Το «τιμόνι» του παγκόσμιου στόλου κρατά η Ελλάδα – Ακολουθούν Κίνα και Ιαπωνία Το «τιμόνι» του παγκόσμιου στόλου κρατά η Ελλάδα – Ακολουθούν Κίνα και Ιαπωνία
Η Ελλάδα διατηρεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία με μερίδιο σε σχέση με τον παγκόσμιο στόλο στο 17,63% Για μία ακόμη χρονιά η Ελλάδα διατηρεί τα... Το «τιμόνι» του παγκόσμιου στόλου κρατά η Ελλάδα – Ακολουθούν Κίνα και Ιαπωνία

Η Ελλάδα διατηρεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία με μερίδιο σε σχέση με τον παγκόσμιο στόλο στο 17,63%

Για μία ακόμη χρονιά η Ελλάδα διατηρεί τα σκήπτρα στην παγκόσμια ναυτιλία με την Κίνα να ακολουθεί και την Ιαπωνία να βρίσκεται στην τρίτη θέση επισημαίνει η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) στην ετήσια έκθεσή της για τις θαλάσσιες μεταφορές.



H έκθεση

Την 1 Ιανουαρίου 2022 οι τρεις κορυφαίες πλοιοκτήτριες χώρες, με βάση υπολογισμού τη μεταφορική ικανότητα των πλοίων (χωρητικότητα νεκρού βάρους-dwt) ήταν όπως και τα προηγούμενα έτη, η Ελλάδα, η Κίνα και η Ιαπωνία, αναφέρει η ετήσια έκθεση της Unctad.

Η Ελλάδα με 4.870 πλοία (1.000 gt και άνω) συνολικής μεταφορικής ικανότητας 384.430.215 dwt διατηρεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στη ναυτιλιακή βιομηχανία για μία ακόμη χρονιά με μερίδιο σε σχέση με τον παγκόσμιο στόλο στο 17,63%. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα μοναδικό επίτευγμα καθώς η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρή χώρα σε σύγκριση με τους γίγαντες της παγκόσμιaς οικονομίας όπως η Κίνα, η Ιαπωνία κ.α

Κατά την περίοδο 2014–2022, οι 12 χώρες με την μεγαλύτερη πλοιοκτησία παραμένουν οι ίδιες αν και η Ελλάδα έχει προχωρήσει περισσότερο, ενώ η Κίνα είχε ξεπεράσει την Ιαπωνία επισημαίνει η έκθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα το 2014 είχε μερίδιο 14,8% στον παγκόσμιο στόλο και το 2022 βρέθηκε στο 17,63% ενώ την ίδια περίοδο η Ιαπωνία από σχεδόν 14% βρέθηκε κάτω από το 12% στο 10,85%. Η Κίνα, αντιθέτως, η οποία συνεχώς επενδύει στο ναυτιλιακό τομέα, βελτίωσε την θέση από το 2014 που είχε μερίδιο 9% περίπου σε 12,74% το 2022.



Από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2022, μεταξύ των κορυφαίων 25 πλοιοκτητών χωρών, η Ελβετία κατέγραψε τις υψηλότερη αύξηση στη μεταφορική ικανότητα του στόλου της (17%) χάρις στις αγορές και ναυπηγήσεις πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων από την MSC (πρόσθεσε 250 πλοία το στόλο της), ακολουθούμενη από την Κίνα με 13%.

Από την άλλη πλευρά, η Κίνα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση μεριδίου, 1,09% ποσοστιαίες μονάδες, ακολουθούμενη από την Ελβετία, το Χονγκ Κονγκ, και τη Δημοκρατία της Κορέας, των οποίων οι στόλοι έχουν πολύ υψηλό ποσοστό πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.

Η έκθεση που αναφέρεται σε όλο το φάσμα των θαλασσίων μεταφορών, και αποτελείται από επτά κεφάλαια που ασχολούνται με την εικόνα του παγκοσμίου στόλου, το θαλάσσιο εμπόριο, την κατάσταση των λιμανιών και τις υποδομές για το θαλάσσιο εμπόριο, τους ναύλους και το μεταφορικό κόστος, τις εξαγορές και συγχωνεύσεις και τον γιγαντισμό στον κλάδο των ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (liners) καθώς και με νομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα.

Όσον αφορά το περιβάλλον η έκθεση τονίζει την ανάγκη θέσπισης προβλέψιμου παγκόσμιου ρυθμιστικού πλαισίου για να διευκολυνθούν οι επενδύσεις στην απανθρακοποίηση. Επίσης τονίζεται η επείγουσα ανάγκη προσαρμογής των λιμανιών στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, ιδίως στις πλέον ευάλωτες χώρες.

Οι προβλέψεις

Η έκθεση αναφέρει ότι το διεθνές θαλάσσιο εμπόριο ανέκαμψε το 2021 με μία ανάπτυξη που τοποθετείται στο 3,2% έπειτα από την πτώση κατά 3,8% το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης. Το 2022, η ανάκαμψη αυτή εξανεμίσθηκε, κυρίως εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης, των νέων κυμάτων της επιδημίας της Covid-19 που οδήγησαν στο κλείσιμο εργοστασίων στην Κίνα και των παγκόσμιων γεωπολιτικών εντάσεων.

Η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει μέτρια φέτος, μέχρι το +1,4%. Για την περίοδο 2023-2027, το παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 2,1% σε ετήσια βάση, που είναι βραδύτερος από τον μέσο όρο των τριών προηγούμενων δεκαετιών (3,3%).

Τέλος τα δύο τελευταία χρόνια, ο ναυτιλιακός τομέας βρέθηκε σε τεράστια αναταραχή. Η Covid-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κλιματική και γεωπολιτική αλλαγή έχουν προκαλέσει το κλείσιμο λιμανιών και θαλάσσιων δρόμων και εκτόξευσαν τις τιμές, σύμφωνα με την έκθεση της Unctad.

ot.gr

error: Content is protected !!