ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΠΟΙΗΣΗΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 20 Φεβρουαρίου 2024 fonisalaminas
Επιμέλεια Λίλυ Νούραη
Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ιάσημος Έλληνας ποιητής και λογοτέχνης με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζαν Μορεάς (Jean Moréas), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου του 1856 και πέθανε στο Παρίσι στις 30 Μαρτίου του 1910. Έγραψε ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά αλλά είναι περισσότερο γνωστός για τη συνεισφορά του στα γαλλικά γράμματα με το ψευδώνυμο Ζαν Μορεάς. Ήταν γιος του Αδαμάντιου Παπαδιαμαντόπουλου, από την Πάτρα, εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Σπούδασε νομικά στη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου και από πολύ νέος εντάχθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους των Παρισίων, λαμβάνοντας και το ψευδώνυμο Ζαν Μορεάς. Κατά την επιστροφή του για λίγο στην Αθήνα συμμετείχε στους πνευματικούς κύκλους της ελληνικής πρωτεύουσαν και το 1878 εξέδοσε την μοναδική ποιητική συλλογή του σε ελληνική γλώσσα, με τον τίτλο «Τρυγόνες και Έχυδναι», για την οποία ο βάρδος της ελληνικής Ποίησης Κωστής Παλαμάς, είχε αποφανθεί πως με αυτήν ο ποιητής, «ήταν σαν να αποχαιρετούσε κάτι που έσβηνε», εννοώντας πως αποχαιρετούσε τον ποιητικό λογιοτατισμό του ποιητικού λόγου της εποχής και περνούσε στην έκφραση της γενιάς του 1880, η οποία διακρινόταν από την τάση του «συμβολισμού».
Αυτόν ακριβώς τον «συμβολισμό» υπηρέτησε και ο Μορεάς επιστρέφοντας στην Γαλλία κατά το 1880 και όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1886, μάλιστα, δημοσίευσε στην μεγάλη εφημερίδα «Figaro», το «Μανιφέστο του Συμβολισμού», όπου και δικαιολογούσε την «φυσική ανάπτυξη της μετρικής», των Μαλαρμέ και Βερλαίν, οι οποίοι θεωρούνται και οι ηγήτορες αυτής της ποιητικής σχολής.
Τα δύο ποιήματα, τα οποία ακολουθούν, είναι από την ποιητική συλλογή του «LES CANTILENES», σε μετάφραση του επίσης μεγάλου Έλληνα ποιητή Τέλλου Άγρα.
ΠΟΘΟΣ ΝΑ ΖΕΙΣ…
Πόθος να ζεις, και να σταθείς όλβιος, ιδέα κι’ απάτη
κι’ αγρίμι ακαταδάμαστο με τ’ άπαρτα κεφάλια.
Μ’ όλο της το φθινόπωρο και τ’ άφυλλο στεφάνι,
Μα τις βουλές σου ν’ ακλουθά η ψυχή δε μου αποσταίνει.
Γιατί ποτές μου, αλλοίμονο! Δε δύνομαι να μοιάσω
του συνετού, που ο λογισμός την αίσθηση σκοτώνει.
Σωρόν εντός μας θρέφομε, που δε χορταίνουν ταύρους,
Και την περίγελη έπαρση που τρώγεται για αμάχη.
Μια μέρα, ως τόσο, ας έστεργες, γερό κι άρραγο πείσμα
της Μοίρας, ο άκληρος εγώ να ρίξω στο σημάδι,
κι ας ήταν άνεση να βρω κι αλάφρωμα μια στάλα;
Τον τρυγητό να σύναζα, και της μυρτιάς το φύλλο
που πέφτει! Κι από των νερών να φυλαχτώ το σάλο,
που τόσες εναυάγησα φορές μπρος σε λιμάνι.
ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ
Των ανθρώπων ο αχός και των πραγμάτων
σαν κύμα που ξεπνέει, έχουν σωπάσει.
-Τους πάγκαλους σκοπούς σου, που προδίνεις,
Λογάριασε, αν το δύνεσαι, καρδιά μου!
Δέσμες από τριαντάφυλλα σπασμένες
μυρώνουν τες περίλυπες τις αύρες.
– Μέτρησε τες ορμές σου, που έχουν στέρξει,
τις πτήσεις σου, που εκλείσαν τις φτερούγες.
-Μα ο γλυκύς ουρανός θερινής νύχτας
της πολιτείας ευλογάει τον ύπνο•
ας πάμε όπου βολεί και δίχως μίσος!
Μιας που η ζωή είναι ασήμαντη κι ανάξια,
κατάντικρυ ας καπνίσω στη σελήνη
την πίπα μου την αγριοκερασένια.