Ινστιτούτο Ρόϊτερς
Η πανδημία του κορονοϊού προκάλεσε δίψα για αξιόπιστες ειδήσεις σε μια περίοδο παγκόσμιας κρίσης και μια σαφής πλειονότητα ανθρώπων επιθυμεί οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί να είναι αμερόληπτοι και αντικειμενικοί, ανακοίνωσε σήμερα το Ινστιτούτο Reuters για την Μελέτη της Δημοσιογραφίας.
Η εμπιστοσύνη στις ειδήσεις αυξήθηκε στην διάρκεια της πανδημίας, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, ενισχύοντας τους οργανισμούς εκείνους που φημίζονται για την αξιόπιστη ειδησεογραφία, παρότι η δυσπιστία ήταν ιδιαίτερα εμφανής στα πολωμένα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ.
Μια σαφής πλειονότητα πολιτών σε διάφορες χώρες θεωρεί ότι τα μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να αντανακλούν μια γκάμα απόψεων και να προσπαθούν να είναι ουδέτερα, ανέφερε το ινστιτούτο στην ετήσια Έκθεσή του για τις Ψηφιακές Ειδήσεις.
“Περάσαμε από μια πολύ σκοτεινή περίοδο και μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης αναγνωρίζει ότι οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί είναι συχνά εκείνοι που ρίχνουν φως σε αυτό το σκοτάδι”, δήλωσε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ρόιτερς, Ράσμους Νίλσεν.
“Έχει καταγραφεί μεγαλύτερη εκτίμηση των αξιόπιστων ειδησεογραφικών μέσων συνολικά. Είναι πολύ εμφανές στην έρευνά μας, από χώρα σε χώρα, από ηλικιακή ομάδα σε ηλικιακή ομάδα, ότι μεγάλες πλειονότητες θέλουν η δημοσιογραφία να προσπαθεί να είναι ουδέτερη”, είπε ο ίδιος στο Reuters.
Η έκθεση είναι βασισμένη σε έρευνες που καλύπτουν 46 αγορές και πάνω από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό.
Η επιταχυνόμενη τεχνολογική επανάσταση σημαίνει ότι το 73% των ανθρώπων έχει σήμερα πρόσβαση στις ειδήσεις μέσω ενός smartphone –από 69% που ήταν το 2020– ενώ πολλοί χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων για να ενημερώνονται ή για να σχολιάζουν τις ειδήσεις.
Το TikTok, η εφαρμογή για κινητά που επιτρέπει την δημιουργία και κοινοποίηση μικρών βίντεο, φθάνει σήμερα στο 24% των ανθρώπων κάτω των 35 ετών με μεγαλύτερα ποσοστά διείσδυσης στην Ασία και την Λατινική Αμερική.
Το Facebook θεωρείται η βασική αρτηρία εξάπλωσης ψευδών ειδήσεων παρότι και κάποιες εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως η WhatsApp, επίσης παίζουν κάποιον ρόλο.
Αλλά οι γίγαντες της τεχνολογίας επίσης λειτούργησαν ως χώροι έκφρασης διαφωνίας, ανέφερε το Reuters Institute, επικαλούμενο διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στο Περού, στην Ινδονησία, στην Ταϊλάνδη, στην Μιανμάρ και στις ΗΠΑ.
Περισσότεροι ήταν εκείνοι που δεν εμπιστεύονταν τις ειδήσεις στις ΗΠΑ — σε σχέση με εκείνους που τις εμπιστεύονταν– όπου η ήττα του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2020 μείωσε τη ζήτηση για ειδήσεις.
Σε γενικές γραμμές, εκείνοι που θεωρούσαν ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι άδικα ήταν εκείνοι που είχαν συντηρητικές πολιτικές θέσεις.
Οι νέοι άνθρωποι, ηλικίας 18 με 24 ετών, οι μαύροι και οι Λατινοαμερικανοί, οι Ανατολικογερμανοί και ορισμένες κοινωνικοοικονομικές τάξεις στη Βρετανία απάντησαν ότι ένιωσαν πως δεν καλύφθηκαν δίκαια από τα μέσα.
Αλλά το συνολικό μήνυμα ήταν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν δίκαιες και ισορροπημένες ειδήσεις και παρά τα αυξανόμενα προβλήματα για το επιχειρηματικό μοντέλο του έντυπου Τύπου πολλοί προτίθενται να πληρώσουν για αυτές.
“Παρότι η αμερόληπτη ή αντικειμενική δημοσιογραφία αμφισβητείται όλο και περισσότερο από κάποιους, συνολικά οι πολίτες υποστηρίζουν έντονα το πρότυπο των αντικειμενικών ειδήσεων. Οι άνθρωποι θέλουν να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για τον εαυτό τους”, έγραψε στην έκθεση ο Κρεγκ Τ. Ρόμπερτσον, ένα μεταδιδακτορικό μέλος του Ινστιτούτου.
Το Ινστιτούτο Reuters για την Μελέτη της Δημοσιογραφίας είναι ένα ερευνητικό κέντρο στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που παρακολουθεί τις τάσεις στα μέσα ενημέρωσης.
Το Ίδρυμα Thomson Reuters, ο φιλανθρωπικός βραχίονας του Thomson Reuters, χρηματοδοτεί το Ινστιτούτο Reuters.
ΑΠΕ ΜΠΕ