Σαπφώ η Λεσβία – αρχαία ελληνίδα ποιήτρια Σαπφώ η Λεσβία – αρχαία ελληνίδα ποιήτρια
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Επιμέλεια Λϊλυ Νούραη Σαπφώ η Λεσβία – αρχαία ελληνίδα ποιήτρια Εικάζεται ότι γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου.  Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος... Σαπφώ η Λεσβία – αρχαία ελληνίδα ποιήτρια

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Επιμέλεια Λϊλυ Νούραη

Σαπφώ η Λεσβία – αρχαία ελληνίδα ποιήτρια

Εικάζεται ότι γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου.  Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεΐς. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο.

Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος , την περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή  Σύμφωνα με το βυζαντινό λεξικό Σούδα, πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, που ονομάστηκε Κλεΐδα, -σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε προσωρινά στη Σικελία

Σύμφωνα με έναν ακόμη θρύλο, η Σαπφώ, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, έπεσε από τα βράχια της Λευκάδας στη θάλασσα και πνίγηκε.

Η Σαπφώ έγραψε τα ποιήματά της στην αιολική διάλεκτο και θεωρείται ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Ο Πλάτων την ονομάζει «σοφή» και «δέκατη Μούσα», ο Ανακρέων «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιxρόν αύχημα Λεσβίων» οι Ιουλιανός και Αντίπατρος «θηλυκό Όμηρο» και «τιμή Λεσβίων γυναικών», ενώ ο Στράβων «θαυμαστόν τέρας». Ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι ακόμα και οι νεκροί στον κάτω κόσμο ακούν τα τραγούδια της με θαυμασμό σε ιερή σιγή.

Μετά τον θάνατό της, στην γενέτειρά της, την Λέσβο, έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες και στην Πέργαμο στήθηκαν αγάλματά της, ενώ στις Συρακούσες κατασκευάστηκε και ένα κενοτάφιο προς ανάμνησή της.

«Τον καιρό της Σαπφούς», έργο του Τζον Γουίλιαμ Γκόντγουαρντ, Μουσείο J. Paul Getty (1904).

Ερωτική αντιζηλία

Μου φαίνεται ίσος με θεό πως είναι
κείνος ο άντρας που απέναντί σου
κάθεται, και που τη γλυκιά φωνή σου
σκύβει ν’ ακούσει

κι αυτό το γέλιο σου που ανάβει πόθους. Μα εμένα
μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου: λίγο
μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως
σβήνει η φωνή μου,

βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω
κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει
φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν·
βουίζουνε τ’ αφτιά μου·

με περιλούζει κρύος ιδρώτας· με κυριεύει
ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη
γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι· λίγο ακόμα
και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.

Μα όλα πρέπει να τ’ αντέξω…

Προσευχή στην Αφροδίτη

Θεά που καθίζεις σε θρόνο περίτεχνο,
του Διός θυγατέρα, Αφροδίτη, που υφαίνεις πλεκτάνες,
σε ικετεύω, με πίκρες και βάσανα μην τυραννάς,
δέσποινα, την ψυχή μου,

αλλά εδώ φανερώσου, αν κι άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου, κι ας ήσουν μακριά μου,
και το σπίτι τ’ ολόχρυσο του πατέρα σου άφησες
για νά ’ρθεις σε μένα.

Το αμάξι σου έζεψες, και σπουργίτια πανέμορφα
απ’ τα ουράνια σε φέρανε σχίζοντας
τον αιθέρα, με βία τις φτερούγες χτυπώντας επάνω
απ’ το μαύρο το χώμα,

κι έτσι φτάσαν αμέσως. Κι εσύ, παμμακάριστη,
μ’ ένα γέλιο ν’ ανθίζει στο αθάνατο 
πρόσωπό σου, με ρώτησες σαν τι να ’παθα πάλι
και γιατί πάλι εδώ σε φωνάζω

και σαν τι λαχταρά η τρελή μου ψυχή να πετύχει.
«Ποιαν θέλεις να κάνω αυτή τη φορά
στην καρδιά της να σε καλωσορίσει; Σαπφώ μου,
ποια σ’ αδίκησε πάλι;

Κι αν φεύγει μακριά σου, σε λίγο θα σε κυνηγήσει·
αν τα δώρα σου δεν καταδέχεται, ωστόσο
θα σου δώσει δικά της· κι αν δεν σ’ αγαπάει, σε λίγο
κι άθελά της θα σε αγαπήσει.»

Ω έλα και τώρα, θεά, λύτρωσέ με απ’ τις έγνοιες
τις σκληρότατες· κι όσα η ψυχή μου
λαχταρά να γινούν, κάμε συ ν’ αληθέψουν· και στάσου
στο πλάι μου σύμμαχος. Έλα!

Παράπονο των γηρατειών

[Εσείς,] κορίτσια, [στων Μουσών] των ανθοστόλιστων τα δώρα 
τα όμορφα [να είστε ολόψυχα δοσμένες και] στη λύρα
που αγαπά το λιγυρό τραγούδι. Ωστόσο εμένα
[τ’ άλλοτε τρυφερό] κορμί μού τ’ [άρπαξε] το γήρας·
[ασπρίσανε] και τα μαλλιά που ήταν μαύρα.
Βαριά η ψυχή μου· πια δεν με βαστούν τα γόνατά μου,
που κάποτε σκιρτούσαν στον χορό σαν ελαφάκια.
Συχνά πυκνά θρηνώ για όλα αυτά· μα τι να κάνω;
Ο άνθρωπος δεν γίνεται απ’ το γήρας να ξεφύγει.
Κάποτε, λεν, τον Τιθωνό η ροδοδάχτυλη τον πήρε
Αυγή μέχρι τα πέρατα της γης — τη [λύγισε] ο πόθος
του ωραίου παλικαριού· μα ακόμη κι έτσι, με τα χρόνια,
τον πρόφτασε κι αυτόν το γήρας το λευκό, κι ας είχε
αθάνατη γυναίκα.

Μοναξιά

Το φεγγαράκι έγειρε 
κι η Πούλια. Mεσονύχτι.
Περνά η ώρα. Μα εγώ
κοιμάμαι μοναχή μου.

error: Content is protected !!