Η φιλοσοφία ως αξεσουάρ
ΚΟΙΝΩΝΙΑΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ 9 Αυγούστου 2023 fonisalaminas
Στις σοβαρές στρατιωτικές σχολές, π.χ. στο West Point και στο Sundhurst, οι εκκολαπτόµενοι αξιωµατικοί, πέραν των πολεµικών τεχνών και των µαθηµάτων στρατηγικής, βαλλιστικής, πολεµικής τεχνολογίας κ.λπ., µαθαίνουν και «καλούς τρόπους».
Όχι βέβαια επειδή θα τους χρειαστούν «καλοί τρόποι» στα πεδία των µαχών ή τη στιγµή που εκτοξεύουν συστάδα πυραύλων εναντίον ένστολων και αµάχων, αλλά επειδή η γνώση του savoir vivre θεωρείται απαραίτητη, έτσι ώστε ένας νέος αξιωµατικός να µπορεί να παραστεί σε δείπνο στο Προεδρικό Μέγαρο, στο Παλάτι, στα σπίτια της «καλής κοινωνίας»…
Κακά τα ψέµµατα, αναγνώστη. Στην καλύτερη περίπτωση, η διδασκαλία της φιλοσοφίας είναι για τον χώρο της οικονοµικής επιστήµης ό,τι περίπου η µύηση στους «καλούς τρόπους» για τις στρατιωτικές σχολές: µια δοκιµασία που δάσκαλοι και σπουδαστές θεωρούν ότι δεν έχει καµία σχέση µε αυτό καθαυτό το αντικείµενό τους, και την οποία «υφίστανται» επειδή ίσως τους βοηθά στην ανάπτυξη µιας πιο ολοκληρωµένης προσωπικότητας. Κάτι ανάλογο µε τα γαλλικά και το πιάνο µιας κοπέλας που την προετοιµάζει η πατριαρχική οικογένεια για τον καλό γάµο.
Ακόµα όµως και αυτή η ανοχή στη φιλοσοφία εκ µέρους οικονοµικών τµηµάτων φθίνει γοργά. Τα περισσότερα τµήµατα οικονοµικών επιστηµών έχουν πλέον «απελευθερωθεί» από τέτοιες «προκαταλήψεις» περί του παιδευτικού ρόλου της φιλοσοφίας. Ίσως για καλό. Από τη στιγµή που δεν θεωρούν ότι η φιλοσοφία αφορά την καρδιά της οικονοµικής σκέψης, ίσως είναι καλύτερα που την εξοστρακίζουν πλήρως. Πιο τίµιο. ∆εν είµαι καθόλου σίγουρος ότι ένα εισαγωγικό µάθηµα στον Πλάτωνα και τον Russell το οποίο όλοι περιφρονούν θα άλλαζε ιδιαίτερα τη συµπεριφορά του απόφοιτου που ξηµεροβραδιάζεται µε στόχο τα δυσθεώρητα µπόνους της πιάτσας, δοµώντας οµόλογα.
Πόσο διαφορετικά φαίνονταν τα πράγµατα τον 19ο αιώνα, τότε που, όσοι ασχολούνταν µε τα οικονοµικά, τα αντιµετώπιζαν ως παρακλάδι της φιλοσοφίας. Από το 1982 έχω εργαστεί σε αρκετά οικονοµικά τµήµατα. Όπου βρισκόµουν, επιχειρηµατολογούσα υπέρ της ένταξης φιλοσοφικών µαθηµάτων στον πυρήνα της οικονοµικής παιδείας. Παντού µε αντιµετώπιζαν ευγενικά αλλά µε σκεπτικισµό. Κάποιοι συνάδελφοι θεωρούσαν ότι είναι πράγµατι καλό να µαθαίνουν οι φοιτητές µας και ολίγην φιλοσοφία (κάτι ανάλογο των «καλών τρόπων» στις στρατιωτικές σχολές).
Άλλοι, οι πιο ειλικρινείς, µε αντιµετώπιζαν σαν να τους είχα προτείνει να εισαγάγουµε µαθήµατα… καλλιγραφίας. Σχεδόν κανείς δεν αποδεχόταν την ιδέα της εµφύτευσης της φιλοσοφικής παιδείας στον πυρήνα της οικονοµικής σκέψης.
Από µια άποψη πρόκειται για αναµενόµενη αντίδραση: Η οικονοµική σκέψη, από τα τέλη του 19ου αιώνα, έχει πείσει τον… εαυτό της πως είναι πλέον αυτόνοµη. Πως δεν έχει ανάγκη κανέναν στην προσπάθειά της να κατανοήσει τη λειτουργία των κοινωνιών της αγοράς: ούτε την ιστορία ούτε τη φιλοσοφία (περί κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας και ψυχολογίας ούτε λόγος να γίνεται).
Θα µου πείτε: Μα είναι δυνατόν το σινάφι σας να θεωρεί άνευ σηµασίας την ιστορία και τη φιλοσοφία; ∆εν τη θεωρεί άνευ σηµασίας. Απλώς το σινάφι µας θεωρεί ότι, ενώ οι φιλόσοφοι και οι ιστορικοί δεν έχουν τίποτα σπουδαίο να διδάξουν (ως προς τον τρόπο σκέψης) στους οικονοµολόγους, οι οικονοµολόγοι διαθέτουν την καλύτερη συνταγή τόσο όσον αφορά την ουσία της φιλοσοφίας (τη µελέτη του Ορθού Λόγου) όσο και ως προς την κατανόηση των ιστορικών γεγονότων που έπλασαν τη σηµερινή κοινωνία. Κάποιοι, µάλιστα, θεωρούν ότι έχουν ιερή υποχρέωση να διαφυλάξουν την οικονοµική µέθοδο από τη σύγχυση που φέρνει στον νου των νέων οικονοµολόγων η φιλοσοφία ενός Hegel, ενός Heidegger ή ενός Wittgenstein. Θεωρούν ότι αυτή την καθαρή µέθοδο, που προέκυψε µετά τον εξοστρακισµό της φιλοσοφίας από τα οικονοµικά, έχουν καθήκον να την εξαγάγουν στις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήµες. Πρόκειται για µια διάθεση κάπου µεταξύ του αποστολικού-ευαγγελιστικού και του ιµπεριαλιστικού (ένας συνδυασµός καταξιωµένος άλλωστε από την ευρωπαϊκή και την αµερικανική ιστορία).
Πρόκειται για αυθάδεια; Ή µήπως για ειλικρίνεια ενός κλάδου των κοινωνικών επιστηµών που ξεπέρασε τους υπόλοιπους και που τώρα πλέον τους υποτάσσει λόγω της αδιαµφισβήτητης ανωτερότητάς του; Ίσως ακούγεται τραβηγµένο. ∆εν είναι όµως: Η συντριπτική πλειονότητα των οικονοµολόγων πιστεύουν το δεύτερο. Πιστεύουν ακράδαντα στην αυτονοµία της οικονοµικής µεθόδου από τη φιλοσοφία και την ιστορία. Είναι πεπεισµένοι ότι τα οικονοµικά αποτελούν πλέον, ιδίως µετά την ανάπτυξη της θεωρίας παιγνίων, τη µοναδική επιστηµονική βάση πάνω στην οποία πρέπει να θεµελιώνονται όχι µόνον όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές επιστήµες αλλά και η φιλοσοφία (τουλάχιστον η ηθική και η πολιτική φιλοσοφία).
Πράγµατι, δεν είναι καθόλου λίγοι οι οικονοµολόγοι οι οποίοι εξάγουν την «οικονοµική µέθοδο» στη φιλοσοφία, στην οικονοµική ιστορία, στην κοινωνιολογία, στην ανθρωπολογία, στο δίκαιο και στην ψυχολογία. Ορµώµενοι από µια συγκινητική πίστη στην ικανότητα της οικονοµικής ανάλυσης να διαφωτίζει τα πάντα, χωρίς βοήθεια από κανέναν, διαβάζουν ιστορία για να αποδείξουν ότι η κατανόησή της εξασφαλίζεται από την εφαρµογή της δικής τους µεθόδου· εντρυφούν στις σχέσεις µεταξύ των φύλων για να αναδείξουν τον προοδευτισµό της ίδιας µεθόδου· επαναπροσδιορίζουν το Κοινωνικό συµβόλαιο του Rousseau για να πείσουν για την ικανότητα των οικονοµικών να θεµελιώνουν σε στέρεη επιστηµονική βάση αυτά στα οποία ο γάλλος φιλόσοφος είχε οδηγηθεί ενστικτωδώς· επανεξετάζουν την κατηγορική προσταγή του Kant µε µοναδικό στόχο να αποδείξουν ότι µπορεί να οικοδοµηθεί πάνω στα δικά τους οικονοµικά αξιώµατα.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα ήταν µεµπτό, αν επρόκειτο για µια αµφίδροµη διαδικασία. Για έναν διάλογο µεταξύ της οικονοµικής µεθόδου και του Rousseau ή του Kant. ∆υστυχώς, η εξαγωγή της οικονοµικής µεθόδου στη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήµες γίνεται µε τρόπο που θυµίζει µονόλογο· µονόλογο ανάλογο µε εκείνον που, σύµφωνα µε τον Foucault, προσπάθησε (µάταια) να επιβάλει ο νεωτεριστικός Λόγος στο παράλογο. Ακόµα και οι πιο ρατσιστές ευρωπαίοι αποικιοκράτες κάτι πήραν από τις χώρες στις οποίες υπηρέτησαν. Η οικονοµική µέθοδος όµως δεν παίρνει ποτέ τίποτα από τα φιλοσοφικά και κοινωνικά πεδία στα οποία συνεχώς επεκτείνεται. Πρόκειται για µοναδικό φαινόµενο στην ιστορία του… ιµπεριαλισµού.
Σε τι οφείλεται αυτή η περιχάραξη, αυτή η αυτονοµία; Ας αφήσουµε το ερώτηµα να αιωρείται, προς το παρόν. Η απάντηση σίγουρα σχετίζεται µε κάποια εξελικτική διαδικασία που εµφυσά κοινωνική ισχύ στην οικονοµική µέθοδο, οδηγώντας έτσι στην ανάπτυξη ισχυρών αντιστάσεων εναντίον ενός πραγµατικού διαλόγου µε τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήµες.
Σε αυτό το σηµείο θέλω να τονίσω την ύπαρξη και την ισχύ αυτών των αντιστάσεων.
Πριν από πολλά χρόνια, γνωστός αµερικανός οικονοµολόγος, αφού άκουσε την παραπάνω άποψή µου, ότι η φιλοσοφία πρέπει να επιστρέψει στον πυρήνα της οικονοµικής σκέψης, µου απάντησε µεταξύ αστείου και σοβαρού: «Όταν ακούω συνάδελφο οικονοµολόγο να χρησιµοποιεί τη λέξη “φιλοσοφία”, κάνω ό,τι και ο Goering όταν άκουγε τη λέξη “κουλτούρα”: ψάχνω το περίστροφό µου!». Το επιχείρηµά του ήταν ότι η φιλοσοφία όχι µόνο δεν βοηθά αλλά κάνει κακό. Ότι αποσπά την προσοχή των οικονοµολόγων από το αντικείµενο της δουλειάς τους, που είναι η επιστηµονική µελέτη των κοινωνικών και των οικονοµικών φαινοµένων, και µαγαρίζει τη σκέψη τους µε ανούσιες ανησυχίες και φιλοσοφικές προκαταλήψεις.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο συγκεκριµένος συνάδελφος είναι όχι µόνο φτασµένος οικονοµολόγος αλλά και σοβαρός διανοούµενος, µε πολλές δηµοσιεύσεις στο µεταίχµιο οικονοµικών και φιλοσοφίας!
Θυµάµαι ότι προσπάθησα να τον φέρω σε δύσκολη θέση, ρωτώντας τον αν είναι δυνατόν να επιχειρηµατολογήσει πειστικά πως η φιλοσοφία είναι άχρηστη για τα οικονοµικά στη βάση καθαρά επιστηµονικών επιχειρηµάτων και χωρίς να κάνει χρήση φιλοσοφικών εννοιών. Η απάντησή του ήταν ανένδοτη: «∆εν µε ενδιαφέρει να πείσω κανέναν. Πράγµατι, αν ήθελα να σε πείσω, θα χρειαζόµουν τη φιλοσοφία. Νοµίζω όµως ότι η αξία της επιστηµονικής δουλειάς του οικονοµολόγου πρέπει να µιλάει από µόνη της, χωρίς φιλοσοφικά επιχειρήµατα. Γι’ αυτό µπορώ να αγνοήσω τη φιλοσοφία και απλώς να ασχολούµαι µε την επιστήµη µου. Ακριβώς αυτό είναι που θέλω να µάθω και στους φοιτητές µου. ∆εν θέλω να ασχολούνται µε το νόηµα της ζωής. Ούτε µε την απόδειξη ότι… υπάρχουν. ∆εν είναι δική τους δουλειά να κρίνουν το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσµος. Είναι επικίνδυνες ενασχολήσεις αυτές για όσους είναι ταγµένοι να τον περιγράφουν. Αντικειµενικά. Επιστηµονικά».
Έτσι έχουν τα πράγµατα, αναγνώστη, στους διαδρόµους των καλών οικονοµικών τµηµάτων ανά τον κόσµο: Η φιλοσοφία αντιµετωπίζεται είτε (α) ως «τα γαλλικά και το πιάνο» των φοιτητών οικονοµικών (που έχουν την πολυτέλεια να πηγαίνουν σε καλά πανεπιστήµια µε παράδοση στη φιλελεύθερη διαπαιδαγώγηση και µια ευρεία γκάµα µαθηµάτων «άσχετων» προς τη µείζονα κατεύθυνση), είτε (β) ως µια ενασχόληση που προκαλεί σύγχυση στο µυαλό των οικονοµολόγων και που καλό είναι να αποφεύγεται, τουλάχιστον έως ότου οι φοιτητές εκπαιδευτούν καλά στην οικονοµική επιστήµη, έτσι ώστε να διαθέτουν αντιστάσεις απέναντι σε «χαλαρούς» τρόπους σκέψης. Αντίθετα, τα οικονοµικά παρουσιάζονται ως η αντικειµενική προσπάθεια να περιγραφούν τα οικονοµικά δεδοµένα, έτσι, χωρίς δεοντολογικές κρίσεις.
ΙΙ. Ο ∆ΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Έστω ότι συµφωνούµε µε τον αµερικανό συνάδελφο που παραπάνω µας είπε ότι η φιλοσοφία επιβαρύνει (αντί να βοηθά) τον οικονοµολόγο, του οποίου η δουλειά έχει αξία που πρέπει να «µιλάει µόνη της». Τα λόγια του µου θύµισαν τον Primo Levi, ο οποίος, µέσα στη µαυρίλα του ναζισµού, έπεσε µε τα µούτρα στη Χηµεία, όχι µόνο για να αφαιρείται από τα έκτροπα που συνέβαιναν γύρω του, αλλά και ως µια µορφή αντίστασης· επειδή, όπως έγραψε ο ίδιος, η αποκάλυψη της αντικειµενικής, επιστηµονικής αλήθειας αποτελεί µια έκφραση αυθεντικής ελευθερίας· µιας ελευθερίας που υπερβαίνει τις ιδεολογικές ή φιλοσοφικές µας προκαταλήψεις, καθώς αντικατοπτρίζει τη δοµή ενός κόσµου ανεξάρτητου από την ανθρώπινη βούληση.
Αυτή η φράση του Levi µε συγκινεί και την ενστερνίζοµαι απόλυτα. Είµαι σίγουρος ότι και ο αµερικανός συνάδελφός µου εννοούσε κάτι ανάλογο για την ενασχόληση µε τα οικονοµικά. Όπως ο Levi πάσχιζε για την ελευθερία µέσω της επιστήµης, και όχι µέσω της φιλοσοφίας, έτσι και ένας οικονοµολόγος µπορεί να φιλοδοξεί να απελευθερωθεί µέσω των οικονοµικών του ερευνών, χωρίς να πρέπει να εντρυφήσει στον Quine ή στον Nietzsche.
Εκ πρώτης όψεως, βεβαίως, φαντάζει αβάσιµη µια τέτοια φιλοδοξία για έναν οικονοµολόγο: Σε αντίθεση µε τη δουλειά του χηµικού, η όποια ελευθερία εκλύεται από την επιστηµονική δουλειά του οικονοµολόγου είναι καταδικασµένη να αντανακλά έναν κόσµο που δηµιουργεί η ανθρώπινη βούληση. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει οικονοµικό φαινόµενο προς µελέτη. Άρα;
Το παιχνίδι δεν είναι εντελώς χαµένο. Ο οικονοµολόγος µπορεί ακόµα να φιλοδοξεί, σαν τον Levi, µια µορφή αυθεντικής ελευθερίας, εκπορευόµενη από την αποκάλυψη µιας πραγµατικότητας για την οικονοµία που έως εκείνη τη στιγµή κρατιόταν καλά κρυµµένη, όµηρος του «κοινού νου». Για να τα καταφέρει όµως, ο οικονοµολόγος πρέπει να διαλέξει µεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών δρόµων: Ο ένας δρόµος οδηγεί σε οικονοµική θεωρία που προσπαθεί να αντικατοπτρίσει τη δοµή ενός κοινωνικού κόσµου όπου η ανθρώπινη βούληση είναι και αυτή µέρος της προς µελέτη δοµής· ένα από τα υποπροϊόντα του προς µελέτη φαινοµένου. Όποιος επιλέξει αυτόν τον δρόµο πρέπει, µε το ξεκίνηµα, να ενδιαφερθεί για τη φιλοσοφική διάσταση της ανθρώπινης βούλησης, για την αµφίδροµη σχέση µεταξύ της δοµής του κοινωνικού κόσµου και της βούλησης των ανθρώπων, για τη σηµασία της ψυχολογίας τόσο της µάζας όσο και του ατόµου. Επιπλέον πρέπει να αποδεχθεί την Απροσδιοριστία της θεωρίας του ως κάτι το επιθυµητό· να ενστερνιστεί ένα ανοικτό ερµηνευτικό σύστηµα, το οποίο περιγράφει και εξηγεί χωρίς να «προβλέπει» το παρόν ως τη «µοναδική ισορροπία» του κοινωνικού κόσµου. Βλέπεις, αναγνώστη, αντίθετα µε τον Levi, ο οποίος δεν είχε λόγο να ανησυχεί για το τι πίστευαν οι χηµικές ενώσεις του για τις θεωρίες του, ο κοινωνικός επιστήµονας δεν µπορεί παρά να προσεγγίσει τις θεωρίες του ως µέρος του φαινοµένου που µελετά. Ο άλλος δρόµος, εκείνος που επιλέγει η κυρίαρχη οικονοµική σχολή σκέψης, διαφέρει πολύ. Οδηγεί σε άλλου τύπου οικονοµική θεωρία. Σε θεωρία που προσπαθεί να αντικατοπτρίσει τη δοµή ενός κοινωνικού κόσµου όπου η ανθρώπινη βούληση εξηγεί την κοινωνική δοµή χωρίς να εξηγείται από αυτή· η βούλησή µας, αντί να είναι ένα από τα υποπροϊόντα της δοµής, διατηρεί τόσους βαθµούς ελευθερίας όσους χρειάζεται ώστε η οικονοµική θεωρία να αποκαλύπτει έναν κόσµο ανεξάρτητο από την όποια διαδικασία είναι υπεύθυνη για τη γένεση της βούλησής µας. Αν αυτό είναι εφικτό, τότε η δουλειά του οικονοµολόγου ίσως να µην διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη του χηµικού. Η επιλογή του ενός από τους δύο δρόµους έχει τελικά τεράστια σηµασία όσον αφορά, µεταξύ άλλων, τη σχέση οικονοµικών και φιλοσοφίας. Ο πρώτος δρόµος δεν περπατιέται χωρίς πάντρεµα των οικονοµικών και της φιλοσοφίας. Ο δεύτερος δεν προσεγγίζεται καν, παρά µόνο αφού η ανθρώπινη βούληση βγει εκτός της θεωρίας. Μπορεί να εξελίσσεται στη βάση κάποιου δαρβινικού µηχανισµού και να επηρεάζεται ακόµα από την κοινωνική δοµή, αλλά δεν µπορεί η βούληση να αποτελεί µέρος της δοµής. Αν έστω και για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου αποτελέσει µέρος της, τότε ο δεύτερος δρόµος συγκλίνει µε τον πρώτο και η φιλοσοφία ξαναµπαίνει στο ερµηνευτικό παιχνίδι. Γιατί είναι αυτό «κακό»; Γιατί φοβίζει τόσο τους οικονοµολόγους; Για δύο λόγους:Πρώτον, γιατί όποιος επιλέξει τον πρώτο δρόµο επιλέγει να αποδεχθεί τη ριζική Απροσδιοριστία της οικονοµικής επιστήµης. ∆εύτερον, επειδή οι οικονοµολόγοι, αν γνωρίζουν κάτι καλά, αυτό δεν είναι άλλο από την αξία του… µονοπωλίου. ∆εν βλέπουν λοιπόν τον λόγο να ακολουθήσουν τον πρώτο δρόµο (τον οποίο πρέπει να µοιράζονται µε φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και άλλους περίεργους και προβληµατικούς τύπους) όταν ο δεύτερος τους εξασφαλίζει µονοπωλιακή ισχύ απέναντι σε «ανταγωνιστικές» κοινωνικές επιστήµες.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν απαντά στο ερώτηµα: Καλά, και πώς κατάφεραν αυτή την επιλογή, του αυστηρού εξοστρακισµού της φιλοσοφίας από τα οικονοµικά –του δεύτερου δρόµου– να την επιβάλουν µε τέτοια καθολική επιτυχία σε όλα σχεδόν τα πανεπιστήµια του κόσµου; Πρόκειται για µεγάλο ερώτηµα, στο οποίο προσπαθούν να απαντήσουν παρακάτω ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γεώργιος Κριµπάς.
ΙΙΙ. Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Οι οικονοµολόγοι παραδέχονται ότι η επιστήµη τους στηρίζεται σε µια σειρά από φιλοσοφικά θεµέλια. Πρόκειται για τον µεθοδολογικό ατοµικισµό, τον εργαλειακό ορθολογισµό, την προσήλωση στην ελευθερία ως την υπέρτατη αξία µιας καλής καγαθής κοινωνίας και τη σηµασία της αβεβαιότητας στην κοινωνική ζωή. Αυτή η παραδοχή συνάδει όµως πλήρως µε τον εξοστρακισµό της φιλοσοφίας από τον πυρήνα της οικονοµικής σκέψης για έναν απλό λόγο: Επειδή οι οικονοµολόγοι θεωρούν (κι ας µην το λένε δυνατά, από ευγένεια ως επί το πλείστον) ότι δεν χρειάζονται τη βοήθεια των φιλοσόφων για να κατανοήσουν και να χρησιµοποιήσουν αυτά τα θεµέλια. Πιστεύουν ότι µπορούν και µόνοι τους. Ας ρίξουµε µια σύντοµη µατιά στο καθένα:
Μεθοδολογικός ατοµικισµός
Ένας καλός ωρολογοποιός, αντιµέτωπος µε ένα µηχανικό ρολόι που δεν το γνωρίζει, θα εφαρµόσει την αναλυτική-συνθετική µέθοδο µελέτης του: Θα πάρει ένα κατσαβιδάκι, θα το «διαλύσει» στα εξ ων συνετέθη, και µετά, αν καταφέρει να το ξανασυναρµολογήσει χωρίς να του περισσέψει τίποτα και το ρολόι δουλέψει, τότε θα έχει καταλάβει πλήρως τη δοµή και τη λειτουργία του. Έτσι και ο µεθοδολογικός ατοµικιστής. Προσπαθεί να «αναλύσει» την κοινωνία στα εξ ων συνετέθη, δηλαδή στα άτοµα, µε σκοπό να τα κατανοήσει ένα προς ένα· ανεξάρτητα το ένα από το άλλο· να διατυπώσει θεωρίες για το πώς συµπεριφέρεται το καθένα ξεχωριστά· και µετά, αν καταφέρει να ξανασυναρµολογήσει την «κοινωνία» αυτή, συναθροίζοντας τις συµπεριφορικές προβλέψεις στις οποίες οδηγήθηκε από το θεωρητικό υπόδειγµα του κάθε ατόµου, δηµιουργώντας µια µακρο-θεωρία για το κοινωνικό σύνολο, τότε θα έχει καταλάβει πλήρως τη δοµή και τη λειτουργία του.
Εργαλειακός ορθολογισµός
Εν αρχή ην ο Λόγος… Πράγµατι, στο ξεκίνηµα κάθε οικονοµικού εγχειριδίου ο αναγνώστης θα βρει, σε πολύ λίγες σελίδες, έναν πλήρη ορισµό του ορθολογισµού. Αρχικά ορίζεται η βούληση του ατόµου ως οι προτιµήσεις του µεταξύ εναλλακτικών «αποτελεσµάτων». Πρόκειται για την αποφασιστική επιλογή του «δρόµου προς την αλήθεια» που περιέγραψα στην προηγούµενη ενότητα. Οι προτιµήσεις αυτές, όπως περίπου τα πάθη του Hume, θεωρούνται η πηγή των δράσεων. Η ικανοποίησή τους µεταφράζεται σε «ωφέλεια», που ορίζεται ως ο µοναδικός σκοπός του ατόµου. Μάλιστα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα εξαφανίστηκε και το τελευταίο ψήγµα ψυχολογικού ή ηθικού χαρακτηριστικού αυτών των ωφελειών: Όταν λέµε ότι «ένα µήλο σου δίνει περισσότερη ωφέλεια από ένα αχλάδι», η φράση αυτή σηµαίνει ότι θα επιλέξεις το µήλο και απολύτως τίποτα άλλο (π.χ. µπορεί να το φας και να µην νιώσεις καµία ικανοποίηση ή να εκστασιαστείς – η ψυχολογική πληροφόρηση έχει εκµηδενιστεί).
Όσο για τον ορθολογισµό, αυτός έχει πάρει µια παντελώς µηχανιστική ή εργαλειακή µορφή. ∆εν είναι παρά ένα εργαλείο (εξού και εργαλειακός ορθολογισµός)· ένας δούλος· ένας υπολογιστής ο οποίος, στη βάση της διαθέσιµης πληροφόρησης για τους ισχύοντες περιορισµούς και τα προσδοκώµενα οφέλη, εξυπηρετεί τις δεδοµένες προτιµήσεις επιλέγοντας τις κατάλληλες δράσεις.
Σε αυτό το υπόδειγµα ορθολογικής επιλογής, τον λεγόµενο και homo economicus, διακρίνουµε έναν «άνθρωπο» που θέλει αυτό που επιλέγει και επιλέγει αυτό που θέλει· έναν τύπο ατόµου που ποτέ δεν µπορεί να αντισταθεί στην παραµικρή ευκαιρία αύξησης της καθαρής µέσης ωφέλειάς του· ένα «αυτόµατον» µε άπειρη υπολογιστική ικανότητα και απολύτως καµία δυνατότητα να «κρίνει», να γελάει, να κρατά τον λόγο του χωρίς κανέναν λόγο…
Ελευθερία
∆εν θα αµφισβητήσω ούτε µια στιγµή ότι η ελευθερία αποτελεί το υπέρτατο αγαθό. Το µοναδικό κοινωνικό αγαθό για το οποίο αξίζει ακόµα καινα θυσιάσει τη ζωή του κανείς. Πώς ορίζεται όµως από την κυρίαρχη οικονοµική σχολή; Ορίζεται ως η απουσία περιορισµών ή παρεµβάσεων από άλλους. Καµία αντίρρηση. Οι περιορισµοί µάς σκλαβώνουν. Είτε παίρνουν τη µορφή τοίχων γύρω µας είτε παίρνουν τη µορφή διακρίσεων σε βάρος µας λόγω του χρώµατος του δέρµατος ή του φύλου µας, µας εγκλωβίζουν σε ένα πλέγµα φυσικών και ψυχολογικών αλυσίδων που µας µειώνει ως άτοµα και µας αποξενώνει από τη «φύση» µας.
Αβεβαιότητα
Ζούµε σε µια εποχή επιθετικής εµπορευµατοποίησης που συνεχώς αναδεικνύει πρωτοφανείς ανισότητες. Πώς εξηγούνται; Πώς νοµιµοποιούνται; Η απάντηση των οικονοµολόγων βασίζεται στην έννοια της αβεβαιότητας και του ρίσκου. Κάποιοι επιχειρηµατίες παίρνουν πάνω τους το ζήτηµα. Ξεκινούν, όπως άλλοτε οι µεγάλοι θαλασσοπόροι, σε ένα ταξίδι που τους φέρνει αντιµέτωπους µε τον αδυσώπητο ωκεανό της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας, του οποίου τα κύµατα απειλούν να τους καταπιούν ανά πάσα στιγµή. Όποιοι από αυτούς τα καταφέρουν και γυρίσουν στο λιµάνι αλώβητοι, πλουτίζουν όπως ακριβώς τους πρέπει. Όσοι χάνονται στα σκούρα µπλε βάθη της θάλασσας ξεχνιούνται. Αυτή η ίδια αβεβαιότητα καθιστά αδύνατο τον όποιο συλλογικό σχεδιασµό µιας οικονοµικής και κοινωνικής ζωής που εκµεταλλεύεται τις ευκαιρίες δηµιουργίας πλούτου. Αν εµείς οι ίδιοι είµαστε αβέβαιοι για το τι θέλουµε (όπως πράγµατι είµαστε), πώς µπορεί να γνωρίζει το κράτος τι ζητάµε; Ακόµα και το πιο αποτελεσµατικό και αδιάφθορο κράτος δεν µπορεί να παρακάµψει το γλυκό µυστήριο της αβεβαιότητας που προκαλεί η συνεχής γέννηση νέων προτιµήσεων και τεχνολογιών. Αν πράγµατι οι οικονοµολόγοι δεν χρειάζονται βοήθεια από τη φιλοσοφία στη «διαχείριση» των παραπάνω εννοιών, τότε ίσως ο εξοστρακισµός της φιλοσοφίας να µπορεί να διατηρηθεί. Να έχει λογική. Κρίνε µόνη σου. Ως προς τον µεθοδολογικό ατοµικισµό, για παράδειγµα, πιστεύεις ότι είναι δυνατόν να κατανοηθεί ικανοποιητικά το κάθε άτοµο ανεξάρτητα από το κοινωνικό σύνολο στο οποίο εντάσσεται (όπως µπορεί να κατανοηθεί η κάθε ροδέλα και το κάθε ελατήριο ενός µηχανικού ρολογιού ανεξάρτητα από το όλον ρολόι); Πιστεύεις ότι µια ορθολογίστρια είναι καταδικασµένη να εξυπηρετεί δουλικά κάποιες συνεπώς καταταγµένες προτιµήσεις; Θεωρείς ότι η ελευθερία είναι εξασφαλισµένη όταν δεν έχουµε εξωγενείς περιορισµούς; Βρίσκεις ικανοποιητικό τον τρόπο µε τον οποίο ορίζει η οικονοµική θεωρία την αβεβαιότητα;
Αν απαντήσεις αρνητικά έστω και σε µία από τις παραπάνω ερωτήσεις, τότε de facto συµφωνείς ότι η φιλοσοφία αντιστέκεται στην προσπάθεια των οικονοµολόγων να την εξοστρακίσουν. Προς το παρόν θα σε αφήσω µε το γνωστό σχετικό τσιτάτο του Bertrand Russell, που έγραφε: «Όσοι αγνοούν τις φιλοσοφικές διαστάσεις της σκέψης τους και των πράξεών τους είναι καταδικασµένοι στις προκαταλήψεις που παράγει ο “κοινός νους”, και στην αναπαραγωγή τετριµµένων λαθών τα οποία παράγουν η εποχή και το έθνος τους».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Ίσως µια τέτοια ικανότητα να θεωρείται εξισορροπητική σε σχέση µε τις υπόλοιπες, που αφορούν την αποτελεσµατικότερη µορφή οργανωµένης, ωµής βίας.
2 Βλ. το «Παράρτηµα 2» του Γ. Βαρουφάκης (2007), Πολιτική Οικονοµία: Η οικονοµική θεωρία στο φως της κριτικής, Αθήνα: Gutenberg.
3 Σε πρόσφατο άρθρο µου, στο περιοδικό Science and Society (2007), έχω ισχυριστεί ότι, όσο ενδιαφέρουσες και να είναι οι εξελικτικές θεωρίες, δεν δύνανται να δώσουν λύση στα βαθιά µεθοδολογικά αδιέξοδα των οικονοµικών
επιµέλεια αφιερώµατος: Γιάνης Βαρουφάκης
Πηγή: http://www.nnet.gr/ (pdf)
antikleidi.com