Η χαμένη τιμή μιας οιονεί εξουσίας
ΑΡΘΡΑ (ΕΙΔΗΣΕΙΣ)ΕΛΛΑΔΑΕνδιαφέρονΚΟΙΝΩΝΙΑΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣΣΧΕΣΕΙΣ 18 Οκτωβρίου 2022 Τίμων
Κάποτε στις εφημερίδες έγραφαν συγγραφείς. Άλλοι εκκολαπτόμενοι, άλλοι ήδη με βιβλιογραφία. Από τις εφημερίδες, ιδιαίτερα τις Αθηναϊκές, περνούσαν σαν σε παρέλαση ονόματα ανθρώπων σαν τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Παπαδιαμάντη. Από αυτές γεννιούνταν άλλοι συγγραφείς, σαν τον Τσιφόρο. Μερικοί, σαν τον Σουρή, έβγαζαν τις δικές τους. Ήταν στον δρόμο που ακολουθούσαν μορφές της λογοτεχνίας ή της φιλοσοφίας όπως ο Χέμινγουέη, ο Στάϊνμπεκ, ο Λόντον ή ο Μαρξ.
Πάντα πρόσεχαν αυτό που είχαν, που πολλές φορές ήταν το μόνο που είχαν: την γραφή τους. Και ενώ δεν μπορούσαν να ξεδιπλώσουν τον εαυτό τους στις δημοσιογραφικές ερωτήσεις του «πότε», «που», «ποιος», «τι», αποκάλυπταν το ποιοι ήταν στο «γιατί». Σε αυτή την ερώτηση ξεχύνονταν οι λεπτές γραμμές της σκέψης τους, βαμμένες στο χρώμα της γραφής τους, προσφέροντας στον αναγνώστη ορίζοντες πέρα από το μάτι, ορίζοντες πέρα από τον ορίζοντα. Και ο αναγνώστης ανέβαινε. Σαν να τον έβαζαν αυτοί οι άνθρωποι σε μια θάλασσα ατέρμονης σκέψης, οδηγείτο η αντίληψή τους σε όλο και πιο ψηλές σφαίρες κατανόησης. Το να ήξερες να διαβάζεις ήταν το μόνο διαβατήριο για αυτό τον κόσμο.
Αυτά κάποτε. Όπως λένε, «μια φορά κι ένα καιρό».
Καθώς τα χρόνια μετά τον δραματικό μα συνάμα γελοίο ελληνικό εμφύλιο περνούσαν, ιδιαίτερα μετά την χούντα, οι εφημερίδες απέκτησαν ένα είδος «προστιθέμενης ισχύος». Όπως έλεγε και ο εκδότης Λαμπράκης τη δεκαετία του ’60, μπορούσαν να ανεβοκατεβάσουν κυβερνήσεις. Οι εκδότες έγιναν το μέσο εθελοντικής επιβολής της πολιτικής- για παράδειγμα ενώ στην Κύπρο οι Έλληνες και οι Τούρκοι σκοτώνονταν και οι Άγγλοι έκαναν ότι συνήθως στις χώρες από όπου αποχωρούσαν, στην Ελλάδα αφιονισμένα πλήθη χτυπιούνταν για την ΕΡΕ και την Ένωση Κέντρου. Και ενώ οι εφημερίδες, η δημοσιογραφία δηλαδή, ήταν ένα ανάχωμα στην διαφθορά της εν γένει εξουσίας, ένας υπερασπιστής του λαού, κατάντησε να γίνει και αυτή, εξουσία: η 4η. Από εκείνη την στιγμή άρχισε ο κατήφορος…
Η εξουσία είναι κάτι τοξικό. Είναι ένα δηλητήριο που σκοτώνει πολλά πράγματα – συνήθως πρώτα την τιμή. Και αυτός που έχει εξουσία εθίζεται τόσο βαθιά σε αυτή που αλλάζουν όλα. Μπορείς ίσως να αντισταθείς αρκετά σε αυτήν, έχοντας πάρει κάποια θεωρητικά αντίδοτα γι’ αυτήν. Αλλά αν παραμείνεις κοντά της, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενσκήψεις στον πειρασμό που διαρκώς σου κουνά μπροστά σου, ανάλογα με το τρωτό σου σημείο.
Η εξουσία είναι αρρώστια. Και έχει πολλές μορφές αυτή η αρρώστια. Υπάρχει εξουσία στους αισθηματικούς δεσμούς, μέσω του χειρισμού του ενός από τον άλλο. Υπάρχει εξουσία στις σχέσεις γονέα με παιδί, μέσω της επιβολής της έστω και λάθος άποψης του γονιού λόγω του ρόλου του. Υπάρχει εξουσία στην εργασία μέσω της ιεραρχίας. Υπάρχει εξουσία στις σχέσεις της εκκλησίας με το ποίμνιο μέσω της «διδαχής». Υπάρχει η εξουσία του «ειδικού» πάνω στον μη ειδικό μέσω της «έγκυρης άποψης» που δίδεται επί παντός επιστητού1. Η εξουσία δεν είναι μια αρρώστια που αλλάζει κάτι στο σώμα ή την ψυχή – είναι μια αρρώστια που ανασύρει από τα βάθη της ύπαρξής σου ότι χειρότερο έχεις και του δίνει τα ηνία.
Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν από την εξέλιξη. Παιδιά που έμπαιναν στον δημοσιογραφικό χώρο τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, ενώ οραματίζονταν τα μεγάλα ρεπορτάζ, τις αποκαλύψεις, την υπεράσπιση του καθημερινού ανθρώπου, διεφθάρησαν μεγαλώνοντας με μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία.
Πρώτα υπέταξαν την αλήθεια στην ιδεολογία. Άλλοι φανερά, εργαζόμενοι σε κομματικά δημοσιογραφικά όργανα με διακηρυγμένη οπτική, και άλλοι κρυφά, με ένα προσωπείο αντικειμενικότητας που ελάχιστες γραμμές να διάβαζες από τα κείμενά τους καταλάβαινες… «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» έλεγαν, «η αλήθεια είναι σχετική» έλεγαν, «όλα είναι υποκειμενικά» έλεγαν. Θυμούνταν και τον Λένιν, που όταν κάποιος του είπε «όλα αυτά είναι εκτός πραγματικότητας» απάντησε «τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα» – αλλάζοντας το πολλές φορές σε «τόσο το χειρότερο για την αλήθεια». Και μετά ήρθε η τηλεόραση.
Αν και υπήρχε πάντα το ραδιόφωνο, τουλάχιστον από τον Μεσοπόλεμο κι ύστερα, ο ακροατής ήταν πάλι αναγνώστης. Χρειαζόταν ανάλυση και κριτική σκέψη για αυτά που ακούγονταν – αν και η δύναμη του μάρκετινγκ, με την μίξη μουσικής, εκφράσεων ενθουσιασμού ή απαξίας, λεκτικών εντυπωσιασμών και τα λοιπά, φανέρωνε την ανατολή της εποχής των «μέσων». Η τηλεόραση όμως είχε τη δύναμη της εικόνας – και μια εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις όπως έλεγαν, κρύβοντας ότι αυτή είναι τις περισσότερες φορές απατηλή. Κι εκεί ξεκίνησε ο Αρμαγεδδών.
Νεαρές κυρίες γοητεύτηκαν από τα δυνατά φώτα των πλατό. Α, και από την «αναγνωρισιμότητα». Ήθελαν να γίνουν κάτι γιατί αισθάνονταν ότι δεν είναι τίποτα. Και πίστεψαν ότι έγιναν κάτι καθώς το χρήμα έρρεε χάρη σε διάφορες «συνταγές» παρουσίασης που συνδύαζαν υποσυνείδητα ένστικτα και εύκολες απαντήσεις. Και μαζί με αυτές τις κυρίες, διάφοροι κύριοι. Άνθρωποι που ξεκίνησαν με δημοσιογραφικό ζήλο μα σαγηνεύτηκαν από το άφθονο χρήμα και την φτιασιδωμένη εικόνα τους στο «γυαλί». Φίρμες. Και οι παρουσιαστές των προσώπων της επικαιρότητας έγιναν οι ίδιοι πρόσωπα της επικαιρότητας.
Και έπειτα, διέβησαν τον Ρουβίκωνα. Οι ελεγκτές της εξουσίας έγιναν και βουλευτές. Ταγοί. Κινούσαν νήματα, ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις, ήταν «στα μέσα και στα έξω». Ανακάλυψαν όχι μόνο «τί θέλει ο κόσμος» αλλά και «τί καταλαβαίνει ο κόσμος». Αργά μα σταθερά έφτιαξαν μια κοινή οπτική, ένα κοινό τρόπο παρουσίασης, ένα κοινό τρόπο «πληροφόρησης». Από ένα σημείο και ύστερα τα κανάλια δεν μπορούν πια να ξεχωρίσουν μεταξύ τους (εκτός από κάτι μικρά «γαλατικά χωριά») και γέμισαν με εκπομπές με υπόρρητα γενετήσια υπονοούμενα, τούρκικα σήριαλ, εκπομπές άχρηστης πληροφορίας για την καθημερινή ζωή διάσημων ασήμαντων και «ρηάλιτυ». Και οι δημοσιογράφοι, από οιονεί συγγραφείς, έγιναν απλοί γραφείς των εργοδοτών. Η δε αλήθεια, θέμα οπτικής.
Πολλοί γνωστοί δημοσιογράφοι ακολούθησαν αυτό τον δρόμο. Η μόνη περίπτωση να αποκαλυφθούν οι σκοτεινές διαδρομές της διαφθοράς, είναι μετά θάνατον. Όπως έγινε με τον Αναστασιάδη και, κυρίως, με τον Τράγκα. Ο Τράγκας υπήρξε η αποκάλυψη του χώρου στον οποίο εκινούντο οι «πετυχημένοι» δημοσιογράφοι αυτής της περιόδου και το πόσο αποδοτικό μπορεί να είναι αυτό, αρκεί να κάνεις κρόουλ στα περιττώματα και να ζεις πολύ μετρημένα, κάτω από την εμβέλεια του «ραντάρ». Αντίθετα, όσοι φάνηκαν να εμμένουν στις αρχικές τους ιδέες για την έρευνα και την αλήθεια, δεν φάνηκε να έχουν καλή τύχη. Τρανό παράδειγμα: ο Καραϊβάζ.
Τον τελευταίο καιρό όμως αυτός ο εξουσιαστικός εσμός, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, έχασε κάτι βασικό: την μονοπωλιακή πρόσβαση στην πρωταρχική πληροφορία2. Βέβαια, οι ευρισκόμενοι χαμηλά στην τροφική αλυσίδα της δημοσιογραφίας ρεπόρτερ εξακολουθούν και τρέχουν σε όλες τις συνθήκες. Η πληροφορία όμως πλέον έρχεται από ποικίλες πηγές μη ελεγχόμενες, είτε από κοινωνικά δίκτυα είτε από ερασιτεχνικές ομάδες πληροφόρησης κι έτσι δεν περιορίζεται – προφανώς με ότι αυτό συνεπάγεται στην διαχείριση της, θετικά ή και αρνητικά. Ακριβώς εκεί φάνηκε η γύμνια της «δημοσιογραφίας», του πόσο είναι πλέον απισχνασμένη από αξίες, αφού πλέον το ηθικό υπόβαθρο της συντριπτικής πλειοψηφίας αυτών που αποκαλούνται «δημοσιογράφοι» έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Και όχι μόνο αυτό.
Η δημοσιογραφική ταυτότητα δεν σημαίνει πλέον ούτε ότι ο φέρων είναι ταγμένος στην ενημέρωση του λαού, ούτε ότι θα πει την αλήθεια χωρίς να υπολογίζει το κόστος. Δεν σημαίνει καν ότι ξέρει να γράφει. Απλώς σημαίνει ότι είναι «στη δουλειά». Ότι έχει επαφές που μπορεί να χρησιμοποιήσει (τα λεγόμενα σκωπτικά «κοννέξια»). Σημαίνει ότι «πουλάει» υπογραφή, ότι είναι έτοιμος να πουλήσει «know-how επικοινωνίας» στον πλειοδότη- ακόμα και απλώς στον εργοδότη3. Μερικές φορές είναι ένα διαβατήριο για άλλες «δουλειές», αυτόχρημα όχι και τόσο καθαρές, που έχουν οδηγήσει σε ορισμένες ατυχίες, όπως για παράδειγμα, συλλήψεις στα Ελβετικά σύνορα με αδικαιολόγητα μεγάλα ποσά (Θέμος), εντοπισμός αδικαιολόγητης περιουσίας (Γιώργος) και λοιπά. Όμορφος κόσμος ο δημοσιογραφικός, αγγελικά πλασμένος.
Θα πει κανείς μετά από όλα αυτά: είναι δηλαδή όλοι έτσι; Η απάντηση είναι μονολεκτική: όχι. Ούτε όλοι οι δημοσιογράφοι είναι τέτοιοι, ούτε όλοι οι παπάδες είναι ανάξιοι, ούτε όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι. Μπορεί η κυρίαρχη τάση, που σημαίνει την πλειοψηφία, να είναι αυτή, αλλά υπάρχουν πάντα άνθρωποι ταγμένοι σε ιδεώδη. Φυσικά η επίδραση αυτών των ιδεολόγων είναι περιορισμένη και το δημιουργηθέν από την πλειοψηφία σύστημα, τους περιθωριοποιεί και τους εξοντώνει- ειδικά εφ’ όσον οι πιο πολλοί από αυτούς είναι νέοι.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, η δημοσιογραφική ταυτότητα εκτός από συνδικαλιστική αξία δεν σημαίνει καταξίωση. Σημαίνει άλλα πράγματα όχι και τόσο θετικά. Ας σταματήσουν λοιπόν αυτοί που καυχώνται για την επαγγελματική τους ταυτότητα να σηκώνουν το δάκτυλο και να περιχαρακώνουν το αυτοανακηρυχθέν ως «λειτούργημα» επάγγελμά τους. Διότι η διασταύρωση στοιχείων, η αντικειμενικότητα, ο σεβασμός στον αναγνώστη που υποβάλλεται στην βάσανο να διαβάσει αυτό που έχεις γράψεις και η φιλαλήθεια δεν έχει καμμιά σχέση με την δημοσιογραφική ιδιότητα (όποιας… κοπής και να είναι αυτή). Έχει σχέση με την τιμή. Την τιμή που δεν αποτιμάται σε χρήμα. Την τιμή που έχει ξεχαστεί πια από πολλούς.
Τίμων
1 Χαρακτηριστικό αυτού είναι το φαινόμενο που παρατηρείται εδώ και πολύ καιρό, επιστημόνων με διδακτορικά να εκδίδουν βιβλία και μελέτες σε άσχετες με την δική τους επιστήμες. Έχουμε δει ψυχιάτρους να εκδίδουν εθνολογικές μελέτες, οδοντίατρους κοινωνιολογικές μελέτες, οχυρωμένοι πίσω από τον τίτλο «δόκτωρ» για να προσδώσουν κύρος στα ερασιτεχνικά τους πονήματα.
2 Σημειωτέον ότι όταν μιλούμε για πρωταρχική πληροφορία, εννοούμε την μη διασταυρωμένη, πληροφορία η οποία για να γίνει είδηση θα πρέπει να τύχει της ανάλογης επεξεργασίας (διασταύρωση και αξιολόγηση στις λεπτές γραμμές των επιπτώσεών της). Οι «ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες» δεν είναι ειδήσεις και μπορούν να αναφέρονται μόνο στην περίπτωση που η επεξεργασία είναι αντικειμενικά αδύνατη, με όλες τις σχετικές επισημάνσεις για την εγκυρότητά τους.
3 Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα αυτοί που δεν μπόρεσαν ποτέ να περάσουν τις πύλες του πολιτικού παραδείσου, εμφανίζονται ως ειδήμονες στην επικοινωνία, στελεχώνοντας ομάδες πολιτικών ή οικονομικών συμφερόντων με λογική συμμορίας.
Διαβάστε επίσης: