Προχωράει η αναδοχή στην Ελλάδα; Σοφία Ζαχαράκη και Παιδικά Χωριά SOS απαντούν Προχωράει η αναδοχή στην Ελλάδα; Σοφία Ζαχαράκη και Παιδικά Χωριά SOS απαντούν
Οι αριθμοί, η αλλαγή νοοτροπίας και το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών εντός ενός οικογενειακού πλαισίου ως απάντηση στη «δύναμη» της ιδρυματικής φροντίδας «Δεν αυταπατώμαι.... Προχωράει η αναδοχή στην Ελλάδα; Σοφία Ζαχαράκη και Παιδικά Χωριά SOS απαντούν

Οι αριθμοί, η αλλαγή νοοτροπίας και το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών εντός ενός οικογενειακού πλαισίου ως απάντηση στη «δύναμη» της ιδρυματικής φροντίδας

«Δεν αυταπατώμαι. Είμαι προετοιμασμένη μέσα μου ότι είμαι ανάδοχη μητέρα. Εγώ αγάπη θέλω να δώσω. Όση έχω. Όπως συνηθίζω να λέω στη μικρή, η αγάπη δεν διαιρείται, πολλαπλασιάζεται όταν τη μοιράζεις.

Για ‘μένα θα ήταν χαρά, να σταθούν οι βιολογικοί γονείς στα πόδια τους και να πάρουν πίσω το παιδί τους. Αυτό σημαίνει άλλωστε αναδοχή. Εμένα με ενδιαφέρει να φροντίσω και να βοηθήσω αυτό το παιδί. Δεν υπάρχει το δικό μου παιδί, το δικό σου παιδί. Τα παιδιά δεν μας ανήκουν.

Τους δίνεις αγάπη και τα αφήνεις να πάρουν τον δρόμο τους. Όσοι περισσότεροι τα αγαπούν, τόσο καλύτερο».



Η Ράνια έγινε ανάδοχη μητέρα στις 24 Σεπτεμβρίου του 2021. Τα λόγια της συμπυκνώνουν την ουσία της αναδοχής, μιας πράξης που αφήνει το εγώ στην άκρη και προτάσσει τη δύναμη της αγάπης. Mια πράξη που κρύβει μέσα της βαθύ νοιάξιμο.

Ένας παγκοσμίως αναγνωρισμένος θεσμός που προσφέρει ένα περιβάλλον πιο κοντινό στη θαλπωρή της οικογένειας για τα παιδιά που δεν μπορούν να μεγαλώσουν με τους βιολογικούς γονείς τους.

«Επιστημονικές έρευνες, σχετικά με την πρώιμη ανάπτυξη των παιδιών, δείχνουν ότι ακόμη και μια σχετικά σύντομη παραμονή σε ίδρυμα επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των παιδιών, με δια βίου συνέπειες στη νοητική τους ανάπτυξη, τη ψυχοσυναισθηματική τους ευημερία και τη συμπεριφορά, οι οποίες τα ακολουθούν και στην ενηλικίωση.

Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα αφορά το υψηλό ποσοστό επικράτησης του παράγοντα της απόσυρσης/κατάθλιψης.

Τα παιδιά αυτά, ως ενήλικες, δείχνει να έχουν πολλαπλάσιες πιθανότητες στην ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την κατάθλιψη, ενώ, σε σημαντική πλειοψηφία, δυσκολεύονται να αναπτύξουν σωστά τους δικούς τους οικογενειακούς δεσμούς», αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρόπουλος, Υπεύθυνος Προγραμμάτων Φιλοξενίας Αττικής και Υπηρεσίας Αναδοχής στα Παιδικά Χωριά SOS, εξηγώντας τις επιπτώσεις του ιδρυματισμού στα παιδιά που διαβιούν για πολύ μεγάλα (ή και όχι) χρονικά διαστήματα εντός των δομών παιδικής προστασίας.



Η αναδοχή σε αριθμούς

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας (02/01/2025), σήμερα διαμένουν σε δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα 1185 παιδιά.

Συγκεκριμένα 80 παιδιά είναι ηλικίας έως 2 ετών, 85 παιδιά είναι ηλικίας 3 έως 6 ετών, 367 παιδιά είναι ηλικίας 7 έως 12 ετών, 349 παιδιά είναι ηλικίας 13 έως 15 ετών και 304 παιδιά είναι ηλικίας 16 έως 18 ετών.

Σε ανάδοχες οικογένειες διαβιούν 649 παιδιά και 107 ενήλικες εκ των οποίων οι 57 είναι άτομα με αναπηρίες.

Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 52 αναδοχές, το 2023 πραγματοποιήθηκαν 94 αναδοχές και εντός των επόμενων εβδομάδων θα έχουμε και τα σχετικά στοιχεία για το 2024.

Η ελληνική κοινωνία έχει αγκαλιάσει τον θεσμό της αναδοχής;

«Σήμερα, στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων είναι εγγεγραμμένοι 1843 υποψήφιοι γονείς, αυτό σημαίνει πως 1843 υποψήφιοι γονείς περιμένουν να υιοθετήσουν ένα παιδί που ζει σε ίδρυμα.

Στο αντίστοιχο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Αναδόχων Γονέων είναι εγγεγραμμένοι μόνο 91 υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς. Από τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε πως ως Πολιτεία οφείλουμε να συνεχίσουμε να ευαισθητοποιούμε τους πολίτες σχετικά με τον θεσμό της αναδοχής», απαντά στο ΒΗΜΑ η Σοφία Ζαχαράκη, Υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.



Αν και θεσπισμένη εδώ και 30 χρόνια η αναδοχή ουδέποτε προχώρησε στην πράξη στην Ελλάδα. Το μειωμένο ενδιαφέρον για αναδοχή, όπως προκύπτει από τον μικρό αριθμό αιτήσεων των υποψηφίων αναδόχων, παραμένει η κυριότερη πρόκληση.

«Σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει η κατάλληλη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση, αλλά και στο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό υποψηφίων ζευγαριών ή/και μονογονέων ενδιαφέρονται αποκλειστικά για υιοθεσία.

Επίσης, παρατηρούμε ότι τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά δεν είναι στις πρώτες επιλογές των αναδόχων, μιας και οι περισσότεροι αιτούνται παιδιά ηλικίας έως 8 ετών, ενώ η υποστήριξη των ανάδοχων / θετών γονέων και η μεταπαρακολούθηση της αναδοχής αντιμετωπίζουν αρκετά εμπόδια λόγω της έλλειψης προσωπικού στις αρμόδιες υπηρεσίες», επισημαίνει ο κ. Παπαδημητρόπουλος.

Η προσωρινή διάσταση της αναδοχής

Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως εξ ορισμού η αναδοχή είναι ένα προσωρινό μέτρο παιδικής προστασίας μέχρι η βιολογική οικογένεια, η οποία διατηρεί την επιμέλεια του παιδιού, να ανακτήσει τον γονεϊκό της ρόλο.

«Υπάρχουν περιπτώσεις που μια αναδοχή θα εξελιχθεί σε υιοθεσία επειδή οι αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες και δικαστικές αρχές κρίνουν πως η βιολογική οικογένεια δεν μπορεί να ανακτήσει τον γονεϊκό της ρόλο και άλλες περιπτώσεις που το παιδί θα επιστρέψει στη βιολογική του οικογένεια.

Η δυσκολία έγκειται στη συμφιλίωση με την προσωρινή διάσταση της αναδοχής ως θεσμού παιδικής προστασίας και την κατανόηση της νομικής σχέσης του παιδιού με τη βιολογική του οικογένεια», τονίζει η κα Ζαχαράκη.

Κρίνεται απαραίτητο να αποσαφηνίσουμε ότι αναδοχή δεν σημαίνει υιοθεσία. Στην πρώτη εκ των δύο περιπτώσεων, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες τα παιδιά να επιστρέψουν στο φυσικό οικογενειακό τους περιβάλλον, εφόσον αυτό προκύψει, μέσα από συστηματική υποστήριξη της βιολογικής οικογένειας με στόχο την αποφυγή επαναθυματοποίησης αυτών στο μέλλον.

«Πρόκειται για μια θεωρητικά “προσωρινή” φροντίδα, που προσφέρεται σε παιδιά των οποίων οι βιολογικές οικογένειες αδυνατούν να τα μεγαλώσουν και που δεν εγγυάται την απ’ αόριστο φιλοξενία του παιδιού στους αναδόχους γονείς.

Πολύ δε περισσότερο δεν εγγυάται τη βεβαιότητα ότι θα αποφασιστεί από το δικαστήριο η μελλοντική υιοθεσία του/των παιδιού/ων.

Επιπλέον, αξίζει να τονίσουμε ότι όταν ένα παιδί βρίσκεται σε αναδοχή είναι απαραίτητο να έχει επαφές με τους βιολογικούς του γονείς/κηδεμόνες ή/και με τα αδέρφια του, εφόσον αυτό δεν αντίκειται στο γενικότερο συμφέρον του», προσθέτει ο κ. Παπαδημητρόπουλος.

Η ιδρυματική φροντίδα ως έσχατο μέτρο

Στις Γενικές Αρχές της Σύστασης (2005) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τα Δικαιώματα των Παιδιών αναφέρεται ότι η τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε περιβάλλον οικογενειακού τύπου πρέπει να επιλέγεται, εφόσον είναι δυνατό, έναντι της τοποθέτησης σε ίδρυμα, επισημαίνοντας συγχρόνως, ότι ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η τοποθέτηση (σε ίδρυμα) ως «έσχατο μέτρο» κρίνεται αναγκαία, η επιτυχής και άμεση κοινωνική ένταξη ή επανένταξη του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό στόχο.

Μία ουσιαστική αλλαγή στη νοοτροπία της ιδρυματικής φροντίδας, είναι η ανατροπή της αντίληψης ότι αυτή αποτελεί την κατάλληλη μορφή υποστήριξης για τα παιδιά που στερούνται το φυσικό οικογενειακό τους περιβάλλον.

Οι ειδικοί που δρουν στο πεδίο, έχουν άραγε δει την πολυπόθητη «στροφή» της ελληνικής κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση;

«Η αλήθεια είναι ότι, ως κοινωνία, θεωρούσαμε φυσιολογικό το γεγονός ότι υπάρχουν παιδιά σε ιδρύματα. Μεγαλώσαμε ακούγοντας για “ορφανοτροφεία” και ίσως και σήμερα, στη συνείδηση του κόσμου, δεν έχει εντυπωθεί πλήρως ότι τα ιδρύματα δεν φιλοξενούν ορφανά παιδιά, αλλά παιδιά που, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, έχουν οικογένειες», αναφέρει στο ΒΗΜΑ η Δανάη Σεραφειμίδη, Υπεύθυνη Συνηγορίας στα Παιδικά Χωριά SOS.

Και συνεχίζει: «Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια γίνεται μια σημαντική προσπάθεια για την προαγωγή εναλλακτικών μορφών φροντίδας έναντι της ιδρυματικής. Παρόλο, που η κατεύθυνση αυτή είναι θετική, πιστεύω ότι έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε για να μιλήσουμε για αλλαγή νοοτροπίας.

Έχουμε δει ότι η κοινωνία δυσκολεύεται να αποδεχθεί την έννοια της φιλοξενίας ενός παιδιού σε μια οικογένεια αν αυτή δεν συνοδεύεται από μία αίσθηση μονιμότητας και σταθερότητας».

Από την πλευρά της η κα. Ζαχαράκη θεωρεί ότι «πλέον υπάρχει μια ευρύτερη συναντίληψη πως το ιδρυματικό πλαίσιο είναι το πλέον ακατάλληλο για την ομαλή ανάπτυξη και τη φροντίδα των παιδιών.

Η έλλειψη εξατομικευμένης φροντίδας είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών και αυτό είναι κάτι που πλέον η ελληνική κοινωνία κατανοεί και αφουγκράζεται».

Η μετάβαση στην υιοθέτηση αυτής της νέας αντίληψης είναι ξεκάθαρο ότι προϋποθέτει τη συστηματική υποστήριξη από το κράτος και τους θεσμούς.

«Είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα ενιαίο και συνεκτικό πλαίσιο για την παιδική προστασία, με ενιαίες διαδικασίες, διεπιστημονική προσέγγιση που θα αφορά τις κοινωνικές υπηρεσίες στις Περιφέρειες, τις κοινωνικές υπηρεσίες στους Δήμους, την πρωτοβάθμια παροχή υπηρεσιών υγείας και ψυχικής υγείας, τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια, τη Δικαιοσύνη», τονίζει η κα Σεραφειμίδη.

Προβλήματα και αδυναμίες

«Ένα από τα βασικότερα ζητήματα είναι η έλλειψη επαρκούς χρόνου προσαρμογής για τα παιδιά που καλούνται να μεταβούν σε μια νέα οικογένεια, πολλές φορές σε διαφορετική γεωγραφική περιοχή.

Ταυτόχρονα, πολλοί υποψήφιοι ανάδοχοι, λόγω ίσως ελλιπούς ενημέρωσης και προετοιμασίας συχνά αποθαρρύνονται όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις ιδιαίτερες ψυχοκοινωνικές ανάγκες των παιδιών, με αποτέλεσμα να υποχωρούν τελικά από τη διαδικασία», επισημαίνει ο κ. Παπαδημητρόπουλος προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τους λόγους που φρενάρουν τους υποψήφιους αναδόχους ή ακόμα και τους απομακρύνουν.

«Ακριβώς, επειδή πρόκειται για μία ευαίσθητη διαδικασία που περιλαμβάνει τη συμμετοχή πολλών μερών (παιδιού, αναδόχων, βιολογικής οικογένειας) απαιτείται μεγάλη υποστήριξη, πολλές συναντήσεις γνωριμίας και πολύ καλή προετοιμασία των οικογενειών και φυσικά, του ίδιου του παιδιού.

Επιπλέον, η υποστελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών και η έλλειψη επαρκώς καταρτισμένων επαγγελματιών έχουν ως αποτέλεσμα τη μειωμένη στήριξη των αναδόχων οικογενειών και τη μεταπαρακολούθηση μιας αναδοχής, που αποτελεί πολύ σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας», συμπληρώνει ο κ. Παπαδημητρόπουλος.

Εξίσου σημαντική κρίνεται η ύπαρξη μιας ομογενοποιημένης διαδικασίας, ώστε να καθοδηγούνται οι επαγγελματίες που ασχολούνται με την αναδοχή και να εφαρμόζουν ενιαίες διαδικασίες.

«Η συγκεκριμένη ανάγκη, μας ώθησε στα Παιδικά Χωριά SOS να δημιουργήσουμε, σε συνεργασία με τη UNICEF και άλλους φορείς, τον “Οδηγό Επαγγελματιών για την Αναδοχή”, μέσα από το πρόγραμμα Child Guarantee της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένας Οδηγός που έχει προταθεί επισήμως στο Υπουργείο και αναμένουμε τη θεσμοθέτησή του, καθώς πιστεύουμε ότι θα διευκολύνει αρκετά τη διαδικασία», προσθέτει.

Τι είναι η επαγγελματική αναδοχή για παιδιά με αναπηρία

Η επαγγελματική αναδοχή είναι ο θεσμός που αποσκοπεί στην ένταξη παιδιών με αναπηρία που διαβιούν σε ιδρύματα και νοσηλευτικές μονάδες στην κατάλληλη ανάδοχη οικογένεια.

«Με την υλοποίηση του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής επιθυμούμε να διασφαλίσουμε σε κάθε παιδί με αναπηρία την εξατομικευμένη φροντίδα που χρειάζεται και σε κάθε επαγγελματία ανάδοχο τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αυξημένη φροντίδα ενός παιδιού με αναπηρία.

Στους επαγγελματίες αναδόχους γονείς θα καταβάλλεται μηνιαία αποζημίωση ύψους 1850 ευρώ μικτά ενώ θα λαμβάνουν οποιαδήποτε άλλη οικονομική υποστήριξη αφορά στο παιδί, όπως ενδεικτικά το επίδομα αναδοχής», επισημαίνει η κα. Ζαχαράκη.

Για να γίνει κάποιος επαγγελματίας ανάδοχος ενός παιδιού με αναπηρία δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις, παρέχεται όμως δωρεάν ειδική εκπαίδευση και εποπτεία σε όσους επιθυμούν να αναπτύξουν τις απαραίτητες δεξιότητες για τη φροντίδα ενός παιδιού με αυξημένες ανάγκες.

«Τα ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης των υποψηφίων επαγγελματιών αναδοχών γονέων επικεντρώνονται στην κατανόηση των πολλαπλών αναγκών των παιδιών με αναπηρία καθώς και στις βασικές γνώσεις για την ψυχική υγεία και τη σωματική αναπηρία.

Μεγάλη βαρύτητα δίνεται στην κατανόηση της ψυχολογικής και συναισθηματικής κατάστασης των παιδιών με αναπηρία που σχετίζεται με το τραύμα και την εγκατάλειψη αλλά και την ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων και της δημιουργικότητας των παιδιών», αναφέρει η κα Ζαχαράκη.

Τον περασμένο Ιούλιο, το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας υπέγραψε προγραμματική σύμβαση με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, με σκοπό την επιμόρφωση για πρώτη φορά των κοινωνικών υπηρεσιών και των 13 περιφερειών της χώρας στον νέο θεσμό της επαγγελματικής αναδοχής για παιδιά με αναπηρία.

Ήδη στην Αττική έχουν εκπαιδευτεί 11 επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς.

Θα μπορούσε να υπάρξει ιδανικό σύστημα αναδοχής;

«Ιδανικά συστήματα θεωρώ δεν υπάρχουν, καθώς δεν υπάρχουν ιδανικές κοινωνίες. Υπάρχουν όμως “καλές πρακτικές” από συστήματα άλλων χωρών από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε ιδέες και λύσεις.

Στις αγγλοσαξονικές χώρες, για παράδειγμα, η αναδοχή θεσμοθετήθηκε από τη δεκαετία του 1970 και αναπτύχθηκε με έναν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο, προσφέροντας πολύτιμες πρακτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στη χώρα μας», απαντά η κα Σεραφειμίδη στο ερώτημα περί ιδανικού συστήματος αναδοχής.

Και συμπληρώνει: «Ένα ιδανικό σύστημα αναδοχής πρέπει να διέπεται από θεσμοθετημένα πρωτόκολλα και διαδικασίες και να σέβεται και να υποστηρίζει τον προσωρινό της χαρακτήρα. Η βασική προτεραιότητα σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι η επανασύνδεση του παιδιού με τη βιολογική του οικογένεια, εφόσον αυτό είναι εφικτό και ωφέλιμο για το παιδί.

Για να επιτευχθεί αυτό, η αξιολόγηση των υποψηφίων αναδόχων είναι κρίσιμη ώστε οι επαγγελματίες να διασφαλίζουν ότι οι άνθρωποι αυτοί θα ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες του παιδιού, χωρίς να προβάλλουν τις δικές τους επιθυμίες ή ανάγκες.

Επομένως, η εκπαίδευση και η υποστήριξη των επαγγελματιών, αλλά και των αναδόχων, πρέπει να είναι συστηματική και συνεχής. Άλλο ένα βασικό στοιχείο για την αποτελεσματικότητα ενός συστήματος αναδοχής είναι η επαρκής στελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών τόσο σε τοπικό επίπεδο για την υποστήριξη της βιολογικής οικογένειας με σκοπό την επανασύνδεση, όσο και σε επίπεδο περιφέρειας για την υποστήριξη του πλαισίου αναδοχής και την αποτροπή της επιστροφής του παιδιού στο ίδρυμα.

Τέλος, ένα ιδανικό σύστημα αναδοχής έχει το παιδί στο κέντρο του. Τι σημαίνει στην πράξη αυτό; Σωστή προετοιμασία και ενημέρωση του παιδιού για τις απαραίτητες πληροφορίες για τον/την υποψήφιο/α ανάδοχο/η, να δίνεται η δυνατότητα στο παιδί να εκφράσει τη γνώμη του, τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του σε όλα τα στάδια και να διαφυλάσσεται το δικαίωμα διατήρησης της επαφής του με τη βιολογική του οικογένεια».

Επόμενα (θεσμικά) βήματα: Πρώιμη παρέμβαση σε παιδιά από 0 έως 6 ετών και επαγγελματική αναδοχή για εγκαταλελειμμένα βρέφη

Τον περασμένο Οκτώβριο αυξήθηκε το ποσό του επιδόματος από 325 ευρώ σε 525 ευρώ τον μήνα για την αναδοχή παιδιών τυπικής ανάπτυξης ενώ το επίδομα για την αναδοχή παιδιών με αναπηρία διπλασιάστηκε από τα 375 ευρώ στα 750 ευρώ τον μήνα.

Τον Σεπτέμβριο του 2025 θα ξεκινήσει το πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης για παιδιών 0 έως 6 ετών και μια από τις ομάδες στόχου του προγράμματος είναι οι πλέον ευάλωτες οικογένειες, δηλαδή οι οικογένειες που οι γονείς είναι χρήστες, αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας ή είναι οι ίδιοι ανήλικοι.

«Είναι η πρώτη φορά που η ελληνική Πολιτεία θα δώσει έμφαση στη πρόληψη ώστε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του και να σπάσει ο μάταιος φαύλος κύκλος της τοποθέτησης παιδιών σε ιδρύματα», υπογραμμίζει η κα Ζαχαράκη.

Παράλληλα, έχει ξεκινήσει η υλοποίηση του θεσμού της επείγουσας αναδοχής, δηλαδή παιδιά τα οποία απομακρύνονται από τις βιολογικές τους οικογένειες εντάσσονται απευθείας σε ανάδοχες οικογένειες χωρίς ποτέ να πραγματοποιείται εισαγωγή τους σε ίδρυμα.

Σήμερα 84 παιδιά έχουν συνδεθεί με ανάδοχες οικογένειες μέσω του θεσμού της επείγουσας αναδοχής.

«Στους άμεσους στόχους μας είναι η υλοποίηση της επαγγελματικής αναδοχής για εγκαταλελειμμένα βρέφη που διαμένουν σε νοσοκομεία και ιδρύματα. Η περίοδος από τη γέννηση ενός παιδιού έως την ηλικία των 3 ετών είναι η πιο κρίσιμη για την ανάπτυξή του.

Στόχος του νέου θεσμού είναι τα εγκαταλελειμμένα βρέφη να τοποθετούνται απευθείας σε οικογένειες ειδικά εκπαιδευμένων μαιών, μέχρι να συνδεθούν με μια θετή ή ανάδοχη οικογένεια.

Έτσι θα εξασφαλίσουμε στα βρεφάκια την εξατομικευμένη φροντίδα που έχουν ανάγκη και ελπίζω να αφήσουμε οριστικά πίσω το φαινόμενο των “ξεχασμένων” παιδιών σε νοσοκομεία και ιδρύματα» προσθέτει η Υπουργός.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι ένας μεγάλος αριθμός παιδιών σε αναδοχή επιστρέφει στα ιδρύματα, έτσι το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας εργάζεται ως προς την υλοποίηση ενός προγράμματος δωρεάν ψυχολογικής υποστήριξης των αναδόχων οικογενειών.

Είναι πολλοί εκείνοι οι ανάδοχοι γονείς, όπως ορθά έχει επισημάνει και ο κ. Παπαδημητρόπουλος, που δεν είναι προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν και να κατανοήσουν το τραυματικό παρελθόν του παιδιού και τις συνθήκες που οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από τη βιολογική του οικογένεια.

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν σωρευτικά οι ανάδοχοι γονείς

  1. Να έχουν ηλικία μεταξύ 25 και 75 ετών (δεν ισχύει για τη συγγενική αναδοχή, ενώ εάν πρόκειται για συζύγους ή μέρη συμφώνου συμβίωσης, αρκεί να πληροί την προϋπόθεση ο ένας από τους δύο).
  2. Να έχουν διαφορά ηλικίας από τον ανάδοχο 18 έως 60 έτη, ή από 15 έως 60 έτη στην περίπτωση αναδοχής τέκνου συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης (δεν ισχύει για τη συγγενική αναδοχή, ενώ εάν πρόκειται για συζύγους ή μέρη συμφώνου συμβίωσης, αρκεί να πληροί την προϋπόθεση ο ένας από τους δύο).
  3. Να έχουν καλή ψυχική, διανοητική και σωματική υγεία (ανάδοχοι και συνοικούντες). Στην περίπτωση που πάσχουν από ΗΙV ή ηπατίτιδα Β μπορούν να γίνουν ανάδοχοι εφόσον ακολουθούν τη θεραπεία τους.
  4. Να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα (ανάδοχοι και συνοικούντες), ούτε να εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για αδικήματα που επισύρουν έκπτωση από τη γονική μέριμνα.
  5. Ανάδοχος γονέας μπορεί να γίνει κάθε πολίτης ως μονογονέας, κάθε έγγαμο ζευγάρι και κάθε ζευγάρι που έχει υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης χωρίς να λαμβάνονται υπόψη το φύλο, η θρησκεία και οι σεξουαλικές προτιμήσεις.

tovima.gr

error: Content is protected !!