

Bullying: Τοξικό φαινόμενο που επηρεάζει τις «ρίζες του εαυτού μας», αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα
ΑΡΘΡΑ (ΕΙΔΗΣΕΙΣ)ΕΛΛΑΔΑΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΣΜΟΣΣΧΕΣΕΙΣΥΓΕΙΑ 6 Μαρτίου 2025 fonisalaminas

Παγκόσμια ημέρα κατά του σχολικού εκφοβισμού σήμερα, Πέμπτη 6 Μαρτίου, και το ζήτημα της βίας στα σχολεία επανέρχεται στο προσκήνιο στο πλαίσιο της ευαισθητοποίησης και της αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ενός φαινομένου που δεν είναι μεν νέο αλλά η εμφάνισή του στον δημόσιο και ειδικά στον μιντιακό λόγο όλο και πυκνώνει χωρίς, όμως, να γίνεται αναφορά στα γενεσιουργά αίτια της βίας και στην πρόληψη αυτής.
Το CNN Greece μίλησε με ειδικούς, με εκπαιδευτικούς και με μαθητές με σκοπό να χαρτογραφήσει το μέγεθος του φαινομένου, να ρίξει φως στις αιτίες που οδηγούν σε αυτό, να καταδείξει πώς οι νέες τεχνολογίες έχουν προσδώσει νέες διαστάσεις στο φαινόμενο και φυσικά να παρουσιάσει πρακτικές για την αντιμετώπισή του.

Χιλιάδες καταγγελίες
Το bullying είναι μία εξίσωση με τόσες πολλές παραμέτρους που το καθιστά, εν τέλει, μία πολυδιάστατη πρόκληση για την οποία δεν υπάρχουν «μαγικές συνταγές» και εύκολες λύσεις.
Στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής και εκστρατείας ενημέρωσης για την καταπολέμηση της ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού, λειτουργεί από τον Απρίλιο του 2024 η ηλεκτρονική πλατφόρμα του υπουργείου Παιδείας stop-bullying.gov.gr, όπου μαθητές, μαθήτριες, γονείς και εκπαιδευτικοί μπορούν να αναφέρουν περιστατικά βίας στο σχολείο τους, τα οποία είτε οι ίδιοι βιώνουν είτε γίνονται μάρτυρες.
Μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί συνολικά 1.061 αναφορές, από τις οποίες οι 981 έχουν υποβληθεί από γονείς και οι 80 από παιδιά, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας.

Όλο το βάρος της διαχείρισης στους εκπαιδευτικούς
Οι εκπαιδευτικοί που είναι και εκείνοι που καλούνται να διαχειριστούν κατά κύριο λόγο τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας εγκαλούν το υπουργείο για αδιαφορία και λένε ότι τα σχολεία έχουν αφεθεί στην τύχη τους.
.jpg?t=Tt4wq0Tfb2kMlOFD9EcLXQ)
Stop-bullying.gov.gr
«Το υπουργείο δεν κάνει τίποτα επί της ουσίας. Έχει φτιάξει μία πλατφόρμα, η οποία όχι μόνο δεν λειτουργεί στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης της βίας, αλλά μας φορτώνει και με επιπλέον γραφειοκρατία. Γιατί δεν φτάνει μόνο η καταγραφή ενός περιστατικού. Το θέμα είναι τι γίνεται μετά. Το υπουργείο, λοιπόν, δεν προσφέρει καμία βοήθεια και ο εκάστοτε Σύλλογος Διδασκόντων προσπαθεί μόνος του να διαχειριστεί τα τυχόν περιστατικά. Το υπουργείο είναι απών», λέει η αντιπρόεδρος της ΟΛΜΕ (Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) Στέλλα Μανουσογιωργάκη.
«Η σχολική βία δεν είναι ένα φαινόμενο που ξεκινάει στο σχολείο. Είναι παράγωγο των κοινωνικών συνθηκών. Σε μία κοινωνία που συνεχώς αυξάνεται η φτώχεια, η ανεργία και χάνεται η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, επιδεινώνεται η κατάσταση και στο σχολείο. Γιατί το σχολείο είναι μία μικρογραφία της κοινωνίας. Τα παιδιά βλέπουν τι συμβαίνει γύρω τους και επηρεάζονται», δηλώνει στο CNN Greece η Στέλλα Μανουσογιωργάκη.
Η ΟΛΜΕ έχει καταθέσεις και γραπτώς αρκετές προτάσεις, εδώ και χρόνια, μεταξύ των οποίων:
- να υπάρχει ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός σε όλα τα σχολεία κάθε μέρα,
- να γίνει επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών και να δοθούν συγκεκριμένες οδηγίες διαχείρισης των περιστατικών βίας,
- να εισαχθεί η σεξουαλική αγωγή ως αυτοτελές μάθημα γιατί καταγράφεται παγκοσμίως ότι τα φαινόμενα σχολικής βίας έχουν να κάνουν συχνά με έμφυλες διακρίσεις,
- να μπουν τα προγράμματα διαμεσολάβησης επισήμως στα σχολεία, καθώς είναι μία διεθνής παιδαγωγική πρακτική που φέρνει αποτελέσματα στις διενέξεις μεταξύ παιδιών,
- να μειωθεί η διδακτέα ύλη, να αλλάξουν τα προγράμματα σπουδών και να απομακρυνθεί το σχολείο από το μοντέλο των συνεχών εξετάσεων, καθώς εκθέσεις της UNESCO έχουν δείξει ότι ένας από τους παράγοντες ενδοσχολικής βίας είναι το ανταγωνιστικό κλίμα και η σχολική αποτυχία.
«Καμία ουσιαστική παρέμβαση», λένε τα παιδιά
Από την πλευρά τους, τα παιδιά λένε ότι πειράγματα και πλάκες που μπορεί να… ξεφεύγουν καμιά φορά είναι καθημερινότητα στα σχολεία, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία ουσιαστική θεσμική παρέμβαση.
«Έχει συμβεί να πέσει ξύλο στο σχολείο, αλλά δεν θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα έντονο φαινόμενο. Περισσότερο πλάκες και αστεία γίνονται και η βία είναι κυρίως λεκτική. Εντάξει, καμιά φορά ξεφεύγουν τα πράγματα αλλά δεν γίνεται κάτι τραγικό», μας λέει η Κατερίνα, μαθήτρια της Γ’ Λυκείου.
Τη ρωτάμε για τα social media και τι γίνεται όταν τέτοια περιστατικά μοιράζονται στο διαδίκτυο. «Τα βίντεο επηρεάζουν πολύ, είναι αλήθεια. Γιατί τα βλέπουν πολλοί και για πολύ καιρό μετά. Στα social μοιράζονται βίντεο, memes κ.α. με πρόσωπα από το σχολείο. Έχει τύχει να μου δείξει μία φίλη μου βίντεο με μία κοπέλα από το σχολείο και γελούσα», μας λέει.

Όσο για το αν έχει γίνει κάποια δράση ευαισθητοποίησης, κάποια ενημέρωση ή αν στο πλαίσιο κάποιου μαθήματος τους έχουν μιλήσει για τον σχολικό εκφοβισμό, μας λέει ότι την περασμένη χρονιά είχε γίνει μία ενημέρωση από κάποια οργάνωση «αλλά δεν τους έδωσα και πολλή προσοχή για να πω την αλήθεια» και ότι όποια τυχόν αναφορά γίνεται στο bullying γίνεται στο πλαίσιο του μαθήματος της Έκθεσης και των Θρησκευτικών.
«Οι καθηγήτριες μας μίλησαν λίγο για το θέμα, αλλά δεν πιστεύω ότι επηρέασαν κανέναν. Δεν φαίνεται να έχουν κάποια επίδραση αυτές οι ενέργειες στους μαθητές. Δεν έχει γίνει κάτι πιο ουσιαστικό. Μόνο επιφανειακή αντιμετώπιση και τιμωρία. Για παράδειγμα, πέρυσι, σε έναν περίπατο κάποια παιδιά μπλέχτηκαν σε καβγά με άλλο σχολείο. Κανείς ποτέ δεν μας μίλησε για αυτό, τα παιδιά που ενεπλάκησαν στο περιστατικό πήραν αποβολή και μάλλον τους άλλαξαν και σχολείο γιατί δεν τα ξαναείδαμε».
Μοναδική απάντηση το συμπεριληπτικό σχολείο
Ο σχολικός εκφοβισμός επηρεάζει τόσο τα παιδιά-θύματα όσο και τους θύτες και έχει σημαντικές επιπτώσεις με αντίκτυπο που μπορεί να διαρκέσει και πέρα των μαθητικών χρόνων.
Απευθυνθήκαμε στον Διευθυντή της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη για να συζητήσουμε για το φαινόμενο και να διερευνήσουμε ποιες είναι οι λύσεις στο πρόβλημα της ενδοσχολικής βίας.
Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για να είναι όντως ένα περιστατικό βίας μεταξύ ανηλίκων περιστατικό bullying πρέπει να συνυπάρχουν τρία στοιχεία, όπως μας εξηγεί ο κ. Νικολαΐδης.
Η βία να είναι συστηματική και επαναλαμβανόμενη (δηλαδή να μην πρόκειται για ένα μεμονωμένο συμβάν), να ασκείται ανάμεσα σε δύο μέρη με σημαντική διαφορά ισχύος μεταξύ τους (δηλαδή να ξέρουμε από πριν ποιο μέρος θα επικρατήσει, ποιος «θα τις φάει») και η βία -παρά την εκ των προτέρων γνωστή διαφορά ισχύος- να ασκείται ακριβώς για να επικυρωθεί η διαφορά ισχύος στην κοινότητα στην οποία εντάσσονται τα δυο εμπλεκόμενα μέρη (τους όσους παρακολουθούν, τους bystanders).

«Ως εκ τούτου το bullying δεν είναι τίποτα άλλο στην ουσία του παρά μόνο μια περίσταση άσκησης εξουσίας δια της ισχύος και επικύρωσής της στην κοινότητα που το ισχυρό και το αδύναμο μέρος εντάσσονται», δηλώνει στο CNN Greece ο Γιώργος Νικολαΐδης.
«Άρα, η μόνη ουσιαστική απάντηση στο bullying είναι το δημοκρατικό και συμπεριληπτικό σχολείο, αλλά και ευρύτερα η κοινωνία που θεσπίζει κανόνες και δικαιώματα που αποτρέπουν την θυματοποίηση των αδύναμων από τους ισχυρούς. Και που, περαιτέρω, εμφυσά σε όλα της τα μέλη την πεποίθηση πως είναι δικαίωμα και υποχρέωση του καθενός και της καθεμιάς η υπεράσπιση των κανόνων και των δικαιωμάτων, ιδιαίτερα οποτεδήποτε ένας ισχυρός πάει να παραβιάσει τα δικαιώματα οποιουδήποτε ανίσχυρου.
Γιατί στ’ αλήθεια η ριζική απάντηση στο πρόβλημα είναι να το δουλέψουμε με τα παιδιά για να τα κάνουμε να αισθανθούν μια ομάδα, συλλογικότητα, κοινότητα, να ενισχύσουμε τους δεσμούς αλληλεγγύης και το αίσθημα υπεράσπισης των πιο ευάλωτων, των πιο αδυνάτων μεταξύ τους», προσθέτει.
Στο ερώτημα πώς πρέπει να αντιδράσει ένα παιδί στην περίπτωση που γίνει στόχος εκφοβιστικών επιθέσεων, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού λέει ότι θα πρέπει να του μάθουμε τι να κάνει όταν πάει να θυματοποιηθεί το διπλανό του παιδί.
«Αν το μάθουμε να συντρέχει, να βοηθάει, να παρεμβαίνει όποτε πάει να θυματοποιηθεί ο διπλανός του, τότε αν τυχόν γίνει και εκείνο στόχος θα ξέρει τι να κάνει για να αντιδράσει και θα βρει και κάποιον να το βοηθήσει. Αν, αντιθέτως, το μάθουμε να αδιαφορεί όταν θυματοποιείται ο διπλανός του, τότε όταν θα έρθει η δική του σειρά, μάλλον δεν θα υπάρχει κανένας για εκείνο…», εξηγεί ο κ. Νικολαΐδης.
Πολυπαραγοντικό και πολυδιάστατο φαινόμενο
Μιλήσαμε με τη Δρ. Αντωνία Τορρένς, εκπαιδευτική ψυχολόγο, Γενική διευθύντρια του Κέντρου Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας – KMOP, δημιουργός και επικεφαλής του προγράμματος «Live Without Bullying» και Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Οικογενειακών Οργανώσεων της Ευρώπης (COFACE 2024).
Της απευθύναμε ερωτήματα σχετικά με την ένταση και τη συχνότητα των περιστατικών bullying στα σχολεία, στον ρόλο του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ζητήσαμε να μας εξηγήσει τον ρόλο των γονέων και των εκπαιδευτικών στην πρόληψη και τη διαχείριση των περιστατικών σχολικού εκφοβισμού.
-(2).jpg?t=eiGKHPy55NuQvChiZsWjGg)
Ολόκληρη η συνέντευξη:
1) Παρατηρείτε μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα στα φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού;
Η συχνότητα των περιστατικών δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα σημαντική αύξηση. Στην Ελλάδα, η άνοδος των περιστατικών καταγράφηκε κυρίως έως το 2018, ενώ από τότε ο αριθμός τους παρέμεινε σχετικά σταθερός. Ωστόσο, έχουν αλλάξει ορισμένα χαρακτηριστικά του εκφοβισμού και της βίας μεταξύ των ανηλίκων.
Παρατηρούμε πλέον εκδηλώσεις ακραίας βίας για ασήμαντες αφορμές που μπορεί να δοθούν σε μια παρέα παιδιών καθώς και εκδηλώσεις υπερβολικής επιθετικότητας ακόμα και σε πολύ μικρές ηλικίες παιδιών, κάτι που δεν το είχαμε ποτέ στο παρελθόν. Η διαδικτυακή βία επίσης και οι διάφορες μορφές παρενόχλησης στο διαδίκτυο παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις όπως βλέπουμε, κι αυτό έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στον ψυχισμό των εφήβων.
Όλα αυτά είναι σχετικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων που έχουν προσδώσει άλλα χαρακτηριστικά στην βία μεταξύ ανηλίκων.
2) Η ακραία χρήση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν δώσει άλλη διάσταση στο φαινόμενο; Μπορείτε να μας εξηγήσετε με ποιον τρόπο;
Αρχικά να πούμε, ότι τα παιδιά και οι έφηβοι σήμερα εκτίθενται σε ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών, αλλά και αρνητικών και απειλητικών ειδήσεων, που από μόνα τους δημιουργούν στρες και την αίσθηση μιας συνεχούς επαγρύπνησης. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ενήλικες σε ένα βαθμό, αλλά τα παιδιά δεν έχουν ακόμα αναπτύξει την αξιολογική ικανότητα και την ψυχική ωριμότητα που χρειάζεται για να διαχειριστούν. Για παράδειγμα μαθαίνουν να εξοικειώνονται στο άκουσμα πολλών δεινών, ακόμα και του θανάτου, ο οποίος παύει να είναι συνταρακτικό γεγονός λόγω της σπανιότητας της αναφοράς του, αλλά γίνεται καθημερινότητα. Θυμόμαστε τις περιόδους καθημερινής καταμέτρησης των νεκρών από Covid-19.

Σε μεγάλο βαθμό, τα παιδιά σήμερα έχουν να αντιμετωπίσουν την αγριότητα και τη βία σε μια κοινωνία χωρίς έλεος, που από τη μία εκθέτει τα παιδιά σε αυτήν και από την άλλη τα στιγματίζει όταν την αναπαράγουν. Ακόμα και ορισμένα διαδικτυακά παιχνίδια και πολλά τραγούδια που ακούν, εκφράζουν με ένα κυνικό τρόπο διάφορες μορφές βίας.
Σε αυτή την στρέβλωση μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε και την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η συνεχής αξιολόγηση που επιβάλλουν τα social media κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν την επικοινωνιακή εγγύτητα. Μάλιστα, αποτελούν το επιδραστικότερο μέσο για τα παιδιά και τους νέους προωθώντας πρότυπα, τα οποία επαυξάνουν τον ατομικισμό, τον άκρατο ανταγωνισμό και την επιθετικότητα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, συχνά η ευγένεια θεωρείται αδυναμία κι απορρίπτεται. Όλα αυτά, στο σύνολό τους έχουν αναμφισβήτητα αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχισμό τους.
3) Είναι το bullying ένα φαινόμενο που εμπίπτει μόνο στη σχολική ζωή ή έχει άμεση συνάφεια και με τη ζωή εκτός των τειχών του σχολείου;
Αρχικά ας θυμηθούμε ότι η κοινωνική διάσταση του εκφοβισμού δεν σχετίζεται μόνο με τα αίτια και τη δυναμική των σχέσεων των ατόμων που εμπλέκονται αλλά και με τις συνέπειες που εκτείνονται από το θύτη στο θύμα, στις οικογένειες και σε όλους όσοι αλληλεπιδρούν στην ευρύτερη κοινωνία που μεγαλώνουν τα παιδιά.
Είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό, πολυδιάστατο και μόνο εάν το δει κανείς έτσι θα μπορέσει να κατανοήσει και την αναγκαιότητα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν συνολικά. Από τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, την πολιτεία, ολόκληρη την κοινωνία των πολιτών, αλλά και από την ενεργοποίηση της ατομικής ευθύνης του καθενός μας.

Επειδή ακριβώς ο εκφοβισμός έχει τόσο τοξικά στοιχεία που επηρεάζουν «τις ρίζες του εαυτού μας» -τότε που διαμορφωνόταν-, εάν δεν ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπισή του, είναι πολύ πιθανόν τα άτομα να ακολουθούνται και στην ενήλικη ζωή τους από την αίσθηση ότι δεν αξίζουν αρκετά, όπως και από αισθήματα ντροπής, φόβου, ανέκφραστου θυμού, έλλειψη ικανότητας να διεκδικήσουν το δίκιο τους λόγω χαμηλής αυτοπεποίθησης, ακόμα και από μεγάλες και απότομες διακυμάνσεις συμπεριφοράς, καταθλιπτική προδιάθεση και δυσκολία να συνάψουν ισορροπημένες σχέσεις με άλλους ενήλικες.
4) Ποιος είναι ο ρόλος των εκπαιδευτικών και των γονέων στην πρόληψη αλλά και τη διαχείριση των περιστατικών εκφοβισμού;
Το σχολείο αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο φορέα κοινωνικοποίησης μετά την οικογένεια και λειτουργεί ως ένα περιβάλλον δοκιμασίας κι εφαρμογής όσων ένα παιδί έχει μάθει κατά την ανατροφή του. Κανονικά θα έπρεπε να λειτουργεί ως ο πλέον κατάλληλος φορέας τόσο από πλευράς λειτουργίας όσο και από πλευράς ανθρώπων για να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν τις πραγματικές τους δεξιότητες, την κριτική τους ικανότητα, αντί για την στείρα αποστήθιση.
Κατά πόσο, όμως, στην πράξη επιτελείται αυτό; Ας αναλογιστούμε λίγο, τι αξίες αντιπροσωπεύει το σχολείο. Πώς μοιράζεται ο χρόνος μεταξύ της ύλης που διδάσκεται και άλλων πολιτιστικών καλλιτεχνικών και άλλων δραστηριοτήτων; Πώς αντιμετωπίζεται το θέμα της πειθαρχίας; Πώς αναγνωρίζει την ατομική και συλλογική ευθύνη των μαθητών; Πώς καλλιεργεί το σεβασμό στη διαφορετικότητα, την αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση; Πώς επικοινωνεί με τους γονείς των παιδιών, ακόμα και με εκείνους που διστάζουν για διάφορους λόγους να επικοινωνήσουν με το σχολείο, είτε με εκείνους που εύκολα επιρρίπτουν όλες τις ευθύνες στο σχολείο;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα ουσιαστικά καταδεικνύουν και την προσπάθεια που θα μπορούσαν να καταβάλουν οι εκπαιδευτικοί αναφορικά με την αντιμετώπιση του εκφοβισμού.
Η οικογένεια είναι ο πλέον σημαντικός προγνωστικός παράγοντας για την συμπεριφορά των ανηλίκων, καθώς αποτελεί τον βασικό και πιο επιδραστικό παράγοντα διαμόρφωσης προσωπικότητας και ψυχισμού. Έτσι, διαπιστώνεται ότι ακόμη και τα ισχυρότερα ερεθίσματα της κοινωνίας, ακόμη και του σχολείου, βρίσκουν αντίσταση σε όσα η οικογένεια έχει εμφυσήσει στο παιδί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.

Συνήθως τα παραβατικά παιδιά, δεν έχουν την προσοχή των γονιών τους, δεν μιλάνε, δεν συζητάνε, δεν έχουν κάποιον να τα στηρίξει. Είναι σαν να μεγαλώνουν μόνα τους περιμένοντας απλά τους γονείς τους να επιστρέψουν αργά το απόγευμα και απλά μιμούνται ό,τι βλέπουν και ό,τι ακούν. Αυτές οι οικογένειες, αφενός μπορεί άμεσα να προωθήσουν πρότυπα βίας και δεύτερον είναι σύνηθες να αφήνουν το παιδί εκτεθειμένο στις αρνητικές επιδράσεις της κοινωνίας ή/και του σχολείου λόγω της ελλιπούς ασφάλειας του σπιτιού. Με δυο λόγια, πίσω από ένα θυμωμένο και βίαιο παιδί, βρίσκονται συνήθως θυμωμένοι και βίαιοι γονείς κι αυτό είναι επακόλουθο μιας καταπισμένης ζωής που κυριεύεται από φόβο και ανασφάλεια.
Όμως, ακόμα και να μην είναι ακριβώς έτσι, συνήθως τα παραβατικά παιδιά προέρχονται από περιβάλλοντα που δεν έχουν καταφέρει να κτίσουν ιδιαίτερους συναισθηματικούς δεσμούς μαζί τους, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ένα αίσθημα κενού και ισοπέδωσης των πάντων.
Όταν η οικογένεια δεν ανταποκρίνεται στο βασικό της σκοπό, την πρακτική και συναισθηματική ασφάλεια και πληρότητα, τα παιδιά είναι ψυχοσυναισθηματικά ευάλωτα σε κάθε μορφής επίδραση που τους υπόσχεται ότι θα βιώσουν ότι ανήκουν κάπου και τα αποδέχονται. Αυτός είναι άλλωστε και ο πιο βασικός λόγος που εμπλέκονται σε άλλες ομάδες συνομηλίκων που εκφοβίζουν και έχουν τάση στην παραβατικότητα.
5) Μαγικές λύσεις σίγουρα δεν υπάρχουν, αλλά τί μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα;
Δεν υπάρχουν ούτε μαγικές, ούτε «έξυπνες» λύσεις που θα μπορούσαν να αποφέρουν άμεσα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του εκφοβισμού και της παραβατικότητας των ανηλίκων που έχουν πάρει σοβαρές διαστάσεις και στη χώρα μας. Η ποινικοποίηση ορισμένων πράξεων των ανηλίκων και η παρέμβαση των αρχών, ορισμένες φορές είναι ένα μέτρο για την εξασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας των συνομηλίκων, αλλά μόνο πρόσκαιρα και πολύ επιφανειακά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει, εφόσον δεν βοηθά τα παιδιά να αισθανθούν τι φταίει στην ίδια τους τη ζωή αρχικά για να συμπεριφέρονται έτσι και κατ’ επέκταση για να κατανοήσουν με ενσυναίσθηση τη σημασία του σεβασμού προς το δικαίωμα του άλλου.

Μέσα από την πολυετή μας διερεύνηση και παρέμβαση για την αναγνώριση και αντιμετώπιση περιστατικών εκφοβισμού, έχουμε διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει μία μέθοδος ή ένα συγκεκριμένο εργαλείο που θα μπορούσε να δώσει μια συνολική λύση.
Γι’ αυτό τον λόγο, στο ΚΜΟΠ, μέσω του προγράμματος Live Without Bullying, από το 2015 έως σήμερα, επιχειρούμε μια πολύπλευρη προσέγγιση, προσφέροντας συμβουλευτική υποστήριξη σε κάθε ενδιαφερόμενο άτομο αλλά και εκπαιδευτικά προγράμματα για εκπαιδευτικούς, γονείς και προπονητές στον χώρο του αθλητισμού.
Επίσης, χρειάζεται χρόνος και προσωπική δέσμευση από πλευράς της πολιτείας, των σχολείων, των εκπαιδευτικών, αλλά και ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας για να χτίζουν χρόνο με το χρόνο σχολικά πλαίσια, όπου το σύνολο των παιδιών να αισθάνεται ασφαλές και ελεύθερο να διεκδικήσει την γνώση και την προσωπική του ευημερία μεταξύ των συνομηλίκων του. Παράλληλα, χρειάζεται μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των γονέων και των φροντιστών των παιδιών αναφορικά με την βελτίωση της επικοινωνίας με τα παιδιά τους, καθώς και τη γνώση για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ένας στους δύο νέους στην Ευρώπη πέφτει θύμα cuberbullying
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 49% των ατόμων ηλικίας μεταξύ 16-29 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν δεχθεί εχθρικά ή υποτιμητικά μηνύματα κυρίως για τις πολιτικές τους απόψεις και την καταγωγή τους.
Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι μεν υψηλό (40,65%) αλλά είναι από τα χαμηλότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης.

Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στην Εσθονία (69,22%), ενώ ακολουθούν Δανία (68,48%), Φινλανδία (68,04%), Γαλλία (65,54%), Σλοβακία (65,14%) και Ολλανδία (60,15%).
cnn.gr