Οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι υπεύθυνες για το 4% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ η ανάγκη ενέργειας του τμέα αυτού, αυξάνεται κατά 9% κάθε χρόνο. Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος της ψηφιακής τεχνολογίας αναγνωρίζεται πλέον ως μη βιώσιμος. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η αύξηση μπορεί να μειωθεί στο 1,5% ετησίως με τη μετάβαση σε «νηφάλιες ψηφιακές πρακτικές», όπως τις ονομάζουν.
Τον Μάρτιο του 2019, η γαλλική επιστημονική δεξαμενή σκέψης «The Shift Project», δημοσίευσε την έκθεση με τίτλο «Lean ICT – Towards Digital Sobriety». Οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν την ανάγκη για μια ψηφιακή μετάβαση συμβατή με τις κλιματικές επιταγές και τους περιορισμούς των πόρων.
«Η ψηφιακή νηφαλιότητα συνίσταται στην ιεράρχηση της κατανομής των πόρων σε συνάρτηση με τις χρήσεις, ώστε να συμμορφώνεται με τα φυσικά όρια του πλανήτη, διατηρώντας παράλληλα τις πιο πολύτιμες κοινωνικές συνεισφορές των ψηφιακών τεχνολογιών», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι επιστήμονες.
Τι είναι η «Πράσινη Πολιτική»
Ο όρος «Πράσινη Πληροφορική» (Green IT ή Green Computing) αναφέρεται στη μελέτη, τον σχεδιασμό, τη χρήση και επαναχρησιμοποίηση υπολογιστών, διακομιστών αλλά και υποσυστημάτων- όπως οθόνες, εκτυπωτές, αποθηκευτικά μέσα και επικοινωνιακά δίκτυα- με τρόπο αποτελεσματικό και αποδοτικό που ταυτόχρονα περιορίζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Το ertnews.gr μίλησε με τον Ζαν-Μαρκ Πίρσον, καθηγητή Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Paul Sabatier στην Τουλούζη και μέλος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Πληροφορικής (IRIT).
«Τα τελευταία 10-15 χρόνια διεξάγονται έρευνες στο θέμα της πράσινης πληροφορικής. Ωστόσο πολλές εστιάζουν στους οικονομικούς και όχι στους οικολογικούς λόγους. Συχνά βέβαια, τα δύο συμβαδίζουν, καθώς έτσι ξοδεύουμε λιγότερη ενέργεια. Ωστόσο λίγα πράγματα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση σε ευρωπαϊκό επίπεδο», εξηγεί ο Πίρσον.
Εναλλακτικές λύσεις
Ορισμένες εταιρείες έχουν αρχίσει να διερευνούν την χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η αιολική, η υδροηλεκτρική ή η ηλιακή, για την τροφοδοσία των κέντρων δεδομένων και τη βελτιστοποίηση ή αναβάθμιση της τεχνολογίας τους.
Η τεχνητή νοημοσύνη αναπτύσσεται επίσης σε ορισμένα κέντρα δεδομένων για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Η τεχνολογία αυτή, μπορεί να αναλύσει την παραγωγή δεδομένων, την υγρασία, τη θερμοκρασία και άλλα σημαντικά στατιστικά στοιχεία, προκειμένου να βρει τρόπο να βελτιώσει την αποδοτικότητα και να μειώσει το κόστος και τη συνολική κατανάλωση ενέργειας.
«Όταν αναφερόμαστε στα κέντρα δεδομένων, θα πρέπει να αναφερθούμε και στην έκρηξη δεδομένων και το θέμα της αποθήκευσής τους. Το 2025 θα χρειαστούμε 35 φορές μεγαλύτερη αποθηκευτική ικανότητα από ό,τι έχουμε σήμερα».
«Το πρόβλημα είναι η περιορισμένη δυνατότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Για παράδειγμα οι ηλιακοί συλλέκτες έχουν απόδοση 30-40%. Το δεύτερο θέμα είναι η αποθήκευση της ενέργειας αλλά πιστεύω πως αυτό θα βελτιωθεί σύντομα με την τρέχουσα έρευνα».
Πώς λειτουργεί ένα κέντρο δεδομένων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Εδώ και μερικά χρόνια, αρκετές εταιρείες και πανεπιστήμια διερευνoύν τις δυνατότητες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη μείωση των συνεχώς αυξανόμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων των κέντρων δεδομένων. Ωστόσο, λίγες ερευνητικές πρωτοβουλίες έχουν ανοίξει το δρόμο για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας ενός κέντρου δεδομένων που λειτουργεί μόνο με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Από το 2015 έως το 2019, το γαλλικό ερευνητικό έργο DATAZERO– υπεύθυνος του οποίου ήταν και ο Πίρσον- διερεύνησε νέους τρόπους για την τροφοδοσία και τη διαχείριση ενός κέντρου δεδομένων Cloud με χρήση επιτόπιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στοιχείων αποθήκευσης (φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, κυψέλες καυσίμου, μπαταρίες).
Το DATAZERO2 (2020-2023) στοχεύει στη βελτίωση της λειτουργίας και του σχεδιασμού συνεργαζόμενων κέντρων δεδομένων που λειτουργούν μόνο με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως με τη χρήση ανατρεπτικών προσεγγίσεων για τη διαχείριση της αβεβαιότητας, την ψύξη και τη διανομή ενέργειας. Ο δεύτερος στόχος είναι να προταθεί μια ολοκληρωμένη βάση γνώσεων και μια εργαλειοθήκη για τη βιομηχανία και τους ερευνητές για κέντρα δεδομένων χωρίς εκπομπές.
«Η έρευνα έδειξε ότι σε ένα αστικό κέντρο δεδομένων, η ενέργεια μπορεί να αυξηθεί έως και 1 μεγαβάτ. Το κέντρο αυτό των 1000 τετραγωνικών μέτρων λειτουργεί με φωτοβολταϊκά πάνελ και μια ανεμογεννήτρια που δεν παραμορφώνει το τοπίο και δεν ενοχλεί τα πουλιά. Παρόλο που αυτό είναι εφικτό, δεν υπάρχουν οικονομικά κίνητρα για να υιοθετηθεί ευρέως. Για παράδειγμα, στη Γαλλία η ηλεκτρική ενέργεια κοστίζει φθηνότερα από μια επένδυση σε μελλοντικές τεχνολογίες. Οι τεχνολογίες υπάρχουν αλλά δεν υιοθετούνται σε κλίμακα, παρά μόνο από πρωτοπόρους που αποφασίζουν να πάρουν το ρίσκο».
Ο Πίρσον αναφέρει ότι και τα λογισμικά θα πρέπει να βελτιωθούν.
«Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του λογισμικού θα πρέπει να ξεκινά από το στάδιο του σχεδιασμού του και να συνεχίζεται μέχρι και την παραγωγή του. Τα πράγματα κινούνται αργά επειδή οι προγραμματιστές δεν ενδιαφέρονται και ιδιαίτερα γι’ αυτό».
Άλλα κέντρα δεδομένων έχουν υιοθετήσει μια διαφορετική προσέγγιση. Ο σκανδιναβικός φορέας εκμετάλλευσης κέντρων δεδομένων DigiPlex έχει δεσμευτεί να επαναχρησιμοποιήσει την απορριπτόμενη θερμότητα από το άλλο κέντρο δεδομένων της εταιρείας στο Ulven του Όσλο, για τη θέρμανση 5.000 διαμερισμάτων μέσω μιας συμφωνίας με τον πάροχο θέρμανσης Fortum Oslo Varme.
Ο Πίρσον δηλώνει αισιόδοξος όσον αφορά την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών. «Ανησυχώ περισσότερο για την αύξηση του όγκου των δεδομένων και την εξόρυξη κρυπτονομισμάτων για παράδειγμα, η οποία επίσης καταναλώνει πολλή ενέργεια. Αυτό που επίσης με ανησυχεί είναι η ποσότητα ενέργειας που καταναλώνουν οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Μελέτες δείχνουν ότι ήδη έχουν μεγάλο αποτύπωμα άνθρακα και αυτό θα πολλαπλασιαστεί στο μέλλον», λέει ο επιστήμονας.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες του «The Shift Project», οι επιχειρήσεις έχουν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο και πολλά να κερδίσουν, και κυρίως τη μακροπρόθεσμη συνέχιση του ψηφιακού μετασχηματισμού τους και τον περιορισμό του κόστους που διαφορετικά μπορεί να ξεφύγει εκτός ελέγχου. Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, τα δυνητικά οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη των λιτών λύσεων είναι τα πιο ελπιδοφόρα, καθώς οι υποδομές δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη. Τέλος, οι ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις πολλαπλές πτυχές της ψηφιακής υπερκατανάλωσης, εκτός από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της.
ertnews.gr