Στα 34,2 έτη ο εργασιακός βίος των Ελλήνων
ΕΙΔΗΣΕΙΣΕΛΛΑΔΑΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝΚΟΙΝΩΝΙΑ 1 Αυγούστου 2024 fonisalaminas
Σχετικά βραχύς είναι ο εργασιακός βίος των Ελλήνων, φαινόµενο που γίνεται ακόµη πιο έντονο εάν αυτός συγκριθεί µε άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία, η Σουηδία αλλά και η ∆ανία, όπου εκεί δουλεύουν πάνω από 40 χρόνια. Σύµφωνα µε στοιχεία της Eurostat, η µέση διάρκεια του εργασιακού βίου στην Ευρώπη είναι 36,9 έτη, ωστόσο αυτή διαφέρει µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Ο εργασιακός βίος των Ελλήνων, σύµφωνα µε τα δεδοµένα του 2023 που έχει συλλέξει η Eurostat, είναι 34,2 έτη, ενώ ο εργασιακός βίος ενός Ολλανδού φτάνει τα 43,7 έτη, ενός Σουηδού τα 43,1 και ενός ∆ανού τα 41,3 έτη. Αντίθετα, ακόµη χαµηλότερη από την Ελλάδα είναι η διάρκεια του εργασιακού βίου στη Ρουµανία (32,2 έτη), στην Ιταλία (32,9 έτη) και στην Κροατία (34 έτη).
Ο σχετικά βραχύς εργασιακός βίος των Ελλήνων αποτυπώνει και όλες τις αδυναµίες που παρουσιάζει η εγχώρια αγορά εργασίας και ευρύτερα το παραγωγικό µοντέλο της χώρας. Αρχικά, οι νέοι αργούν να µπουν στην αγορά εργασίας. Οπως έχει αναφέρει σε προηγούµενο ρεπορτάζ η «Κ», ένας στους δύο νέους ηλικίας 20 έως 29 ετών δεν εργάζεται, ενώ από τον συνολικό πληθυσµό της λεγόµενης γενιάς Gen Z, περίπου 350.000 δεν ψάχνουν καν για δουλειά και κατατάσσονται στο λεγόµενο οικονοµικά µη ενεργό τµήµα του πληθυσµού.
Η Ελλάδα, παρά την πρόοδο που έχει σηµειώσει τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να διατηρεί ένα από τα χαµηλότερα ποσοστά απασχόλησης των νέων. Τα στοιχεία του 2023 φέρνουν την Ελλάδα στην 3η θέση από το τέλος, µε ποσοστό απασχόλησης 52,6%. Χαµηλότερα κατατάσσεται µόνο η Ιταλία µε 49,4%, αλλά και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη µε 45,6%. Παρά τη χαµηλή επίδοση της χώρας σε σύγκριση µε την υπόλοιπη Ευρώπη, καταγράφεται µια σηµαντική βελτίωση, δεδοµένου πως κατά τη διάρκεια της οικονοµικής κρίσης η απασχόληση των νέων ηλικίας 20-29 ετών περιορίστηκε σε δραµατικά επίπεδα. Βέβαια, πέρα από τα συµπεράσµατα που προκύπτουν από τα επίσηµα στοιχεία, φορείς όπως η Eurostat δεν υπολογίζουν στις σχετικές µετρήσεις τους και τη λεγόµενη µαύρη εργασία –βασική πληγή της ελληνικής οικονοµίας– που εντοπίζεται κυρίως σε εποχικές δουλειές, όπως π.χ. ο τουρισµός. ∆ηλαδή, ενώ το 2023 απασχολούνταν 548.000 νέοι της ηλικιακής οµάδας 20-29 ετών (ρεπορτάζ της «Κ»), υπάρχει και ένα κοµµάτι του πληθυσµού που εργάζεται µεν, αλλά δεν καταγράφεται πουθενά. Εν τω µεταξύ, ο ένας στους τρεις απασχολείται είτε στην παροχή υπηρεσιών κυρίως στην εστίαση είτε ως πωλητής, ενώ ένας στους πέντε εργάζεται ως «επαγγελµατίας», µε τις απολαβές του να είναι χαµηλές. Παράλληλα, στην Ελλάδα σε γενικές γραµµές υπάρχουν θέσεις εργασίας χαµηλής εξειδίκευσης, πολλές από τις οποίες είναι χειρωνακτικές (τεχνίτες κ.ά.) και απαιτούν καλή φυσική κατάσταση (δύναµη κ.λπ.). Αυτό ωστόσο αποτελεί εµπόδιο για άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας, που δεν µπορούν να ανταποκριθούν σε τέτοιες συνθήκες, µε αποτέλεσµα να τίθενται εκτός εργασίας.
Ακόµη µεγαλύτερο είναι το πρόβληµα σε ό,τι αφορά τον µέσο εργασιακό βίο των γυναικών, ο οποίος είναι αρκετά µικρότερος σε σύγκριση µε τους άνδρες στην Ε.Ε. Στην Ελλάδα η µέση διάρκεια του εργασιακού βίου ήταν το 2023 τα 30,6 έτη (από τους µικρότερους στην Ε.Ε.), σε αντίθεση µε τους άνδρες που ήταν τα 37,5 έτη. Γενικά, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία, οι Ελληνίδες βρίσκονται πρώτες στους δείκτες ανεργίας, µερικής απασχόλησης και χαµηλόµισθης αµοιβής σε σύγκριση µε τους άνδρες ίδιας ηλικίας, ενώ παραµένουν µια µικρή µειοψηφία σε θέσεις ευθύνης. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα απασχολείται το 52,4% των γυναικών, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα µας στη δεύτερη χειρότερη θέση µετά την Ιταλία που έχει 52,3%. Ως αποτέλεσµα όλων των παραπάνω, στην Ελλάδα τα χρόνια εργασίας είναι σχετικά λίγα και οι απολαβές είναι αναλογικά και µε άλλες χώρες χαµηλές. Ετσι, κάθε χρόνος µακριά από την αγορά εργασίας και κάθε έτος µε χαµηλές αποδοχές αποτυπώνεται ύστερα από χρόνια και στο ύψος της σύνταξης.
moneyreview.gr