Εικόνες από τη ζωή του … σαν παλιές φωτογραφίες Εικόνες από τη ζωή του … σαν παλιές φωτογραφίες
ΦΩΤΟ ΘΟΔΩΡΟΣ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ από την έντυπη “Φωνή της Σαλαμίνας” – Ιούνιος 2022 Πρώτη φορά μου ζήτησαν να δώσω βιογραφικό το 1987. Ήταν των αδικοσκοτωμένων... Εικόνες από τη ζωή του … σαν παλιές φωτογραφίες

ΦΩΤΟ ΘΟΔΩΡΟΣ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

από την έντυπη “Φωνή της Σαλαμίνας” – Ιούνιος 2022

Πρώτη φορά μου ζήτησαν να δώσω βιογραφικό το 1987. Ήταν των αδικοσκοτωμένων δικών μου, πατέρα, μάνας, αδελφού και δικό μου, για να μου απονείμει η Πολιτεία μετάλλια και βραβεία για την προσφορά μου στην Εθνική Αντίσταση 1940-1944.

Χωρίς καμιά προειδοποίηση μου απενεμήθη το μετάλλιο της ΟΥΝΕΣΚΟ από τον κ. Μαρωνίτη και από τον Ντίνο Κουμπάτη, το χρυσό μετάλλιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου μαζί με έναν Ιταλό, ένα Γάλλο, ένα Γερμανό, έναν Ρώσο, έναν Αλβανό κ.α. Ήταν για την πολύχρονη προσφορά μου σαν φωτογράφος σε αυτό το ηρωικό νησί. Τώρα στα παρά ενός 90 μου χρόνια τι να πρωτογράψω; Θα το προσπαθήσω , αναφέροντας κάποιες λίγες αλλά σημαντικές στιγμές σαν εικόνες, σαν παλιές φωτογραφίες.

Σε μικρή ηλικία με επέλεξαν να κατέβω «φασκιωμένος» με σαμαροτριχιά σε κάρκαρο (φυσική λακκούβα του βουνού) του Παρνασσού, για να βρω χιόνι για άρρωστο χωριανό μου. Άκουσα την καμπάνα του χωριού μου για την επιστράτευση στην Αλβανία και γεύτηκα τον πόνο των τριών παλικαριών, μεταξύ αυτών και του μικρότερου αδελφού του πατέρα μου, που σκοτώθηκαν εκεί. Γνώρισα τους πρώτους Ιταλούς που ήρθαν για πλιάτσικο στο χωριό μας. Αισθάνθηκα την πείνα του 1941-42 με βελανίσιο ψωμί, βολβούς, χόρτα, σαλιγκάρια. Ένα χειμώνα αντίκρισα μία κάνη όπλου που σημάδευε ένα πουλί πιασμένο στο αγκίστρι, όταν φάνηκε το δικό μου το κεφάλι. Μάζεψα και εγώ ότι απόμεινε από το πτώμα του αεροπόρου που έπεσε από το αεροπλάνο. Του δεύτερου αεροπόρου που κρεμάστηκε σε ένα έλατο τραυματίας, κάρφωσα τις τελευταίες πρόκες στο φέρετρό του, γιατί φώναξαν τον πατέρα μου να πάρει μέρος σε μάχη.

Την άλλη μέρα έζησα το ολοκαύτωμα του χωριού μου με τα περισσότερα σπίτια καμένα και τους 49 σκοτωμένους και καμένους από ενός έτους παιδάκι μιας ολόκληρης οικογένειας, μέχρι ανήμπορα γεροντάκια. Με την πείνα που έπεσε γέμισε ο Παρνασσός με φονιάδες και κατσικοκλέφτες. Ένας από αυτούς, στο γάμο μιας ξαδέλφης μου, με μαχαίρωσε στο μηρό, γιατί δεν έφευγα από το περβάζι μιας πόρτας.

Την άνοιξη του 1944 σκότωσαν την μάνα μου οι Γερμανοί και την άκουσαν δύο χωριανές μας, που δε μπορούσαν να την βοηθήσουν για να μην την σκοτώσουν κι αυτές, να φωνάζει «παιδάκια μου, αντρούλη μου, με φάγανε!». Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πότιζα το χωράφι μας, μακριά από το χωριό. Με συνέλαβαν, δραπέτευσα, βρέθηκα ανάμεσα σε μάχη ανταρτών και Γερμανών χωρίς να ξέρω ότι έχουν συλλάβει τον πατέρα μου και την μητριά μου , που την βρήκαν το πρωί τραυματισμένη και λιπόθυμη.

Το 1946 στην εξορία πατέρας και αδερφός, στην Ικαρία. Το ίδιο χρόνο είχε γεννηθεί μία αδελφούλα και πήγα στην Αράχωβα καταχείμωνο, για λίγο λάδι και ελιές και βρέθηκα κρατούμενος και ξυλοδαρμένος και όταν με άφησαν κινδύνεψα σε μία χιονοθύελλα. Με την επιστροφή του πατέρα και του αδερφού μου το 1947, τους ακολούθησα σε μία κρυψώνα. Ακολούθησε η επιστροφή στο Δ.Σ.Ε.

Σε μία μάχη στον Ελικώνα βρέθηκα πρώτος με ένα οπλοπολυβόλο, που δεν ήξερα τον χειρισμό του. Η μάχη άρχισε με σφαίρες που γυάλιζαν σαν ακρίδες δίπλα μου. Όταν τελείωσε η μάχη, αντίκρισα ένα παλικαράκι που με ικέτεψε: «Μη με σκοτώνετε εμένα». Πήρα το οπλοπολυβόλο και έφυγα. Δε μπορώ, θα πω κάτι εδώ, παρά μόνο κάτι που έχω ξαναγράψει και θα κατακρίνω αυτούς που καυχιόνταν ότι σκότωσαν. «Όταν τελειώνει οποιοσδήποτε πόλεμος, μην ψάχνουμε για ήρωες, να ψάχνουμε για ανθρωπιά μέσα μας». Αυτή την ανθρωπιά, πρόσφερα και εγώ απλόχερα σε αυτό το παλικάρι, κι αν ζει το μόνο που θα θυμάται στη ζωή, θα είναι αυτή η στιγμή.

Με την αυτοδιάλυση βρέθηκα με την διμοιρία μου στην περιοχή του Καλλιδρόμου όπου με έστειλε ο διμοιρίτης μου και στον γυρισμό δεν βρήκα κανέναν. Απέναντι το χωριό μου, καταδιωκόμενος ο πατέρας μου. Κατάκοπος κάπου στον κάμπο κοιμήθηκα. Κι όταν αντιλήφθηκα το ποδοβολητό και πήγα να κρυφτώ σε ένα παλιό χάλασμα καμένο, μία κάνη τουφεκιού βρέθηκα στο πρόσωπο μου. Ήταν χωριανοί μου και με γνώρισαν.
Την άλλη μέρα σε ένα πρόχειρο κρατητήριο, κάποιος μανιακός με στρατιωτικά. Δεν έδωσα καμία απάντηση στις ερωτήσεις του κι άρχισε τις γροθιές στη μύτη και στο πρόσωπό μου. Μετά με σημάδευε με μία κάνη πιστολιού και πυροβόλησε. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από τον κρόταφό μου.
Η μεταγωγή μου σε θάλαμο του στρατοπέδου στη Λαμία. Εκεί με περίμενε μια απρόσμενη έκπληξη, όταν αντίκρισα κάποιον με ένα πόδι και δεκανίκι. Τον ρώτησα: «Είσαι ο τάδε;» «Ναι» μου λέει. «Εσύ;» Του απαντώ «Εγώ είμαι από την Αγόριανη , που σου κρατούσα το σκουληκιασμένο πόδι σου, να κάνει την επέμβαση ο γιατρός Λάιος». Ακολούθησε μια αξέχαστη για την ζωή μου αγκαλιά.

Σε λίγες μέρες στον θάλαμο των θανατοποινιτών. Δύο φορές σε θάνατο, με ψήφους 3 κατά 2. Δεν ήταν άμεση η εκτέλεσή μου και με κατέβασαν στις φυλακές. Ακολούθησε η μεταγωγή μας. Όλα τα ρουμελιωτάκια στην Αίγινα και μετά μόνιμα για 2,5 χρόνια στην Κέρκυρα. Με την κατάργηση, ακολούθησε η μεταγωγή μας στην Αλικαρνασσό της Κρήτης. Εκεί έκλεισα πέντε χρόνια θανατοποινίτης, κατέβηκα στα ισόβια και αποφυλακίστηκα στις 6 Αυγούστου το 1963. Επέστρεψα στο χωριό γεμάτος θλίψη. Καμένο για δεύτερη φορά το καλύβι μας. Τα λίγα κτήματα, πουλημένα με συμβόλαια. Κατέβηκα στην Αθήνα. Στα Λιόσια μου πρόσφεραν ένα δωμάτιο, μα όταν είδα ότι το παράθυρο ήταν με χοντρά σίδερα δε δέχτηκα να μείνω. Σε λίγο καιρό, με περιπλάνηση εδώ και εκεί σε σπίτια συγκρατούμενων μου, βρέθηκα φύλακας στα γραφεία της Ε.Δ.Α.

Μία ειδοποίηση να παρουσιαστώ στο Ναύπλιο για φαντάρος. Ειδικότητα πυροβολητής. Από εκεί στο ΚΕΠ Θήβας στο παράρτημα Λειβαδιάς. Οι αναφορές απανωτές. Γιατί δεν περπάταγα με γυμνά πόδια στα χοντρά χαλίκια και δεν τραγουδούσα “Τι ζητούν οι Βούλγαροι στην Μακεδονία”.
Μετάθεση μου στα Γιαννιτσά. Πρόκληση των Τούρκων στον Έβρο. Άντε τώρα να πω λεπτομέρειες: Πως ο λοχαγός του Α2 είχε αναθέσει σε έναν συνάδελφο να με παρακολουθεί και να δίνει πληροφορίες. Δεν άντεξε και μου αποκάλυψε. Σε γενική αναφορά αποκάλεσα τον λοχαγό “ανθρωπάκι” και η τιμωρία μου την άλλη μέρα ήταν να με στείλουν από το “μέτωπο” στα μετόπισθεν στην Κοζάνη. Παραμονή Χριστουγέννων απολύθηκα. Η μεταφορά μου στην Αθήνα έγινε διαδοχικά με δέκα οχήματα, ακόμα και με ένα τρακτέρ. Σε λίγες μέρες μια ειδοποίηση από το αστυνομικό τμήμα της Κουμουνδούρου να πάω αυτοπροσώπως με το απολυτήριο μου στο τμήμα. Μου το πήραν από τα χέρια και “διόρθωσαν” το Λ που έγραφε Καλή διαγωγή και το έκαναν Κ με στυλό και με μία σφραγίδα. «6 Αστυνομικό Τμήμα Αθηνών». Σκέφτηκα τώρα και με το “νόμο” θα βρω εύκολα δουλειά!
Κάποιος παλιός συγκρατούμενος μου έδωσε μία μικρή φωτογραφική μηχανή και στις εκδρομές έβγαζα φωτογραφίες όποιον μου ζητούσε. Στο κέντρο στην Αθήνα γνώρισα τον Μίμη Ανδριανό, τον Κοκοντίνη και τον Ανατσελόπουλο με την γυναίκα του, που με έφεραν στην Σαλαμίνα.
Πρωτοφωτογράφισα σε αρραβώνα στο κέντρο του “Βασιλιά” με την ορχήστρα του Παπασίδερη. Τον Απρίλιο μήνα απέτρεψα ένα αποτρόπαιο έγκλημα καταμπροστά στην ορχήστρα του Παπασίδερη. Έγινε δικτατορία κι είναι μισοθαμμένο από τότε, γιατί πήγα “φιλοξενούμενος “ μια τρίχρονη βόλτα: Ασφάλεια, Γιούρα, Λακί Λέρου και Ωρωπό. Απολύθηκα με άλλους το ’70 παραμονές Πάσχα. Νοίκιασα ένα δωμάτιο στον Περισσό. Έκανα πρόταση γάμου στη σπιτονοικοκυρά μου. Έδωσαν συγκατάθεση σε 15 μέρες. Ο αρραβώνας σε ένα μήνα και τον άλλο ο γάμος. Τώρα είμαστε ακόμα μαζί με δύο κόρες και 5 εγγονάκια , 48 ολόκληρα χρόνια μαζί.

Το 1973 γεννημένα και τα δύο μου κοριτσάκια βρέθηκα με αίτηση μου εργαζόμενος, πρόσκαιρος υπάλληλος σαν φωτογράφος στο Υπουργείο Εργασίας. Στα δυόμιση χρόνια μου δώσανε κάτι χαρτιά να συμπληρώσω. Ρώταγαν που ήμουνα τα προηγούμενα χρόνια και με δύο μάρτυρες για να πιστοποιούν τα λεγόμενα μου. Το ίδιο πρωί δήλωσα ότι παραιτούμαι και δεν ξέρουν ακόμα γιατί. Έτσι με κατέκτησε οριστικά η Σαλαμίνα. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Αποτύπωσα με την φωτογραφική μου μηχανή τις στιγμές σας, τις στιγμές της ζωής και των δράσεων σας.

Μια έκθεση έχω κάνει έτσι σαν ανταπόδοση, από τις ιδιαίτερες πατρίδες μου: “ Αγόριανη – Αράχωβα – Σαλαμίνα” εκπληρώνοντας και μία επιθυμία μου, σαν είδος μνημόσυνου για τους αδικοσκοτωμένους δικούς μου. Με καμάρωσαν σαν αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης μαζί τους , όχι όμως σαν φωτογράφο. Πένήντα χρόνια ολόκληρα σε αυτό το ηρωικό νησί. Τώρα που διαβάζετε για τη ζωή μου, να ξέρετε πως αν ήταν δυνατό και το είχα πλουτίσει με περισσότερες λεπτομέρειες από αυτά, που έχω περάσει στη ζωή μου, και είχε εφευρεθεί κάποιο “αντοχήμετρο” και το είχα βάλει στη μασχάλη μου, θα είχα εκραγεί μαζί του και θα με μαζεύατε κομμάτια στην αίθουσα Μπόγρη.

Στο βιογραφικό μου, αιωρείται μία λέξη ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗΣ σαν “στάμπα “ σε ένα 18χρονο παιδί τότε , και το χειρότερο ,μία ερώτηση: “Πόσους σκότωσες;” Από επίσημο μάλιστα πρόσωπο. Δεν θα το κρύψω. Ενοχλήθηκα….!

Αν πάει κανείς στο χωριό μου και ρωτήσει “Ποιοι και πόσοι μάρτυρες ήταν στη δίκη του Θόδωρου;” θα σας πουν “δεν ξέρουμε”. Είχα 6 και ήρθε μόνο ένας. Όλοι τους δεν ανέβηκαν τα 60-65 χρόνια. Τον βρήκα αυτόν τον ένα, όταν βγήκα από τη φυλακή και τον ρώτησα: “Γιατί σκοτώσατε 5 χωριανούς μαζί και τον πατέρα μου, ήταν τόσο επικίνδυνοι που κρατούσαν δύο κυνηγετικά όπλα για να σκοτώσουν λαγούς, για να επιζήσουν σαν καταδιωκόμενοι;”

Πάντως έχω την ψυχική αντοχή, να μην ξέρουν ούτε τα παιδιά τους, ούτε τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, ότι ήταν μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη μου, οι δικοί τους άνθρωποι.

Ο Θοδωρής Βελέτζας είναι από τους ελάχιστους που έχουν τιμηθεί για δεύτερη φορά με το χρυσό μετάλλιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το μετάλλιο της ΟΥΝΕΣΚΟ. Τόσο για την φωτογραφική του δράση, όσο και για το σύνολο της ζωής του.

error: Content is protected !!