχο το οικονομικό όφελος. Οι ποινές που επιβλήθηκαν κατά πλειοψηφία ήταν 12 χρόνια κάθειρξη με αναστολή μέχρι την εκδίκαση στο Εφετείο, καθώς και οικονομικά πρόστιμα.
Το NB Daily συνομίλησε με την Άννα Βαφειάδου, Υπεύθυνη νομικού τομέα, WWF Ελλάς, του οργανισμού που ήδη από τις πρώτες ημέρες της καταστροφής έπαιξε σημαντικό ρόλο στον δρόμο προς μια αποτελεσματική εκδίκαση της υπόθεσης, υποβάλλοντας αρχικά μήνυση κατά παντός υπευθύνου και ζητώντας να αποδοθεί περιβαλλοντική δικαιοσύνη. Λίγες μέρες αργότερα, το WWF Ελλάς υπέβαλε συμπληρωματικό υπόμνημα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά και κάθε αρμόδια αρχή με δορυφορικές εικόνες αποτύπωσης της εξάπλωσης της πετρελαιοκηλίδας. Παράλληλα, το WWF Ελλάς, όλα αυτά τα χρόνια μέχρι την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας πίεζε για πρόοδο στην ανάκριση και παραπομπή των υπαιτίων στη δικαιοσύνη, καταθέτοντας σειρά από υπομνήματα στους αρμόδιους εισαγγελείς, ενώ τον Δεκέμβριο του 2020υπέβαλε αναφορά στον Άρειο Πάγο απαιτώντας επίσπευση.
Πρόκειται για ένα άκρως ενδιαφέρον χρονικό που αποτυπώνει πώς ένα συμβάν μετατράπηκε σε οικολογική κρίση και δημιουργεί νομικό προηγούμενο για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα, με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να διαμορφώνει νομολογία επί των σχετικών ζητημάτων, εφαρμόζοντας εμφατικά την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

«Η πρόβλεψη και επιβολή αναλογικών και αποτρεπτικών ποινών συμβάλει ουσιαστικά-δίχως όμως να αποτελεί το μοναδικό εχέγγυο-στην αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. Στην περίπτωση του ναυαγίου του δεξαμενόπλοιου Αγία Ζώνη ΙΙ, οι ποινές που επιβλήθηκαν από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιώς βασίζονται και στο περιβαλλοντικό δίκαιο, συγκεκριμένα στον νόμο 1650/1986 όπως ισχύει, και μπορούν να συμβάλουν στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και την αποτροπή τέλεσης παρόμοιων περιβαλλοντικών εγκλημάτων. Ωστόσο, κατά την ακροαματική διαδικασία αναδείχθηκαν και συστηματικές ελλείψεις (ιδίως στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, παρακολούθησης, και αντίδρασης σε κάθε είδους απορρίψεις υδρογονανθράκων από οποιαδήποτε πηγή) που καθιστούν ευάλωτο το θαλάσσιο περιβάλλον σε παρόμοια αδικήματα». Άννα Βαφειάδου, Υπεύθυνη νομικού τομέα, WWF Ελλάς
Ο δρόμος προς το ακροατήριο
Για τα αίτια και τις συνθήκες της βύθισης ορίστηκαν από τις ανακριτικές αρχές ως ανεξάρτητοι τεχνικοί σύμβουλοι, τρεις διαφορετικοί πραγματογνώμονες, εξειδικευμένοι στη ναυπηγία και τη μηχανολογία, ένας εκ των οποίων ήταν και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Οι συγκεκριμένοι, παρότι προσέγγισαν το συμβάν από διαφορετική οπτική, συνέκλιναν στα βασικά σημεία σχετικά με το πώς και γιατί βυθίστηκε το πλοίο.
Και οι τρεις εκθέσεις συμφώνησαν ότι η βύθιση προκλήθηκε από σταδιακή κατάκλυση δεξαμενών έρματος στη δεξιά πλευρά του πλοίου, που οδήγησε σε απώλεια ευστάθειας και τελικά σε εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο. Με απλά λόγια, οι ειδικοί κατέληξαν όλοι στο συμπέρασμα ότι άρχισε να μπαίνει από τα δεξιά νερό σε δεξαμενές που κανονικά γεμίζουν μόνο με θαλασσινό νερό για να ισορροπεί το πλοίο, με αποτέλεσμα να γέρνει όλο και περισσότερο προς τα δεξιά, να χάνει την ισορροπία του και τελικά να βυθίζεται λόγω εισροής υδάτων σε όλο το εσωτερικό του και το μηχανοστάσιο.
Όλοι οι πραγματογνώμονες συμφώνησαν επίσης ότι η ρύπανση ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της βύθισης, με τα πιθανά σημεία διαρροής να εντοπίζονται σε ανοιχτά ή ελλιπώς σφραγισμένα καλύμματα των δεξαμενών. Επιπλέον, δόθηκε έμφαση στις ευθύνες του ανθρώπινου παράγοντα, αφού το πλοίο, αν και φορτωμένο, δεν διέθετε πλήρωμα ασφαλείας, γεγονός που συνιστά παράβαση της ναυτικής νομοθεσίας.
Η υπεράσπιση συντάχθηκε εξαρχής με την πραγματογνωμοσύνη του ΕΜΠ που έκανε λόγο για «εκρηκτική φόρτιση». Η εκδοχή της υπεράσπισης ήταν ότι άγνωστοι τοποθέτησαν εκρηκτικό μηχανισμό εξωτερικά του πλοίου.
Όμως, τονίστηκε ότι, αν και οι κατηγορούμενοι υποστήριζαν ότι το πλοίο βυθίστηκε από ατύχημα, δηλαδή από κάποια τυχαία ζημιά ή αστοχία υλικού, και όχι από ανθρώπινη ενέργεια, διαπιστώθηκαν ρήγματα (σχισίματα ή τρύπες) σε σημεία που δεν ευθυγραμμίζονται με την εκδοχή του ατυχήματος.
Ειδικότερα, τα ρήγματα δεν βρέθηκαν στο κάτω μέρος του πλοίου, όπου θα περίμενε κανείς να υπάρχουν αν είχε χτυπήσει στον βυθό ή σε βράχο, αλλά βρέθηκαν ψηλότερα και σε συγκεκριμένες δεξαμενές, σαν να είχαν ανοίξει από μέσα προς τα έξω ή είχαν προκληθεί εσκεμμένα.
Με βάση τα παραπάνω το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς παρέπεμψε σε δίκη πέντε πρόσωπα, ενώ άλλοι τέσσερις απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες λόγω έλλειψης επαρκών ενδείξεων.
Οι βασικοί κατηγορούμενοι ήταν ο πλοίαρχος του δεξαμενόπλοιου, ο νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της πλοιοκτήτριας εταιρείας «Αγία Ζώνη ΙΙ Ναυτική Εταιρεία» και ο επικεφαλής του ναυτιλιακού ομίλου με δραστηριότητα σε ρυμουλκήσεις και ανελκύσεις πλοίων, ενώ κατηγορήθηκαν και ένα μέλος του πληρώματος και ο μηχανοδηγός.
Οι κατηγορίες
Οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη για τα εξής αδικήματα:
- Πρόκληση ρύπανσης με πρόθεση και κατά συναντουργία, με σκοπό οικονομικού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, η οποία είχε ως επακόλουθο σοβαρή και ευρεία ρύπανση και υποβάθμιση, καθώς και σοβαρή και ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη και καταστροφή.
- Πρόκληση ναυαγίου με πρόθεση από την οποία προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο κατά συναυτουργία.
- Απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοίο, κατά συναυτουργία, από την οποία προκλήθηκε υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος, εξαιτίας της σοβαρότητας της οποίας (υποβάθμισης) δημιουργήθηκε κίνδυνος ευρείας οικολογικής διατάραξης και καταστροφής.
- Ηθική αυτουργία από κοινού και κατά συρροή στις ανωτέρω πράξεις.
Τα κρίσιμα συμπεράσματα της ανάκρισης
Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη μαρτυρικές καταθέσεις, πορίσματα πραγματογνωμόνων, ανακριτικές πράξεις και τεχνικές αναλύσεις, κατέληξε ότι η βύθιση του πλοίου δεν οφείλεται σε φθορά ή ατύχημα, αλλά σε ενέργεια τεχνητής εισροής θαλασσινού νερού στις δεξαμενές έρματος, προκειμένου να προκληθεί εσκεμμένα η απώλεια πλευστότητας.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη δικογραφία, οι κατηγορούμενοι δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα για την αποτροπή της καταστροφής. Το πλοίο άρχισε να παίρνει επικίνδυνη κλίση και παρά τα εμφανή σημάδια επικείμενης βύθισης, δεν ελήφθησαν ενέργειες για τη διάσωση ή την απάντληση υδάτων, ούτε για τη μεταφορά του πλοίου σε ασφαλέστερη θέση, ενώ μετά τη βύθιση, οι κατηγορούμενοι επέδειξαν ολιγωρία και καθυστέρηση στην ενημέρωση των λιμενικών και στις ενέργειες περιορισμού της ρύπανσης. Χαρακτηριστικά, η ανάθεση απορρύπανσης έγινε μετά από δύο και πλέον ώρες, παρά την άμεση ανάγκη αντιμετώπισης της πετρελαιοκηλίδας.
Οι πράξεις χαρακτηρίστηκαν ως προϊόν συντονισμένου σχεδίου μεταξύ πλοιάρχου, πλοιοκτήτη και του επικεφαλής του συνεργείου ανελκύσεως, με το κίνητρο να αποδίδεται σε οικονομικά οφέλη.
Η ακροαματική διαδικασία
Στην ακροαματική διαδικασία της δίκης για το ναυάγιο του «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ», το δικαστήριο μετατράπηκε σε πεδίο έντονης αντιπαράθεσης, τεχνικών αναλύσεων αλλά και φορτισμένων στιγμών που θα ταίριαζαν σε δικαστικό δράμα.
Οι συνεδριάσεις ξεκίνησαν με την κατάθεση των βασικών μαρτύρων από το Λιμενικό και το Υπουργείο Ναυτιλίας, οι οποίοι περιέγραψαν με λεπτομέρειες την αδράνεια των υπευθύνων μετά τη βύθιση, αλλά και τις ασυνήθιστες συνθήκες υπό τις οποίες ενημερώθηκαν οι αρχές. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο διευθυντής της Διεύθυνσης Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος, το Λιμενικό έλαβε το πρώτο σήμα όχι από το πλήρωμα ή τον πλοιοκτήτη, αλλά από… το δικηγορικό γραφείο τους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, η υπερασπιστική γραμμή επιχείρησε να αποδομήσει τα τεχνικά πορίσματα και να αποδώσει τη βύθιση σε τυχαία συμβάντα ή δομικές αδυναμίες του γηρασμένου πλοίου. Από την άλλη πλευρά, οι μάρτυρες κατηγορίας και ειδικά οι τεχνικοί εμπειρογνώμονες ενίσχυσαν την υπόθεση περί προσχεδιασμένης ενέργειας.
Το WWF Ελλάς ήταν παρόν σε κάθε δικάσιμο και οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτού όταν εξετάστηκαν ως μάρτυρες στο ακροατήριο κατέθεσαν σειρά παρατηρήσεων για την αμεσότητα της ρύπανσης, την καταστροφή οικοσυστημάτων και την ανεπαρκή αντίδραση των υπευθύνων.
Η κορύφωση ήρθε στην πρόταση της Εισαγγελέως, η οποία μίλησε με έντονο ύφος για οργανωμένο σχέδιο βύθισης, επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να πεισθεί για τη σώρευση τόσο πολλών συμπτώσεων που οδήγησαν στο ναυάγιο και την κάκιστη διαχείρισή του μετά, υποδεικνύοντας την ύπαρξη δόλου.
Συνολικά, η ακροαματική διαδικασία κράτησε 7 μήνες, με εναλλαγές τεχνικών λεπτομερειών και επεισοδίων με έντονη φόρτιση. Η απόφαση του δικαστηρίου προκάλεσε ικανοποίηση σε όσους μιλούσαν για περιβαλλοντικό έγκλημα.
Η απόφαση του δικαστηρίου
Η πολυαναμενόμενη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιώς εκδόθηκε στις 15 Μαΐου 2025 και αποτέλεσε την κορύφωση μίας μακράς και πολυετούς διαδικασίας. Το δικαστήριο, έπειτα από εξαντλητική αξιολόγηση καταθέσεων, εγγράφων και τεχνικών πορισμάτων, κατέληξε σε μια σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στους πέντε κατηγορουμένους, διατηρώντας καταδικαστική στάση απέναντι σε τρεις εξ αυτών, ήτοι σε όσους βρίσκονταν σε θέσεις ευθύνης, ενώ έκρινε αθώους τον ναύτη και τον μηχανοδηγό.
Συγκεκριμένα, ένοχοι κρίθηκαν ο πλοίαρχος του πλοίου, ο ιδιοκτήτης και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας «Αγία Ζώνη» και ο επικεφαλής της ρυμούλκησης και ανέλκυσης. Η καταδίκη τους οδήγησε στην επιβολή συνολικής ποινής 12 ετών κάθειρξης, με ανασταλτικό όμως αποτέλεσμα έως την έφεση, ενώ επιπλέον επιβλήθηκαν συνολικά χρηματικές ποινές ύψους 150.000 ευρώ.
Το κυριότερο σημείο της απόφασης είναι ότι το δικαστήριο έκρινε ότι το ναυάγιο προκλήθηκε με δόλο από τα άτομα που διαχειρίζονταν το πλοίο, ενώ επιπλέον ότι οι κατηγορούμενοι συνέβαλαν εκ προθέσεως στη ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, με στόχο τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους, παραλείποντας να ενεργήσουν όταν διαπίστωσαν την κλίση και τη σταδιακή κατάκλυση του πλοίου. Η απόφαση στηρίχθηκε στην αποδοχή ότι δεν υπήρξε ατύχημα ή αιφνίδιο τεχνικό πρόβλημα, αλλά αδικαιολόγητη αδράνεια και εγκατάλειψη του σκάφους από πρόσωπα που είχαν την ευθύνη της επιτήρησής του.
Επιπλέον, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν την κρισιμότητα της κατάστασης, εγκατέλειψαν το πλοίο χωρίς να ειδοποιήσουν καμία αρμόδια αρχή και χωρίς να προβούν σε οποιοδήποτε μέτρο αποτροπής της βύθισης. Στο σκεπτικό της απόφασης γίνεται σαφής αναφορά στο γεγονός ότι κανείς από τους δύο δεν επικοινώνησε ούτε με τον Θάλαμο Επιχειρήσεων ούτε με τον διαχειριστή της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Ειδικά για τον πλοίαρχο, σημειώθηκε ότι μετά τη βύθιση απενεργοποίησε το κινητό του τηλέφωνο, ενέργεια η οποία ερμηνεύτηκε ως ένδειξη συνειδητής απόκρυψης.
Συνοψίζοντας, η δικαστική κρίση επιβεβαίωσε ότι το ναυάγιο του «Αγία Ζώνη ΙΙ» δεν προκλήθηκε από τεχνικό ατύχημα ή τυχαία παράλειψη, αλλά από μια σειρά ενεργειών και παραλείψεων με δόλο, οι οποίες είχαν άμεσο αποτέλεσμα την πρόκληση του ναυαγίου, την απόρριψη ρυπογόνων ουσιών στη θάλασσα και την περιβαλλοντική υποβάθμιση με σκοπό προσπορισμού οικονομικού οφέλους.
daily.nb.org