Έλληνες και Ξένοι Ποιητές
Επιμέλεια Λίλυς Νούραη
Την απεικόνιση του Θείου Δράματος, αμέσως μετά αυτό το θλιβερό γεγονός το 33 μ.Χ., όταν μετά από μία δίκη παρωδία, ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός οδηγήθηκε στον σταυρικό θάνατο, εξύμνησαν και συνεχίζουν να εξυμνούν στα πέρατα της Γης, ποιητές όλου του κόσμου και όλων των αιώνων.
Ποιητικά αριστουργήματα, γεμάτα από συγκίνηση, πάθος και οργή, κοσμούς έως σήμερα τον παγκόσμιο κόσμο της Ποίησης, για το φρικαλέο αυτό έγκλημα κατά του ίδιου του Ανθρώπου, στο πρόσωπο του Θεανθρώπου.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, και καθώς το Δράμα του Κυρίου κορυφώνεται, ας επιλέξουμε λίγα θρηνητικά και λυγμικά ποιήματα, τα οποία έχουν γραφεί γι’ Αυτόν και τον θάνατό Του, από άξιους Ποιητές.
Κωστής Παλαμάς
ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,
θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν
«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,
μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου
στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες
χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.
Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα
της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν
θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν
μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.
Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα
με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,
πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,
τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.
Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι
σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:
«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..»
Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι
κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,
ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα
της εκκλησιάς…
οοοοοοοοοοο
Κωνσταντίνος Καρυωτάκης
ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ
«Κι ακλούθησε του Γολγοθά το δρόμο
φορώντας αγκαθένιο ένα στεφάνι
κι ένα σταυρό σηκώνοντας στον ώμο.
Αυτός που ’ρθε να ζήσει, να πεθάνει,
προς την Αλήθεια για ν’ ανοίξει κάποιο δρόμο.
Να Του καρφώσουν άφησε τα χέρια
και σα ληστή με τους ληστές κοιτούσε
να Τον κοιτάνε —οι ματιές σαν μαχαίρια.
Αυτός που τη χαρά μόνο σκορπούσε
και μοναχά για να βλογάει είχε τα χέρια.
Σαν άνθρωπος στα νύχια του θανάτου
παράδερνε, σαν άνθρωπος τη φύση
εχάιδεψε με τη στερνή ματιά Του.
Αυτός που είχε τη ζωή στον κόσμο χύσει
και που ήταν πάνω από τους νόμους του θανάτου.»
οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο
Κώστας Βάρναλης
Οἱ ΠΟΝΟΙ ΤῆΣ ΠΑΝΑΓΙᾶΣ
Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;..
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰν κορφὴν ἐρημική;..
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ’ ἄδικο φωνάξης.
Ξέρω πὼς θάχης τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.
Σὺ θάχης μάτια γαλανά, θάχης κορμάκι τρυφερὸ-
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο – ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τὴ νύχτα θὰ σηκώνωμαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν’ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστό,
νὰ σοῦ τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομῆλι,
κ’ ὕστερ’ ἂπ’ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
πού θὰ πηγαίνῃς στὸ σκολειὸ μὲ πλάκα καὶ κοντύλι…
Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ’ ἀλήθεια- φῶς τῆς ἀστραπῆς-
χτυπήσει ὁ Κύρης τὰ’ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴν τὰ πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἄνθρωποι – δὲν μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶναι ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς…
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθῆς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!
οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο
Γ. Βερίτης
ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ
Μὲ τὴν αὐγὴ ξεκίνησαν καὶ πᾶνε οἱ Μυροφόρες
κι’ εἶναι λουσμένες στ’ ὀρθρινὸ τὸ φῶς καὶ χρῶμα οἱ χῶρες.
Κι’ ἐσύ, ψυχή μου ξάγρυπνη, τὸ μονοπάτι παίρνεις,
κι’ ἀντὶς γιὰ νάρδο κι ἄρωμα τὰ δάκρυά σου φέρνεις,
π’ ἀνάβλυσαν θερμὰ – θερμὰ στῆς ἀγωνίας τὶς ὧρες.
οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο
Στράτος Κοντόπουλος,
ΑΝΘΗ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ
Στάθηκα λίγο παραπάνω δίπλα στὸν ἐπιτάφιο
καὶ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἐπίτροπος κοίταξε πέρα,
ἅρπαξα ὅσα ἄνθη μποροῦσα καὶ τάκρυψα στὴν τσάντα
Μισερὰ δὲν ἤσαν· εἶχαν ὅλο το κοτσάνι τους,
τὰ φύλλα ἔδειχναν φρέσκα, ρόδα κατάλευκα καὶ δροσερὰ
Τὰ ἔβαλα σὲ βάζο, ἄνοιξα τὰ παράθυρα, ἡ μυρωδιά τους
συμπλέχθηκε μὲ κείνη τοῦ γιασεμιοῦ στὸν ἀπέναντι κῆπο
Ὅπως τὸ περίμενα – ὅπως τὸ περίμενα ἀκριβῶς-
μαράθηκαν, σὲ τρεῖς ὧρες σκόρπισαν στὸ πάτωμα νεκρὰ
Μέρος τρίτο λοιπὸν πειράματος, σημείωσις ἡμερολογίου:
«Ἄνθος ἠγιασμένο ἐφαπτόμενον μετὰ σαρκίου θνητοῦ
θανάτω θάνατον εὑρίσκει, θανάτω θάνατον οὐ ἀπατῆσαι..»
Ἔτσι, γιὰ νὰ μὴν νομίζουν τὰ ἄνθη ὅτι μποροῦν νὰ μᾶς γελάσουν,
μὲ τὴν μέθη τῆς εὐωδίας τους
τὸ εὔμορφον τῆς ὄψεως
τὴν δανεικὴ ἐπὶ ματαίω ἁγιοσύνη τους
οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο
Κωστής Παλαμάς
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Κ’ έγυρ’ Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε
στο μαύρο το κορμί μου απάνου·
άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψα
κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.
Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.
Τον κόσμο αν εμαρμάρωσα, τον κόσμο τον ανάστησα,
στά πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ώρες.
Δείχνω μια μυστική Χαναάν στα γαλανά υπερκόσμια·
μα εδώ πατρίδες πάναγνες είσαστ’ εσείς, τρεις Χώρες!
Ω πρώτη εσύ, Ιερουσαλήμ! του βασιλιά προφήτη σου
μικρή είν’ η άρπα για να ειπή τη νέα μεγαλωσύνη.
Του Σολομώντα σου ο ναός μ’ αντίκρυσε, και ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν της Ιουδαίας οι κρίνοι.
Κ’ ύστερα υψώθηκα σ’ εσένα, ω Πόλη, εφτάλοφο όραμα,
κ’ έγινα φως των ουρανών, το θάμα του Ιορδάνη,
τους Κωνσταντίνους φώτισα και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι.
Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ’ εσένα, ασύγκριτη,
Αθήνα, των ωραίων πηγή, των εθνικών κορώνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό, και, απόκοτος, αψήφησα
την πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ’ τον Παρθενώνα.
Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς και στεφανώθηκα
την αγριλιά της Αττικής, τη δάφνη απ’ την Ελλάδα,
και ω λόγος πρωταγροίκητος! του Γολγοθά το σύγνεφο
πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.
Τα είδωλα τ’ αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ’ ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπη η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια·
ειν’ εδώ κάπου μια ζωή, και είν’ άξια για να ζήσει.
Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα
σ’ εσένα, ω Γη Πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα.
Σ’ εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κ’ ένα τραγούδι φέρνω σου·
Είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!