Η ψυχολογία ενός ολετήρα Η ψυχολογία ενός ολετήρα
Όλα ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Εξ απαλών ονύχων διαμορφώνονται θεμελιώδη στοιχεία του ψυχισμού ενός προσώπου, ειδικά σε ότι αφορά την σχέση του με... Η ψυχολογία ενός ολετήρα

Όλα ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Εξ απαλών ονύχων διαμορφώνονται θεμελιώδη στοιχεία του ψυχισμού ενός προσώπου, ειδικά σε ότι αφορά την σχέση του με το περιβάλλον του, φυσικό και ανθρώπινο. Καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι στην περίπτωση που υπάρχουν μη ομαλά στοιχεία στην παιδική ηλικία (παράδειγμα ξυλοδαρμός από κάποιον γονέα, διαρκής παρενόχληση από τους όμοιους συνομήλικους, για να μην αναφερθούμε σε άλλες, ακραίες καταστάσεις) η σχέση αυτή αλλοιώνεται. Στην αντίληψη του προσώπου για το περιβάλλον του, ιδιαίτερα το ανθρώπινο περιβάλλον, δηλαδή στην σχέση με τον «άλλον», δημιουργείται ένα συναισθηματικό πλαίσιο στο οποίο εισχωρούν αρνητικά συναισθήματα, όπως ο φόβος, η μόνιμη ντροπή, η αίσθηση απειλής και λοιπά – πράγμα που οδηγεί στην δημιουργία των κοινώς λεγομένων συμπλεγμάτων.

Ακολουθώντας την φυσική πορεία των πραγμάτων, το πρόσωπο έχοντας ήδη το εν λόγω συναισθηματικό πλαίσιο θεμελιωδώς διαμορφωμένο (γιατί αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια του βίου), έρχεται αντιμέτωπο με τις τρικυμιώδεις αλλαγές της εφηβείας και αργότερα της νεανικής ζωής. Αναλόγως των γεγονότων που συμβαίνουν σε αυτή την περίοδο, διαμορφώνεται αυτό που λέμε ο «χαρακτήρας» του προσώπου. Σε αρκετές περιπτώσεις το συναισθηματικό πλαίσιο που περιγράψαμε πιο πάνω εκδηλώνεται άλλες φορές με απόλυτα συμμορφούμενο με τις επιταγές του τρόπο και άλλες φορές με έναν κάπως αντίστροφο των συστατικών στοιχείων του τρόπο. Για παράδειγμα αν εξ αιτίας του οικογενειακού περιβάλλοντος υπάρχει εδραιωμένη η αίσθηση της απειλής (είτε από την κοινωνική διαστρωμάτωση και την θέση του προσώπου σε αυτήν είτε από την πεποίθηση ότι υπάρχουν ευρύτερες κοινωνικές απειλές από συγκεκριμένες εθνοτικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές ομάδες) το πρόσωπο είτε αποκτά μια φοβική στάση είτε αποκτά μια επιθετικότητα απέναντι στο περιβάλλον του. Περισσότερο διαδεδομένο από ότι φαίνεται, είναι όμως το πρόσωπο να αποκτά ένα ναρκισσιστικό υπόβαθρο που εκδηλώνεται με έναν άμετρο εγωϊσμό.

Στην περίπτωση αυτή η οπτική γωνία του προσώπου αλλοιώνεται και δημιουργείται ένα σύμπαν του οποίου το κέντρο κατέχει το ίδιο και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι μετατρέπονται σε περιφερειακά στοιχεία με πολύ συγκεκριμένη χρησιμότητα που το ίδιο ορίζει. Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι σε αυτή την περίπτωση μιλούμε για απίσχναση ή ολοκληρωτική εξαφάνιση της ενσυναίσθησης. Δεν κατανοεί ένα τέτοιο πρόσωπο τον «άλλον» γιατί δεν τον αναγνωρίζει ως ισότιμο, όμοιο, ίδιο ον με αυτό. Στην έννοια «άνθρωπος» χωρά μόνο ο εαυτός του – ο «άλλος» δεν είναι άνθρωπος. Και, φυσικά, αυτό έχει ευεξήγητες επιπτώσεις στην σχέση του με τον «άλλο». Έχει παρατηρηθεί μάλιστα ότι στην περίπτωση για την οποία μιλούμε, ο χρόνος δεν φέρνει σοφία. Και αυτό είναι απόλυτα φυσικό αφού η πηγή της εμπειρίας, δηλαδή το περιβάλλον και ο «άλλος» έχει αποκτήσει μια σχέση υποτέλειας στο «εγώ» του συγκεκριμένου προσώπου. Αντιθέτως επιτείνει την ναρκισσιστική τάση αφού η αποτυχία των σχέσεων με τους άλλους εκλαμβάνεται σαν αποτυχία των άλλων και όχι του ίδιου. Οι οικογενειακές σχέσεις αλλοιώνονται από τις προσωπικές επιδιώξεις, οι φιλικές σχέσεις είναι στην βάση τους κίβδηλες. Και τελικά, κάθε είδους συναναστροφή μπαίνει σε έναν κύκλο αέναου «δούναι και λαβείν».

Αυτά τα πρόσωπα δεν είναι μακρινά, άνθρωποι που δεν συναντά κανείς εύκολα. Είναι παντού και, ειδικά σε εποχές παρακμής των κοινωνιών, τείνουν ακόμη και να πλειοψηφούν. Τα σημεία είναι εκεί. Γονείς, πατέρες και μητέρες που ενδιαφέρονται περισσότερο για τους εαυτούς τους παρά για τα παιδιά τους, με το επιχείρημα του «αν είμαι εγώ καλά, θα είναι και τα παιδιά», και τα χειρίζονται. Σύζυγοι που χειρίζονται το «έτερόν τους ήμισυ» προκειμένου να κάνουν αυτά που αυτοί επιθυμούν. Φίλοι που κακολογούν πίσω από την πλάτη τους τους «φίλους» τους ενώ τους υμνούν τη παρουσία τους. Θα συμφωνήσουμε όλοι ότι αυτά είναι καθημερινά φαινόμενα – καταλαβαίνουμε όμως, βλέποντάς τα γραμμένα μάλιστα, πως πόρρω απέχουν όχι από το ιδεώδες αλλά από το αυτονόητο.

Πάνω σε αυτή την βάση του «δούναι και λαβείν» που επέχει πια θέση όχι μόνο modus vivendi αλλά και modus operandi, το πρόσωπο αυτό εντάσσεται ή και σχηματίζει ομάδες ομοειδών του. Ισχύει άλλωστε πάντα το «όμοιος ομοίω αεί πελάζει». Δημιουργείται έτσι μια ομάδα που εξωτερικά ιδωμένη μπορεί να εκληφθεί ως ομάδα συμφερόντων, μια κλίκα, εντός της οποίας υπάρχει μόνο ένα είδος προσωρινής ειρήνης εν είδει ισορροπίας του τρόμου, αφού τα μέλη της είναι έτοιμα ανά πάσα στιγμή να στραφούν εναντίον αλλήλων εάν κρίνουν ότι το «εγώ» τους είτε απειλείται είτε έλκει ενάντια συμφέροντα.

Τα πρόσωπα αυτά είναι ολετήρες. Δηλαδή, σπέρνουν όλεθρο. Ως γονείς καταστρέφουν την ομαλή ψυχική εξέλιξη των παιδιών τους. Ως σύζυγοι λειτουργούν ως ψυχικές βδέλλες που παρασιτούν στους συντρόφους τους, Ως φίλοι προδίδουν κάθε έννοια φιλίας και πολλές φορές καταστρέφουν την ζωή των άλλων. Στην περίπτωση όμως όπου τέτοια πρόσωπα συνασπίζονται σε κλίκα, η ολέθρια επίδρασή τους αυξάνεται εκθετικά καθώς σχηματίζεται μια «μάζα» με όμοια ψυχικά χαρακτηριστικά και επιδιώξεις που δεν κρίνεται πια απαραίτητο να κρυφτούν.

Μια τέτοια κλίκα ολετήρων αναγνωρίζεται εύκολα από τα σημεία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς τους. Το πρώτο γνώρισμα είναι η υποτιμητική αντιμετώπιση των άλλων. Χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, τον χλευασμό, τον υψηλό τόνο της φωνής και, ενίοτε, βρισιές, θέτουν τον «αντίπαλο» σε θέση άμυνας, προκαλώντας τον είτε να αντεπιτεθεί είτε να παραιτηθεί του δικαιώματος ή της διεκδίκησής του. Επιχειρούν μονίμως να υποβιβάσουν τους ενάντιους στα νομιζόμενα συμφέροντά τους με κάθε τρόπο, ακόμη και με απειλές. Ιδιαίτερη προτίμηση δείχνουν γι’ αυτό σε εκείνους που εκλαμβάνουν ως αδύνατους είτε λόγω φύλου, είτε λόγω κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης.

Το δεύτερο γνώρισμα είναι η ψευδολογική ανάμιξη ψέματος-αλήθειας στον λόγο τους. Το αληθές τμήμα του επιχειρήματος που διατυπώνουν παίζει τον ρόλο του θεμέλιου λίθου στο ψεύδος που θέλουν να καταστήσουν ως θέση. Χρησιμοποιείται δε αυτό κατά κόρον στην περίπτωση του δημόσιου λόγου, ιδιαίτερα προκειμένου να αποφύγουν καταλογισμό ευθυνών. Για παράδειγμα, όταν προκύψει ένα ερώτημα για μία πράξη ή παράλειψή τους, επιμερίζουν τις επιπτώσεις από αυτή την ενέργεια και προβάλλουν την αντιμετώπιση μιας εξ αυτών ως απόδειξη ότι αυτή η πράξη ή παράλειψη ουσιαστικά δεν υπήρξε.

Το τρίτο γνώρισμα αυτής της κλίκας των ολετήρων είναι η παντελής τους αδυναμία να αποδεχθούν λάθος ή ευθύνη. Πέρα από την κλασσική ναρκισσιστική τάση του να επιρρίπτονται ευθύνες στους άλλους, αυτοί προχωρούν σε μια πλειάδα ενεργειών που αποσκοπούν όχι μόνο στο να αποδείξουν ότι δεν υπήρξε λάθος ή ευθύνη αλλά και στο ότι αυτοί που υποδεικνύουν αυτό το λάθος είναι αναξιόπιστοι και βδελυροί. Μπαίνουν σε διαδικασίες σύγκρισης και συμψηφισμού (για παράδειγμα, στην πολιτική η γνωστή διαδικασία του «τί κάνατε εσείς επί των ημερών σας» ή «τί πρεσβεύει η ιδεολογία σας» κλπ.) με σκοπό να κριθεί ο κρίνων με γνώμονα το ψεύδος που αυτοί οι ίδιοι θα καθορίσουν.

Επειδή ο ρόλος των συγκεκριμένων προσώπων είναι αφ’ ενός μεν ολέθριος, αφ’ ετέρου δε αποδομητικός του όποιου κοινωνικού οικοδομήματος, η επικράτησή τους καταλήγει πάντοτε σε καταστροφές. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η αντιμετώπισή τους είναι ένα είδος κοινωνικού προτάγματος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίδια η κοινωνική επιβίωση. Πως μπορεί να γίνει αυτό;

Το πρώτο βήμα είναι η αποκάλυψή τους. Η παρουσίαση στο κοινό που αποτελεί την δεξαμενή των θυμάτων τους, του αληθούς τους προσώπου με τρόπο που δεν θα χωρεί δικαιολογητικού αφηγήματος. Ο δε καλύτερος τρόπος γι’ αυτό, είναι η αντιπαράθεση του ψεύδους με την καθαρή αλήθεια, ανεξάρτητα του πόσο αυτή είναι εύληπτη, χωρίς απλοποιήσεις και παραχωρήσεις.

Το δεύτερο βήμα είναι ο αποκλεισμός τους. Μετά την αποκάλυψή τους, το να αποκλειστούν από τα κοινωνικά συμβάντα τα οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προκειμένου να προσεγγίσουν τα θύματά τους και την ικανοποίηση των ψυχολογικών τους αναγκών είναι ένα φυσικό επακόλουθο που εξασφαλίζει τον έλεγχο των δυνητικών κοινωνικών ζημιών. Φυσικά δεν μιλούμε για ακρότητες, ούτε για πράξεις αντεκδίκησης οι οποίες θα παρείχαν το σωτήριο γι’ αυτούς υλικό για δικαιολογητικά αφηγήματα αλλά για την στάση που οι ίδιοι έχουν απέναντι στους «ενάντιους».

Είναι όπως ισχύει σε κάθε ναρκισσιστική περίπτωση: το χειρότερο που μπορείς να τους κάνεις είναι να τους περιθωριοποιήσεις – στην πραγματικότητα αυτό που κάνουν οι ίδιοι στους άλλους.

Τίμων

Καραβάτζιο- “Αγόρι που το δάγκωσε μια σαύρα”

error: Content is protected !!