Δύο στις τρεις κιλοβατώρες που θα καταναλώνονται στη χώρα το 2030 θα προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές (67%, έναντι 35% που ήταν η επίδοση του 2020), σύμφωνα με τον αναθεωρημένο στόχο που θα περιλαμβάνει το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, που θα ανακοινωθεί το επόμενο διάστημα. Η ανάγκη αναθεώρησης του ΕΣΕΚ προέκυψε ύστερα από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον περασμένο Δεκέμβριο, να ανεβάσει τον στόχο του 2030 για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο 55% σε σχέση με το 1990, από 42% που ήταν πριν. Ανάλογες προσαρμογές θα κάνουν όλες οι χώρες – μέλη της ΕΕ.
Όπως ανέφερε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, στη συζήτηση για τη στρατηγική μετάβασης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, η Ελλάδα θα είναι ίσως η πρώτη χώρα της ΕΕ που θα αναθεωρήσει τον ενεργειακό της σχεδιασμό. Ο διπλασιασμός, περίπου, της συμμετοχής των ΑΠΕ στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας προγραμματίζεται να επιτευχθεί με «κύμα» επενδύσεων όχι μόνο στην κατασκευή νέων μονάδων ΑΠΕ (αιολικών, φωτοβολταϊκών κλπ.) αλλά και στην αποθήκευση ενέργειας (μπαταρίες και αντλησιοταμίευση), τα δίκτυα, τις διασυνδέσεις, την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια με προγράμματα τύπου «Εξοικονομώ», τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών, την εφαρμογή καινοτόμων λύσεων όπως για παραγωγή και χρήση υδρογόνου, δέσμευση των εκπεμπόμενων ρύπων κ.α.
Τελικός ευρωπαϊκός στόχος είναι ο μηδενισμός των καθαρών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ως το 2050, για τον οποίο ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εξέδωσε ειδική έκθεση την περασμένη εβδομάδα στην οποία προτείνονται ρηξικέλευθες λύσεις. Ο ΔΟΕ περιγράφει 400 διαφορετικές παρεμβάσεις στην παγκόσμια οικονομία για την επίτευξη του στόχου των μηδενικών εκπομπών στις οποίες περιλαμβάνονται μέτρα, όπως η απαγόρευση πώλησης αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035, το κλείσιμο όλων των λιγνιτικών, ανθρακικών και πετρελαϊκών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ως το 2040, το «πάγωμα» των νέων εξορύξεων πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, η επιβολή ορίου ταχύτητας 100 χλμ. ανά ώρα στους αυτοκινητοδρόμους από το 2030, υποκατάσταση κοντινών αεροπορικών πτήσεων από μετακινήσεις με σιδηρόδρομο (2050), περιορισμό των συστημάτων θέρμανσης στους 19-20 βαθμούς και ψύξης στους 24-25 βαθμούς Κελσίου (2030), κ.α.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, για να επιτευχθεί ο στόχος του 2050 θα πρέπει το 2030 η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας να μειωθεί κατά 7 % σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι η διεθνής οικονομία θα έχει αναπτυχθεί ως τότε σωρευτικά κατά 40%. Δηλαδή, η αύξηση της παραγωγής θα πρέπει να επιτευχθεί με λιγότερη κατανάλωση ενέργειας.
Κ.Βουτσαδάκης – ΑΠΕ ΜΠΕ