«Φρένο» στα εύκολα απολυτήρια
ΑΡΘΡΑ (ΕΙΔΗΣΕΙΣ)ΕΙΔΗΣΕΙΣΕΛΛΑΔΑΚΟΙΝΩΝΙΑ 30 Ιανουαρίου 2025 fonisalaminas
Οι μαθητές εξασφαλίζουν το συνολικό βαθμολογικό όριο ακόμη και με βαθμούς κάτω από τη βάση σε κρίσιμα μαθήματα
Αγώνας δρόμου πολύ χαμηλών εμποδίων αποδεικνύεται το απολυτήριο από το γυμνάσιο και το λύκειο για τους Ελληνες μαθητές.
Ακόμη και με βαθμούς κάτω από τη βάση σε κρίσιμα μαθήματα, με καλούς βαθμούς σε δευτερεύοντα όλοι εξασφαλίζουν την προαγωγή και την απόλυση, ενώ ουδείς μένει μετεξεταστέος.
Στο γυμνάσιο οι μαθητές που προάγονται και απολύονται με βαθμό έως 13 είναι από 10% έως 15%, ενώ στο λύκειο το ποσοστό αυξάνεται περίπου έως και το 20%. Αλλά και αυτός ο βαθμός είναι πλασματικός, καθώς οι εκπαιδευτικοί είναι πολύ επιεικείς με τους μαθητές, ακόμη και στα βασικά μαθήματα.
Οι λόγοι σχετίζονται με την ανυπαρξία αυστηρών εξετάσεων και την πίεση των γονιών. «Πρόκειται για εκπαίδευση του παραλόγου και της ήσσονος προσπάθειας», τονίζει στην «Κ» ο Σωτήρης Γκλαβάς, πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), ο οποίος έχει μελετήσει εις βάθος το πρόβλημα.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει ζητήσει προτάσεις από τους αρμόδιους θεσμικούς φορείς, όπως η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευσης (ΑΔΙΠΠΔΕ), για την αναστροφή της κατάστασης. Οι αλλαγές θα συνδυαστούν με τη θεσμοθέτηση του εθνικού απολυτηρίου.
Ειδικότερα, στο γυμνάσιο o μαθητής κρίνεται άξιος προαγωγής ή απόλυσης όταν έχει σε κάθε μάθημα βαθμό ετήσιας επίδοσης τουλάχιστον 10 ή όταν έχει γενικό μέσο όρο βαθμών ετήσιας επίδοσης τουλάχιστον 13.
Στο λύκειο για την προαγωγή και την απόλυση των μαθητών απαιτείται γενικός μέσος όρος τουλάχιστον 10.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπ. Παιδείας, στην Α΄ Γυμνασίου το 15% των μαθητών προάγεται με μέσο όρο από 10 έως 13.
Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Β΄ Γυμνασίου είναι 11% και 9,5% για τη Γ΄ Γυμνασίου.
Στο λύκειο τα αντίστοιχα ποσοστά αυξάνονται έως και 20%, διότι οι καθηγητές θεωρούν ότι πρέπει να είναι ακόμη πιο επιεικείς, με δεδομένη την έμφαση των μαθητών στην προετοιμασία για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. «Αντίθετα, ο μαθητής του γυμνασίου προάγεται ή απολύεται δυσκολότερα», παρατηρεί στέλεχος του ΙΕΠ.
Τα δευτερεύοντα μαθήματα δίνουν «μπόνους» στον μέσο όρο, ενώ προβληματική χαρακτηρίζεται και η αξιολόγηση από τους καθηγητές που πολλές φορές είναι πολύ επιεικείς.
Η φάση ωστόσο είναι γενικά πολύ χαλαρή, αφού το βαθμολογικό όριο είναι εύκολο λόγω των δευτερευόντων μαθημάτων. Οπως εξήγησε στην «Κ» ο μαθηματικός Στράτος Στρατηγάκης, στον μέσο όρο συνυπολογίζεται ο βαθμός της Γυμναστικής και των Θρησκευτικών, μαθήματα στα οποία οι μαθητές έχουν παραδοσιακά υψηλή βαθμολογία.
Επιπλέον υπάρχουν οι κλάδοι των μαθημάτων: η Αλγεβρα και η Γεωμετρία θεωρούνται ένα μάθημα με ένα βαθμό. Η Γλώσσα, η Λογοτεχνία δίνουν επίσης ένα βαθμό, όπως και η Φυσική, η Χημεία και η Βιολογία. Βλέπουμε δηλαδή ότι τρία βασικά μαθήματα δίνουν έναν βαθμό που είναι ισάξιος της Γυμναστικής και των Θρησκευτικών. Ετσι λοιπόν, αν ένας μαθητής έχει βαθμό κάτω από τη βάση στα βασικά μαθήματα, θα έχει στο τέλος της χρονιάς μόνο τρεις βαθμούς κάτω από τη βάση.
Από την άλλη, πόσο ακριβής είναι η αξιολόγηση των μαθητών από τους καθηγητές τους; Οπως αναφέρουν στην «Κ» έμπειροι εκπαιδευτικοί, οι καθηγητές πριμοδοτούν τους μαθητές, ιδίως όταν είναι πολύ μέτριοι. «Ευκολότερα, το 8 το ανεβάζει σε 10, από το 18 σε 20», τονίζει καθηγητής. «Προφανώς και δίνεις μία ευκαιρία στον μαθητή για να μην απογοητευτεί», προσθέτει. «Οι γονείς διαμαρτύρονται όταν δουν μία χαμηλή βαθμολογία, το ίδιο κάνουν και πολλοί μαθητές. Πολλοί εκπαιδευτικοί στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν μία ισορροπία με τους γονείς, είναι επιεικείς με τους μαθητές», παρατηρεί στην «Κ» ο έμπειρος φιλόλογος Ανδρέας Παπαδαντωνάκης. Με τον τρόπο αυτό, βέβαια, παγιώνεται μία στρεβλή κατάσταση και υπερισχύει το… «δεν βαριέσαι»! «Αυτή η λογική δίνει το απολυτήριο, ιδίως του λυκείου, σε όλους τους μαθητές είτε διαβάζουν είτε απλώς παρίστανται στο σχολείο», σχολιάζει ο κ. Στρατηγάκης. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι τα πολλά 20άρια. Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, το σχολικό έτος 2023-2024 αριστούχοι ήταν οι 179.225 μαθητές γυμνασίου και λυκείου σε σύνολο 680.000 μαθητών, δηλαδή ο ένας στους τέσσερις.
Βέβαια, ένα πιο αυστηρό σύστημα αξιολόγησης θα «κόψει» πολλούς μαθητές, όπως το 2014, όταν έμεινε μετεξεταστέο το 24% των μαθητών λυκείου. «Σε αυτή την περίπτωση, ας μην αγνοείται το πολιτικό κόστος που θα έχει μία κυβέρνηση», λέει στην «Κ» πρώην στέλεχος του ΙΕΠ.
Μεταξύ των προτάσεων που έχουν τεθεί στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας είναι στα βασικά μαθήματα (Γλώσσα, Μαθηματικά, Φυσική κ.ά.) και στα δύο επίπεδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι μαθητές να έχουν τουλάχιστον δέκα για να προαχθούν. Ιδίως για το λύκειο μία λύση είναι να θεσμοθετήσει το εθνικό απολυτήριο, που κοντεύει να γίνει σαν το γεφύρι της Αρτας.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Η εκπαίδευση του παραλόγου
Του Σωτήρη Γκλαβά
Τα ανησυχητικά ποσοστά λειτουργικού αναλφαβητισμού που διαπιστώνει η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) στην τελευταία έκθεσή της επαναφέρουν το ερώτημα κατά πόσον το σημερινό σχολείο περιορίζει ή διευρύνει τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Οι επαΐοντες διαπιστώνουν ότι έχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τίποτα στην ουσία δεν αξιολογεί, πέραν των μαθητών. Δεν εποπτεύει, δεν επιμορφώνει, δεν ενισχύει το κύρος του και δεν επιβραβεύει οικονομικά τους εκπαιδευτικούς. Τα πάντα αφήνονται στην πρωτοβουλία και στο όραμα, που ευτυχώς διαθέτουν οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι διατηρούν ακόμη ζωντανό το ελληνικό σχολείο σε ένα απολύτως συγκεντρωτικό, χαοτικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η κατάσταση επιτείνεται όταν δεν υπάρχει ουσιαστική διαδικασία αποτίμησης του μαθησιακού αποτελέσματος. Δεν διαπιστώνεται συστηματικά εάν όλοι οι μαθητές έχουν κατακτήσει τις βασικές γνώσεις που θα πρέπει να έχουν συγκεκριμένα προκαθοριστεί (όχι μέσα από τα «φλύαρα» προγράμματα σπουδών). Ακόμη και όταν κάποιοι εκπαιδευτικοί δείκτες διαπιστώνονται και ανακοινώνονται από την ΑΔΙΠΠΔΕ ή όταν η ίδια διατυπώνει προτάσεις, δεν λαμβάνονται μέτρα ώστε να μην υπάρχουν μαθησιακά κενά, ιδιαίτερα στα μαθηματικά και στη γλώσσα, ενώ «φορτώνουμε» τα σχολεία με «φιλόδοξα» γνωστικά αντικείμενα. Διεθνή προγράμματα και ερευνητικές πρωτοβουλίες, που έχουν στόχο να καθορίσουν ένα αντικειμενικό πλαίσιο αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών, οδήγησαν αρκετά ευρωπαϊκά κράτη να αναπτύξουν πιο συστηματικά μοντέλα μέτρησης της επίδοσης των μαθητών. Σε εκείνα τα εκπαιδευτικά συστήματα που αναγνωρίζονται διεθνώς ως επιτυχημένα (και όχι μόνο με βάση την έρευνα PISA) εφαρμόζονται συστηματικά ολοκληρωμένα σχήματα αξιολόγησης του συνόλου του εκπαιδευτικού έργου.
Την ανισότητα διευρύνει το σχολείο της ήσσονος προσπάθειας, που πριμοδοτεί τους ήδη ευνοημένους μαθητές και αδικεί τους ήδη αδικημένους.
Στην Ελλάδα, ελάχιστα προβληματίζει το γεγονός ότι τα ελληνόπουλα που υστερούν, ιδιαίτερα στο δημοτικό, δεν θα μπορέσουν να ενταχθούν με επάρκεια στο εκπαιδευτικό σύστημα, εάν δεν υπάρξουν γι’ αυτά αντισταθμιστικά μέτρα. Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός θα εξακολουθεί να διευρύνει τις εκπαιδευτικές ανισότητες εις βάρος κυρίως πολλών φτωχών μαθητών με αποτέλεσμα και τη διαρροή τους από το σχολείο, σε ένα σύστημα που μόνον άγχος και αδιαφορία τούς προκαλεί. Την εκπαιδευτική ανισότητα διευρύνει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το σχολείο της ήσσονος προσπάθειας, που πριμοδοτεί τους ήδη ευνοημένους μαθητές και αδικεί τους ήδη αδικημένους. Ο μαθητής λυκείου προάγεται ή απολύεται ακώλυτα, αρκεί να εξασφαλίσει 10 ως μέσο όρο. Γι’ αυτό από την Α΄ Λυκείου οι μαθητές ενδιαφέρονται μόνο για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, γεγονός που λειτουργεί διαλυτικά για τα άλλα, που μετατρέπονται σε «ώρα του παιδιού». Μάλιστα, για να μη φαίνεται ότι διδάσκονται 18 γνωστικά αντικείμενα, π.χ. στην Α΄ Λυκείου, οι βαθμοί οκτώ επιμέρους κλαδικών βασικών μαθημάτων υπολογίζονται για τον Μ.Ο. προαγωγής ή απόλυσης ως τρεις! Η «αριστεία» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση βυθίζεται στα απόνερα του «μύθου» ότι «κατεδαφίζονται» τα εμπόδια στη μάθηση, ενώ στην ουσία χαρίζονται αχυρένιοι τίτλοι. Αραγε αυτό είναι το «λαϊκό σχολείο» που ονειρεύονταν οι μεγάλοι παιδαγωγοί;
Φυσικά και δεν πρέπει η αξιολόγηση να αποτελεί αυτοσκοπό. Πρέπει να είναι βασικός μοχλός κινητοποίησης του σχολείου και του εκπαιδευτικού για την προώθηση των παιδαγωγικών και διδακτικών μέτρων που αναβαθμίζουν την παρεχόμενη εκπαίδευση. Αλλωστε, μόνο τα ανάξια λόγου έργα δεν αξιολογούνται. Και το εκπαιδευτικό έργο δεν περιλαμβάνεται σε αυτά.
* Ο κ. Σωτήρης Γκλαβάς είναι πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Αυτόνομος ρόλος
Του Χρήστου Πιλάλη
Κατά καιρούς έχουν υπάρξει συζητήσεις για το αν η εφαρμογή του αναγκαίου μέσου όρου βαθμολογίας στα μαθήματα του γυμνασίου (9,5) ή του λυκείου (9,5 ή 10) για την προαγωγή του κάθε μαθητή ή μαθήτριας είναι εκπαιδευτικά ορθή ή αν έτσι και μαθητές με ανυπέρβλητα γνωστικά κενά προχωρούν στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Για να απαντήσουμε στο δυνητικό αυτό ερώτημα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι είδους δευτεροβάθμια εκπαίδευση θέλουμε. Θέλουμε μια δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποκλειστικά ως προθάλαμο του πανεπιστημίου ή με έναν αυτόνομο πολυδιάστατο ρόλο; Πιστεύω πως η δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεί μια κρίσιμη φάση στη διαμόρφωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των αξιών των μαθητών. Είναι μια εκπαιδευτική βαθμίδα που πρέπει να γεφυρώνει σε πολλά επίπεδα την πρωτοβάθμια με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, προετοιμάζοντας ολιστικά τους μαθητές για την ενήλικη ζωή και την επαγγελματική τους πορεία. Είναι αναγκαίο λοιπόν να μην αποτελεί γραμμικά έναν προθάλαμο του πανεπιστημίου, αλλά πρωτίστως να παρέχει στους μαθητές μια ευρεία βάση γνώσεων σε επιστήμες, ανθρωπιστικές σπουδές, γλώσσες, τέχνες και φυσικές επιστήμες. Να εστιάζει στην ικανότητα ανάλυσης, αξιολόγησης και σύνθεσης πληροφοριών, στην απόκτηση δεξιοτήτων που θα ενισχύουν τη δυνατότητα της διά βίου μάθησης. Να προάγει αξίες όπως ο σεβασμός, η δικαιοσύνη, η ισότητα και η δημοκρατία. Οι μαθητές να αποκτούν γνώσεις για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους ως πολίτες. Να προωθείται η αυτογνωσία, να βοηθά τους μαθητές να κατανοήσουν τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και τις δυνατότητές τους. Μέσα από προγράμματα και δραστηριότητες, οι μαθητές να καλούνται να σκεφτούν δημιουργικά και να καινοτομήσουν.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να προετοιμάζει ολιστικά τους μαθητές για την ενήλικη ζωή. Να μην είναι προθάλαμος του πανεπιστημίου.
Μιλώντας δε ιδιαίτερα για τα επαγγελματικά λύκεια (ΕΠΑΛ), να παρέχουν γνώσεις και δεξιότητες απαραίτητες για την άμεση ένταξη στην αγορά εργασίας ή για συνέχιση της εκπαίδευσης. Δηλαδή η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να είναι η βάση για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ατόμου και όχι μόνο για τη μετατροπή του μαθητή σε φοιτητή. Αν δούμε αυτόν τον ευρύτερα κοινωνικό και αναγκαίο ρόλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και όχι αυτό, τον μέχρι σήμερα «μηχανισμό επιβολής» μιας στείρας απομνημόνευσης στο πλαίσιο της «ανάγκης» για μεγάλη βαθμολογία στην τελική κρίση των Πανελλαδικών Εξετάσεων, τότε η απάντηση είναι εύκολη στο ερώτημά μας. Ο μέσος όρος 9,5 είναι λογικός για μαθητές που δυσκολεύονται σε κάποια μαθήματα αλλά δεν υστερούν συνολικά. Παρέχει ευκαιρίες σε μαθητές που έχουν δυνατότητες αλλά ενδεχομένως αντιμετωπίζουν παροδικές δυσκολίες. Τι πιο σύνηθες από τις εφηβικές δυσκολίες; Eνας μέσος όρος, που παρακάμπτει επιμέρους αδυναμίες σε κάποιο ή κάποια μαθήματα, βοηθά στη μείωση της πίεσης στους μαθητές, ιδιαίτερα στο πιο εφηβικό γυμνάσιο αλλά και στο λύκειο. Στο οποίο, όπως και να λειτουργεί, αρχίζει το άγχος όσων θέλουν να συνεχίσουν είτε στο πανεπιστήμιο είτε στην αγορά εργασίας.
Δεν είναι ένας ή δύο χαμηλοί βαθμοί σε κάποια μαθήματα που υποβαθμίζουν το επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά η μέχρι σήμερα απαξίωση όλων των μαθημάτων που δεν συντελούν στην είσοδο στο πανεπιστήμιο, μέσω της διαδικασίας των Πανελλαδικών. Το πρόβλημα αυτό, βέβαια, θα το έλυνε η αντικατάσταση των Πανελλαδικών με μια σταδιακή ελεύθερη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, αλλά αυτό αποτελεί θέμα άλλης συζήτησης.
* Ο κ. Χρήστος Πιλάλης είναι εκπαιδευτικός, πρώην στέλεχος του υπουργείου Παιδείας (2015), πρώην διευθύνων σύμβουλος του ΙΝΕΔΙΒΙΜ (2017).
kathimerini.gr