Κοινό άρθρο από τους επικεφαλής τριών κορυφαίων ευρωπαϊκών think tanks στον Monde: Να αλλάξει η Συνθήκη της Λισαβόνας, να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα Κοινό άρθρο από τους επικεφαλής τριών κορυφαίων ευρωπαϊκών think tanks στον Monde: Να αλλάξει η Συνθήκη της Λισαβόνας, να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα
Δεδομένης της ριζικής αλλαγής της κατάστασης από τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007, καθίσταται ζωτικής σημασίας για την Ένωση να προσαρμοστεί σε μια νέα δημοκρατική,... Κοινό άρθρο από τους επικεφαλής τριών κορυφαίων ευρωπαϊκών think tanks στον Monde: Να αλλάξει η Συνθήκη της Λισαβόνας, να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα
File Photo epa01198949 Philip Evans (L) and Verena Schubert, the guardians of “The Book of the Lisbon Treaty of Jeronimos Monastery”, pictured with the exact copies of the treaty 12 December 2007, in Lisbon. The copies of the treaty will be used in case anything happens to the original treaty, tomorrow by the 27 European Union countries leaders at the signing ceremony that will take place on 13th December at the Jeronimos Monastery. The 27 leaders of the European Union gather in Lisbon on Thursday to sign their long-awaited Reform Treaty, which as from that day will formally come to be known as the Lisbon Treaty. EPA/PAULO CARRICO

Δεδομένης της ριζικής αλλαγής της κατάστασης από τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007, καθίσταται ζωτικής σημασίας για την Ένωση να προσαρμοστεί σε μια νέα δημοκρατική, γεωπολιτική, κλιματική και τεχνολογική πραγματικότητα.

«Έχει έρθει η στιγμή για να ξεκινήσει μια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Με αυτόν το τίτλο η εφημερίδα Le Monde δημοσιεύει άρθρο γνώμης το οποίο συνυπογράφουν οι Guillaume Klossa (πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης EuropaNova), Maria-Joao Rodrigues (πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Προοδευτικών Σπουδών- Fondation européenne des études progressistes) και Daniela Schwarzer (μέλος του διοικητικού συμβουλίου στο Ίδρυμα Bertelsmann).



Όπως ειδικότερα αναφέρουν, η διεύρυνση είναι ένας θεμελιώδης λόγος για τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν είναι ο μοναδικός. Ήρθε η ώρα να προσαρμοστεί η Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) σε μια νέα δημοκρατική, γεωπολιτική, κλιματική και τεχνολογική πραγματικότητα.

  • Αυτό είναι το όλο θέμα της έκθεσης που υπογράψαμε με άλλες έντεκα προσωπικότητες της Ευρώπης, με τίτλο «Μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης: γιατί είναι απαραίτητες στοχευμένες τροποποιήσεις των Συνθηκών».

Αυτή η έκθεση συμπληρώνει την έκθεση Γάλλων και Γερμανών εμπειρογνωμόνων «Πλέοντας στην ανοιχτή θάλασσα: μεταρρύθμιση και διεύρυνση της ΕΕ στον 21ο αιώνα», που δημοσιοποιήθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Η τελευταία αποτέλεσε την αφορμή έναρξης της συζήτησης για τη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Επί μακρόν, ήμασταν μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι η μεταρρύθμιση των συνθηκών δεν ήταν απαραίτητη. Το ανεπαρκώς αξιοποιημένο δυναμικό της Συνθήκης της Λισαβόνας θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να χρησιμοποιηθεί καλύτερα. Η κατάσταση έχει εκ βάθρων αλλάξει. Ριζικοί μετασχηματισμοί βρίσκονται σε εξέλιξη, τόσο πολύ που ο κόσμος που γέννησε τη Συνθήκη της Λισαβόνας δεν έχει πλέον καμία σχέση με αυτόν στον οποίο ζούμε. Είναι σημαντικό να προσαρμοστεί γρήγορα η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, για να μπορέσει η Ευρώπη να παραμείνει εύστοχη και αποτελεσματική.



Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επομένως να αντιμετωπίσει νέες ανάγκες. Κατ’ αρχάς, μια δημοκρατική ανάγκη. Η εμπειρία της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης το 2022, όπως και η διαβούλευση WeEuropeans που πραγματοποιήθηκε πριν από τις ευρωεκλογές του 2019, ανέδειξε την ισχυρή επιθυμία των Ευρωπαίων πολιτών να συνεισφέρουν άμεσα στο μέλλον του ευρωπαϊκού σχεδίου.

Οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι επί αιώνες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της δημοκρατικής καινοτομίας, πρέπει να ενσωματώσουν αυτή τη συμμετοχική διάσταση στους τοπικούς, εθνικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς τους, διαφορετικά οι δημοκρατικές παραφωνίες θα συνεχίσουν να εντείνονται.

Η δεύτερη ανάγκη είναι αυτή της παραγωγής βασικών κοινών αγαθών που κανένα κράτος μέλος δεν είναι σε θέση σήμερα να παράγει μεμονωμένα. Η μία μετά την άλλη, οι μελέτες μάς δείχνουν ότι οι πολίτες της Ένωσης θέλουν μια Ευρώπη που δεν περιορίζεται στην παραγωγή κανόνων, αλλά που θα είναι σε θέση να ενεργεί σε θέματα ασφάλειας και άμυνας, βιώσιμης ανάπτυξης, ψηφιακού μετασχηματισμού, καταπολέμησης πανδημιών και, γενικότερα, υγείας και αλληλεγγύης…



  • Τόσα πολλά θέματα που πλέον ξεπερνούν πολύ το εθνικό πλαίσιο και απαιτούν μαζική ευρωπαϊκή δράση, που δεν περιορίζεται σε ρυθμίσεις, αλλά απαιτεί ικανότητα εκτέλεσης που δεν αποτελεί μέρος του DNA της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή η ικανότητα εκτέλεσης δεν προβλέπεται από τις συνθήκες, ακόμη και αν η Επιτροπή μπόρεσε, κατ’ εξαίρεση, κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid-19 ή του πολέμου στην Ουκρανία, να συμβάλει στην παραγωγή κοινών αγαθών, όπως η παροχή εμβολίων για μισό δισεκατομμύριο Ευρωπαίους. Η κινητοποίηση κατά του Covid-19 ή η υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ουκρανία κατέστη δυνατή μόνο από την εξαιρετική σοβαρότητα της κατάστασης. Απαιτούσαν εξαιρετικά περίπλοκη και επίπονη θεσμική μηχανική και άσκησαν ισχυρή πίεση στις ευρωπαϊκές και εθνικές διοικήσεις που βρέθηκαν σε μόνιμο κίνδυνο υπερθέρμανσης.

Η τρίτη ανάγκη είναι η τεχνολογική επιτάχυνση. Η τεχνολογική επανάσταση δομεί τον επόμενο αιώνα. Βασίζεται τόσο στο αυξανόμενο βάρος των ψηφιακών πλατφορμών στις οικονομίες μας όσο και στην άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης. Και στις δύο περιπτώσεις, το πλεονέκτημα δίνεται σε δυνάμεις με μεγάλη, τυποποιημένη εγχώρια αγορά, ισχυρό στρατό και αμυντική βιομηχανία, καθώς και τεράστια επενδυτική ικανότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η δημοκρατική κυριαρχία και η στρατηγική αυτονομία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα διάθεσης των δικών τους κυρίαρχων υποδομών που καθορίζουν την ικανότητα προστασίας των δεδομένων των πολιτών και των επιχειρήσεων. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ινδία διαθέτουν τα μέσα για να εγγυηθούν την κυριαρχία τους. Όχι όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω έλλειψης μιας πραγματικής τεχνολογικής αγοράς και επαρκών επενδύσεων σε κρίσιμες υποδομές όπως το cloud.

Η τελευταία ανάγκη είναι γεωπολιτική. Είναι αυτή που δικαιολογεί την αναγκαιότητα μιας νέας διεύρυνσης. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ξεκαθάρισαν, για πρώτη φορά, το διακύβευμα στα συμπεράσματά τους στη σύνοδο κορυφής της Γρενάδας τον Οκτώβριο: «Η διεύρυνση είναι μια γεωπολιτική επένδυση στην ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία . (…) Παράλληλα, η Ένωση πρέπει να θέσει τις βάσεις και τις απαραίτητες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις».

Ξεκάθαρα, σήμερα, το ευρωπαϊκό ζήτημα δεν είναι πλέον θεωρητικό ή ιδεολογικό: δεν είναι πλέον ζήτημα να γνωρίζουμε αν θέλουμε περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη ή ποια Ευρώπη θέλουμε. Το διακύβευμα είναι τώρα συγκεκριμένο και ζωτικό: αφορά τη δημιουργία των συνθηκών που θα επιτρέψουν στους Ευρωπαίους να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, την ικανότητά τους για δράση και να κάνουν πραγματικότητα την κυριαρχία τους. Αφορά επίσης στο να δώσει νέα ζωντάνια στη δημοκρατία τους σε έναν κόσμο που δεν κυβερνάται πλέον ούτε από την Ευρώπη ούτε από τη Δύση και που ευνοεί την ισορροπία δυνάμεων περισσότερο από τη συνεργασία.

  • Την παραμονή των ευρωπαϊκών εκλογών τον Ιούνιο του 2024, και ενώ οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων προετοιμάζουν τη στρατηγική ατζέντα που καθορίζει τις συλλογικές προτεραιότητες των Ευρωπαίων για τις επόμενες δεκαετίες, έχει έρθει η στιγμή να ξεκινήσει μια συζήτηση σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, που σίγουρα τροφοδοτήθηκε από τις εκθέσεις ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που αφιέρωσαν χρόνο για να προβληματιστούν, αλλά που δεν περιορίζεται σε μια συζήτηση εμπειρογνωμόνων.

Διότι κάθε Ευρωπαίος πολίτης επηρεάζεται άμεσα από τις αποφάσεις που θα ληφθούν τους επόμενους μήνες και οι οποίες θα μεταμορφώσουν βαθιά την ήπειρό μας

Le Monde [«Le moment est venu de lancer un débat sur la réforme de l’Union européenne»].  – hellasjournal.com

error: Content is protected !!