ΣΥΝΕΝΤΕΥΚΤΕΣ & ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΚΤΕΣ & ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Γράφει ο Γνωμοδότης Άδικη και εν πολλοίς αδικαιολόγητη μομφή προσάπτεται τις τελευταίες ημέρες σε κάποιον τοπικό δημοσιογράφο για μία συνέντευξη που εδόθη σε αυτόν... ΣΥΝΕΝΤΕΥΚΤΕΣ & ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Γράφει ο Γνωμοδότης

Άδικη και εν πολλοίς αδικαιολόγητη μομφή προσάπτεται τις τελευταίες ημέρες σε κάποιον τοπικό δημοσιογράφο για μία συνέντευξη που εδόθη σε αυτόν από τον πρώην δήμαρχο, νυν δημοτικό σύμβουλο και υποψήφιο περιφερειακό σύμβουλο κ. Ι. Τσαβαρή. Ο ίδιος μάλιστα καταγγέλλει ανοίκειες παρεμβάσεις και κριτικές παρενοχλήσεις, χάνοντας ορισμένως και την ψυχραιμία του. Και πραγματικά είναι αδικαιολόγητη η καταφορά εναντίον του, αφ’ ης στιγμής υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία δεν επέτρεπαν σε κανέναν να περιμένει κάτι διαφορετικό από αυτό που είδαν σε αυτή την συνέντευξη.

Κατ’ αρχάς, ας δούμε τί ήταν αυτή η συνέντευξη. Οπωσδήποτε δεν ήταν ειδησεογραφική συνέντευξη: το θέμα της είχε καθαρά ιστορική, ας πούμε, αξία καθώς αφορούσε την οικονομική διαχείριση του δήμου Σαλαμίνας προ 10ετίας. Αφορμή μάλιστα γι’ αυτό, ήταν άλλη συνέντευξη, ειδησεογραφικού χαρακτήρα, που δόθηκε πριν από μία εβδομάδα σε εκπομπή στο salamina.tv, του αντιδημάρχου οικονομικών της δημαρχίας του κ.Τσαβαρή κ.Γ.Καπετανάκη και της πρώην δημάρχου Κας Ρ.Νάννου για το θέμα των οικονομικών του δήμου και των ισχυρισμών του νυν δημάρχου για την κατάσταση που παρέλαβε οικονομικώς τον δήμο. Σε αυτή ο κος Καπετανάκης ανέφερε ορισμένες λεπτομέρειες για τις οποίες ο πρώην δήμαρχος είχε ορισμένες σαφείς (και αναμενόμενες ίσως) αντιρρήσεις.

Την συνέντευξη αυτή δεν την ζήτησε ο δημοσιογράφος, αλλά ο πρώην δήμαρχος, ο πολιτικός – οπότε μιλάμε για μια υβριδική συνέντευξη τύπου. Βασικό χαρακτηριστικό των συνεντεύξεων τύπου είναι ότι ζητώνται από τον συνεντευξιαζόμενο, ο οποίος ορίζει συνήθως και το θέμα της. Αυτό που την κάνει “υβριδική” είναι ότι οι συνεντεύξεις τύπου δίνονται σε ένα πάνελ δημοσιογράφων, με συντονιστή έναν από αυτούς και όχι μόνο σε έναν. Φυσικά, είναι ευνόητο ότι για να μπει ένας πολιτικός σε μια τέτοια διαδικασία επιλέγει δημοσιογράφο της αρεσκείας του και, συνήθως, κάποιον με τον οποίο αισθάνεται περισσότερο “ασφαλής”. Οι λόγοι για αυτό το συναίσθημα ασφάλειας μπορεί να είναι διάφοροι: από διαχρονικές σχέσεις συμπάθειας, κομματικού συναγελασμού και ιδεολογικές συγγένειες έως απλή εργασία επικοινωνιακής προώθησης. Και όλοι αυτοί οι λόγοι είναι απολύτως σεβαστοί και άσχετοι με την ουσία του ίδιου του γεγονότος της συνέντευξης.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, κάποιοι επικριτές του συνεντευκτή δημοσιογράφου θα αντιτείνουν ότι η μεταξύ των δύο μερών της συνέντευξης παραγόντων σχέση έχει ένα ιστορικό υπόβαθρο τέτοιο που είναι σαν να λέμε ότι μετά την παρέλευση δεκαετίας, ο Μητσοτάκης θα δώσει συνέντευξη στον Βαξεβάνη! Αυτό όμως είναι άδικο καθώς τα όποια ερωτήματα που πιθανόν να προκύπτουν από αυτό το γεγονός δεν έχουν μια μονοσήμαντη απάντηση: παίζουν ρόλο η χρονική συγκυρία, η εξέλιξη των πραγμάτων, οι ανάγκες και -πολύ σημαντικό- η επερχόμενη ωριμότητα (οπότε, ναι, ίσως σε 10 χρόνια ο Μητσοτάκης να δώσει συνέντευξη στον Βαξεβάνη…). Και επιπροσθέτως για εμάς τους τελικούς κριτές του εν λόγω γεγονότος (τέτοιες συνεντεύξεις είναι οχήματα επικοινωνίας με ένα μαζικό ακροατήριο και φιλοδοξούν να αποτελέσουν σημεία αναφοράς στην δημόσια σφαίρα), τους πολίτες, είναι πραγματικά ήσσονος σημασίας, τόσο σε ότι αφορά τον πολιτικό όσο και σε ότι αφορά τον δημοσιογράφο. Αν υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι έχοντας ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιο από τα δύο μέρη απέκτησαν ένα αίσθημα ματαίωσης από τα λεχθέντα ή τα μή λεχθέντα σε αυτή την συνέντευξη, χρειάζεται να εμβαθύνουν στα πράγματα, όπως θα δούμε παρακάτω.


Ας έρθουμε για λίγο στο θέμα αυτής της συνέντευξης, στα λεχθέντα. Όσα ειπώθηκαν από τον συνεντευξιαζόμενο πολιτικό είναι ήδη στην ολότητά τους είτε γνωστά είτε εύκολα να βρεθούν (για όποιον δεν ξέρει και θέλει να μάθει)- μιλάμε σε επίπεδο πράξεων και αποφάσεων που στοιχειοθετούνται εγγράφως. Ο σύγχρονος πολιτικός δεν λέει ποτέ ψέματα (ας φαντάζει αυτό οξύμωρο). Δεν λέει την αλήθεια πολλές φορές, αποκρύπτοντας ορισμένες πτυχές της (θυμίζουμε ότι η αλήθεια δεν είναι απλώς κάτι που ισχύει αλλά το σύνολο αυτών που ισχύουν). Ποτέ όμως δεν θα ισχυριστεί κάτι που μπορεί να διαψευστεί από έγγραφα που αποδεικνύουν το αντίθετο. Αν μη τι άλλο πρέπει πάντα να διατηρεί την πολιτική του αξιοπιστία. Εκεί όμως που μπορεί κυριολεκτικά να ισχυριστεί ότι θέλει, είναι σε ζητήματα που δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος να αμφισβητηθούν: προθέσεις, επιδιώξεις, σχεδιασμούς, συνεννοήσεις με συνεργάτες και λοιπά “έπεα πτερόεντα”. Μπορεί να αποδείξει κάποιος ότι ο x πολιτικός δεν είχε στο μυαλό του την πρόθεση που ισχυρίζεται κατά την λήψη μιας απόφασης;
Ο εν λόγω συνεντευξιαζόμενος, λοιπόν, δεν παρέβη κανέναν από τους παραπάνω, ούτως ειπείν, κανόνες. Δεν μας έκανε σοφότερους βέβαια, αλλά πέτυχε τον σκοπό του που ήταν απλώς να βάλει το στίγμα του στην εξιστόρηση του θέματος της διαχρονικής οικονομικής διαχείρισης του δήμου της Σαλαμίνας. Για ποιό λόγο να του προσάψει μομφή κάποιος σε ότι αφορά το γεγονός της συνέντευξης;

Και τώρα ερχόμαστε στην ουσία του θέματος που αφορά την διάδραση που υπήρξε σε αυτή την συνέντευξη, για την οποία υπήρξε η συγκεκριμένη δριμεία κριτική προς τον συνεντευκτή. Κατ’ αρχάς θυμίζουμε και πάλι ότι η συνέντευξη αυτή ήταν μια υβριδική συνέντευξη τύπου. Εκ του ρόλου του λοιπόν, ο συνεντευκτής εκλήθη να επιλέξει μεταξύ δύο δρόμων προσέγγισης για την διάδραση με τον συνεντευξιαζόμενο.

Ο πρώτος δρόμος είναι να προσπαθήσει να υποκαταστήσει το δημοσιογραφικό πάνελ που κανονικά θα υπήρχε σε μια κλασσική συνέντευξη τύπου. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ακολουθήσει αυτό που λένε στις σχολές δημοσιογραφίας και ΜΜΕ “υπερκείμενο σύστημα διάδρασης” χρησιμοποιώντας τεχνικές υποβολής ερωτήσεων και εξέτασης ανακριτικού τύπου κατάλληλες γι’ αυτό. Όπως είπαμε αυτές οι συνεντεύξεις είναι οχήματα επικοινωνίας με ένα μαζικό ακροατήριο- πράγμα που σημαίνει ότι ο συνεντευξιαζόμενος έχει μια πολύ συγκεκριμένη ατζέντα επιδιώξεων. Εκεί ακριβώς ο συνεντευκτής μπορεί να παράξει ειδήσεις μέσω της διάδρασης με τον συνεντευξιαζόμενο χρησιμοποιώντας τεχνικές ερωτήσεων (ίσως και προκλήσεων) προκειμένου να αναδείξει το αναμενόμενο μιας απάντησης, την αντίστασή του πολιτικού στο να δώσει απάντηση αλλά και την υπεκφυγή όπου υπάρχει. Αυτές οι τεχνικές απαιτούν και μεγάλη εμπειρία σε δύσκολα προσβάσιμο επίπεδο αλλά και έναν συγκεκριμένο, διαμορφούμενο πάντα, δημοσιογραφικό χαρακτήρα (όπως, βιβλιογραφικά, η “συνετή συγκράτηση” του Lehren και του Walden, η “προκλητική επιθετικότητα” του Donaldson και του Paxman, η “ανακριτική οικειότητα” της Walters και η “υπερήφανη κυριαρχία” του Day και του Koppel).

Ο δεύτερος δρόμος είναι η χρήση τεχνικών συνεντεύξεων που χρησιμοποιείται συνήθως για celebrities. Συνήθως σε αυτές ο συνεντευκτής μετατρέπεται σε οικοδεσπότη – και ως τέτοιος είναι ευγενής, προσηνής και αφήνει τον συνεντευξιαζόμενο να “ανοίξει την καρδιά του”. Του δίνει βήμα για να εκφράσει αυτό που θέλει, κάνοντας υποβοηθητικές ερωτήσεις πολλές φορές και επικεντρώνεται σε συναισθηματικά στοιχεία (αισθήματα περηφάνειας ή ντροπής, ικανοποίησης ή πικρίας κλπ.). Σκοπός του συνεντευκτή είναι εδώ απλώς να καταγραφεί η οπτική και η άποψη του συνεντευξιαζόμενου στο αρχείο αλλά και στην συλλογική μνήμη. Και έτσι, αυτού του είδους η συνέντευξη εκφεύγει παντελώς από κάθε έννοια ειδησεογραφικού χαρακτήρα.

Μετά από αυτά ερχόμαστε να δούμε τον συνεντευκτή. Αφήνουμε εντελώς στην άκρη την προσωπικότητά του, το πόσο συμπαθής ή αντιπαθής είναι σε κάποιους, το πόσο καλός ή κακός είναι για κάποιους άλλους, τα εν γένει προσωπικά του, ακόμα και το τί λέει και τί δεν λέει – όλα αυτά μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο αλλά δεν είναι αντικείμενα κριτικής κατ’ ουδένα τρόπο και δεν αφορούν καθόλου την λειτουργία του ως συνεντευκτή. Αυτό που θα πρέπει να ερευνήσουμε είναι οι τάσεις και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τα θέματα με την δημοσιογραφική του δουλειά. Εκεί λοιπόν βλέπουμε στην αρθρογραφία του μια πολλές φορές αιχμηρή πένα (όπως βλέπουμε στα άρθρα του στην “Γνώμη της Σαλαμίνας”, την “Σαλαμινία” και στον δικό του “Ντελάλη της Κούλουρης”) που όμως υποκαθίσταται από μια απολύτως προσηνή στάση σε ότι αφορά τις συνεντεύξεις (στον τοπικό διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό “Κυχρέας” -ο οποίος δυστυχώς έκλεισε-, στον επίσης τοπικό διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό Salamis Radio – ο οποίος επίσης δυστυχώς και αυτός έκλεισε- και, τώρα, στο αρτιπαγές YouTube κανάλι του “Ντελάλη της Σαλαμίνας”).

Επομένως η δημοσιογραφική προσωπικότητα του εν λόγω συνεντευκτή είναι προσανατολισμένη απολύτως στον δεύτερο δρόμο που περιγράψαμε πιο πάνω, αυτόν του “οικοδεσπότη”. Εξασφαλίζει άλλωστε με αυτό τον τρόπο την αποδοχή του από τους συνεντευξιαζόμενους (που πάντα θα προτιμούν έναν προσηνή οικοδεσπότη από έναν πιεστικό για απαντήσεις ανακριτή) αλλά και από την μερίδα εκείνη του κοινού που είτε διάκεινται φιλικά προς τον συνεντευξιαζόμενο είτε έχουν κουραστεί από συνεχείς αντιπαραθέσεις. Όσο και μια αιχμηρή πένα να προδιαθέτει κάποιον να περιμένει μα εξ ίσου αιχμηρή παρουσία του δημοσιογράφου ως συνεντευκτή, τούτο ούτε απαραίτητο είναι, ούτε καν συνηθισμένο (και τα παραδείγματα είναι πρακτικά άπειρα).

Και έτσι φτάνουμε στο ερώτημα: προς τι οι μομφές που εξακοντίζονται τόσο κατά του συνεντευκτή όσο και κατά του συνεντευξιαζόμενου;

Περίμενε κανείς στ’ αλήθεια από τον συνεντευξιαζόμενο-πολιτικό μια διαφορετική θέση ή στόχευση; Περίμενε κανείς μια δημόσια αυτοκριτικής ή δήλωση μετανοίας αποδεχόμενος ακόμα και τις, άδικες κατά τον ίδιο, κριτικές που του προσήψαν διαχρονικά; Και μάλιστα την στιγμή που διεκδικεί και πάλι την ψήφο των πολιτών, έστω και σε διαφορετικό πολιτικό στίβο;

Περίμενε κανείς στ’ αλήθεια από τον συνεντευκτή-δημοσιογράφο, επίσης, την αλλαγή της δημοσιογραφικής του προσωπικότητας μόνο και μόνο γιατί απέναντί του υπήρχε το συγκεκριμένο πρόσωπο; Ναι, η σχέση των δύο ανδρών στο παρελθόν έμοιαζε πολύ με την τωρινή σχέση Μητσοτάκη-Βαξεβάνη. Αλλά όλοι ξέρουμε ότι ο χρόνος λέγεται “πανδαμάτωρ” όχι άδικα. Ακόμα και αν ο συνεντευκτής άφησε να εννοηθεί ότι “θα ειπωθούν όλα” ή ότι “μάζευε” ερωτήματα για να τα κατευθύνει προς τον συνεντευξιαζόμενο, δεν αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον συνηθισμένα “τρικ” της δημοσιογραφικής δουλειάς;

Γιατί πρόκειται για δουλειά. Είναι άλλο πράγμα η πολιτική γνώμη, άλλο η δημοσιογραφική γνώμη. Αν κάποιοι τις ταυτίζουν, πλανώνται. Ο επαγγελματίας δημοσιογράφος είναι ακριβώς αυτό: επαγγελματίας. Αν κάποιος τον θεωρεί σταυροφόρο ή κήνσορα της αλήθειας, του δικαίου και της τιμής (όπως τούτα ορίζονται κάθε φορά από τις οπτικές του καθενός), πλανάται και πάλι. Και είναι τελείως άτοπο να τον εγκαλεί κανείς για αυτό: μπορεί σε κάθε επάγγελμα να υπάρχουν ηθικά υπόρρητα αλλά, στο κάτω-κάτω, ας είναι όλοι οι πολιτικοί τίμιοι, όλοι οι ιερείς ηθικοί, όλοι οι στρατιωτικοί ανδρείοι και μετά ας ζητήσουμε από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους σταυροφορίες – άλλωστε σε αυτό το επάγγελμα υπάρχει και μια συγκεκριμένη δεοντολογία.


Βέβαια, όλοι μας θα θέλαμε να δούμε στα τοπικά πράγματα μια μονομαχία σαν αυτή του Paxman με τον Tony Blair (όταν με την ανακοίνωση του πολέμου στο Ιράκ, τον ρώτησε αν προσεύχεται μαζί με τον κο Μπους αφήνοντας τον λαλίστατο ως τότε Βρεττανό πρωθυπουργό σε αμηχανία για ένα διάστημα) – όμως τα μεγέθη είναι διαφορετικά (άλλο δήμαρχος Σαλαμίνας και άλλο πρωθυπουργός της Βρεττανίας) και να μην ξεχνάμε: τον Paxman τον πλήρωνε αδρά το BBC για να μην τα έχει καλά με κανέναν…


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Steven Clayman, John Heritage: Η Ειδησεογραφική Συνέντευξη – Δημοσιογράφοι και δημόσια πρόσωπα στον “αέρα” – Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2008
  2. Συλλογικό Έργο: Ζητήματα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας – Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2000.
  3. Γιώργης Έξαρχος: Η επιστήμη της δημοσιογραφίας και η τέχνη του ρεπορτάζ: Δημοσιογραφικά «Συν – κείμενα» – Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2007.
  4. Andrew Boyd,: Η τέχνη της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας – Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2006.
error: Content is protected !!