ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Επιμέλεια: Λίλυ Νούραη Καλή χρονιά, με υγεία και ευτυχία! Επέλεξα σήμερα κάποια χαρακτηριστικά ποιήματα ελλήνων ποιητών, και σας τα παρουσιάζω έτσι όπως τα εμπνεύστηκαν,... ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Επιμέλεια: Λίλυ Νούραη

Καλή χρονιά, με υγεία και ευτυχία!

Επέλεξα σήμερα κάποια χαρακτηριστικά ποιήματα ελλήνων ποιητών, και σας τα παρουσιάζω έτσι όπως τα εμπνεύστηκαν, άλλοτε ευχόμενοι, άλλοτε χαρούμενοι ή πονεμένοι, τιμώντας την σπουδαία ημέρα αυτή του χρόνου, κατά την οποία μία νέα χρονιά ξεκινά για όλους μας και μας υπόσχεται ελπίδες, ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε.

AΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ’ΡΧΕΤΑΙ

Από τον χρόνο που ’ρχεται
δεν θέλω καμία χάρη.
Να μη μου φέρει τίποτε.
Μα και να μη μου πάρει.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ

“Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.

Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

Όξω ο κόσμος φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
κ’ οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυραίοι
άνοιξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».

                                             ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ



ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

—Πατρίδα μου, τί θες να σου χαρίσω 
για τον καλό το χρόνο που θα ’ρθεί; 
—Παιδί μου, το κορμί το λιονταρίσο 
και το παλικαρίσο το σπαθί, 
και τη νεραϊδογέννητη τη χώρα 
μαζί με το δικέφαλον αϊτό. 
Δε θέλω γω καινούρια ή ξένα δώρα, 
παλιά δικά μου πλούτη σού ζητώ.
 —Μητέρα, τα δικά σου τα στολίδια 
τα χαίροντ’ άλλοι μες στην οικουμένη, 
και Λάμιες τα φυλάν, τα ζώνουν φίδια 
και χάνοντ’ εκεί μέσ’ αντρειωμένοι…
—Παιδί μου, όταν τη δόλια σου μητέρα, 
με του παιδιού τον πόνον αγαπάς, 
με την αγάπη μόνο μιαν ημέρα 
την παλαιά της δόξα θα της πας!                     

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Καινούριος χρόνος πάλι ξημερώνει
και σβήνεται και χάνεται ο παλιός
μαζί του να σβηστούνε όλοι οι πόνοι
το δάκρυ μας, η λύπη, ο στεναγμός.

Καινούργιος χρόνος πάλι ξημερώνει
και λάμπει ο σκοτισμένος ουρανός
μ’ ελπίδες ο Θεός να τον χρυσώνει
και να ‘ν ευτυχισμένος και καλός.

Ελάτε να γυρίσουμε και πάλι
στην πίστη του Χριστού σαν αδελφοί
και ο χρόνος ο καινούργιος θα μας βγάλει
στης δόξας την ολόφωτη κορυφή.

Χριστέ μεγαλοδύναμε Θεέ μας
Χριστέ γεμάτε αγάπη και στοργή
χαρούμενο το χρόνο χάρισέ μας
και δώσε την ειρήνη σου στη γη.

                                             Γ. ΒΕΡΙΤΗΣ



« ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ »

Καινούργιος χρόνος!… τί χαρά!… τί εὐτυχία πάλι!
ὅλοι βαστοῦνε κἄτι τὶ καὶ εἰς τὰ δυό των χέρια,
ὅλοι χαρούμενοι κτυποῦν στὸν τοῖχο τὸ κεφάλι
καὶ βλέπουν τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ παλῃὰ τεφτέρια.

Βλέπω κι’ ὁ δύστυχος ἐγὼ σ’ ἕνα μικρὸ τεφτέρι,
κανεὶς σ’ ἐμένα δὲν χρωστᾷ, σ’ ἄλλους ἐγὼ χρωστῶ,
βλέπω δυὸ ἐπιτύμβια εἰς ἕνα καροτσέρη
καὶ δώδεκα ἑξάστιχα στὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Ἀνοίγω ἄλλο δεύτερο καὶ βλέπω παρ’ ἐλπίδα
εἰς πράξεις δεκατέσσαρας ἕνα φρικτὸ μου δρᾶμα,
σὲ μιὰ κουτσὴ γειτόνισσα θερμὴ ἀκροστιχίδα,
κι’ ἕνα πρὸ χρόνων ἔμμετρον ἐρωτικόν μου γράμμα.

Ἀνοίγω τρίτο, καὶ ἰδοὺ ἐμπρός μου ἐλεγεῖον
σ’ ἕνα πτωχὸν ἀπόμαχον κι’ ἀρχαῖον θυρωρόν,
κεραυνοβόλος σάτυρα εἰς ἕνα Ὑπουργεῖον
καὶ θούριον στοὺς Κρητικοὺς μακρὺ καὶ φλογερόν.

Ἀνοίγω τὰ ντουλάπια μου γιὰ νὰ τὰ καθαρίσω,
νὰ δῶ τί ἐπερίσσεψε ἀπὸ τὸν ἄλλον χρόνον,
ἀλλὰ τὰ βλέπω ἀδειανὰ καὶ μόνο πίσω πίσω
βρίσκω σὲ κίτρινο χαρτὶ κόνιν ἐντομοκτόνον.

Ἀνοίγω καὶ τὴν κάσσα μου νὰ δῶ τί ἀπομένει,
καὶ γιὰ νὰ δῶ καλλίτερα καὶ τὰ γυαλιὰ φορῶ,
καὶ βρίσκω μιὰ τοῦ Ὄθωνος δεκάρα σκουριασμένη
καὶ δυὸ ἀπολυτήρια ἀπ’ τὸν παλῃὸ καιρό.

Σφαλῶ καὶ τὰ ντουλάπια μου, σφαλῶ καὶ τὰ τεφτέρια,
φιλῶ καὶ τὴν φαμίλια μου μ’ ἀγάπη καὶ λατρεία
καὶ ψάλλω μ’ ἦχον πλάγιον σταυρώνοντας τὰ χέρια,
«Ἅη Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία».

                                             ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1956

 «Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει,
κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μούχεις λείψει
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.»

Κι όμως, ο ποιητής επέμενε:
-Πρωτοχρονιά 1957
«Χρόνε καινούργιε, φέρε μας μαζί σου την Ειρήνη.
Φέρε στην Κόλαση ένα φως, στην έρημο μια κρήνη.
Φέρε της γονιμότητας το σπόρο μέσ’ στη μήτρα
της γης, που οι σπόροι καίγουνται χωρίς να βγάλουν φύτρα.
Κοίτα, στον πόλεμο η ζωή κάψαλο μαύρο εγίνη,
κι άλλο από σένα δεν ζητά, παρά μονάχα Ειρήνη.
Ειρήνη σ’ ό,τι ζει κι ανθεί, σ’ ό,τι πονεί και φθίνει,
στο χωρισμό, στον έρωτα, στα πάθη. Ερήνη. Ειρήνη.

Στη μάνα πάνω απ’ τ’ άρρωστο παιδί της που αγρυπνά,
στη μοναξιά του εξόριστου, στου σκλάβου το βραχνά,
στ’ αγνά στηθάκια του παιδιού που νηστικό έχει μείνει,
στα μαύρα τα γεράματα, στ’ άχαρα νιάτα. Ειρήνη.
Στου στρατοκόπου το ραβδί, στου ανήμπορου την κλίνη,
στις νύχτες του κατάδικου, Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη,
για να βρει, χρόνε, κι η χαρά, σαν θα θελήσει να ’ρτει,
να ’ναι ανοιχτό το σπίτι μας κι ο κήπος δίχως φράχτη.»

                                                            ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.

                                                      ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ

Βράδυ της Πρωτοχρονιάς.
Έξω κρύο και χιονιάς
και βοριάς σφυρίζει.
Στο τραπέζι το στρωτό,
τ’ αναμμένο θυμιατό
ευωδιές σκορπίζει.
Μ΄αγωνία τα παιδιά
κι ανυπόμονη καρδιά,
κάποιον καρτερούμε.
Ασπρομάλλη, γελαστό,
μ’ ένα σάκο γεμιστό,
που θα μοιραστούμε.
Το ρολόι μας γυρνά
κι ο βοριάς λυσσομανά.
Τι κακοκαιρία!
Θε μου, κάνε να βιαστεί
μην τυχόν κι αποκλειστεί
μες την Καισαρεία.

                              ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

error: Content is protected !!