Το εκλογικό αποτύπωμα των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης
ΑΡΘΡΑ (ΕΙΔΗΣΕΙΣ)ΕΙΔΗΣΕΙΣΕΛΛΑΔΑήξερες ότι...ΚΟΣΜΟΣΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ 30 Ιανουαρίου 2022 fonisalaminas
Η μαζικότητα των social media ορίζει ένα καίριο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ συνολικά ο αριθμός των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αυξήθηκε κατά περίπου 35% σε μια τριετία, η αύξηση των ακολούθων των κομμάτων σε αυτά έφτασε -και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπέρασε- το 100%, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της παρούσας έρευνας.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν αναμφίβολα ένα σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει το πολιτικό περιβάλλον και κατ’ επέκτασιν τις εκλογές.
Ωστόσο από την έρευνα δεν προέκυψε ένας άμεσος συσχετισμός των δύο αυτών παραμέτρων, δηλαδή της επιρροής στο πεδίο των social media και της εκλογικής απόδοσης. Μπορεί δηλαδή ένα κόμμα να κάνει περισσότερο ψηφιακό «θόρυβο» και να έχει περισσότερους ακολούθους, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται την αντίστοιχη εκλογική του απόδοση.
Όσο πιο έντονες ή ακραίες θέσεις έχει ένα κόμμα, όσο πιο προκλητικός και θεματικά στοχευμένος είναι ο λόγος του, τόσο πιο κυρίαρχη είναι η θέση του στον κόσμο των social media. Η διαδικτυακή παρουσία και επιρροή όμως, δεν συνδέεται με την επίδραση στην κοινωνία και κυρίως με το εκλογικό αποτέλεσμα. Ενδεικτικά, διαπιστώθηκε ότι αντισυστημικά κόμματα που καταγράφουν στις εκλογές ποσοστά της τάξης του 10% έχουν αντίστοιχο ή και μεγαλύτερο αριθμό ακολούθων στα social media με κόμματα του 30%. Επίσης, η καταγραφόμενη αυξητική τάση της παρουσίας τους στα social media δεν είναι απαραίτητα αντίστοιχη της παρουσίας στην κοινωνία, έτσι όπως τουλάχιστον αυτή αποτυπώνεται στις εκλογές. Συχνά καταφέρνουν να επηρεάσουν την ατζέντα του δημοσίου διαλόγου, αλλά την ώρα της κάλπης τα κριτήρια επιλογής των πολιτών παραμένουν πιο σύνθετα.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του United Kingdom Independence Party στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2015, το UKIP είχε σχεδόν τον ίδιο αριθμό ακολούθων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τα δύο μεγάλα – παραδοσιακά βρετανικά κόμματα. Στις εκλογές όμως έλαβε 2,6% των ψήφων έναντι 30,4% των Εργατικών και 36,8% των Συντηρητικών, ενώ λόγω της ιδιαιτερότητας του εκλογικού συστήματος δεν έλαβε καμία έδρα στη Βουλή των Κοινοτήτων. Στις εκλογές του 2017 είχε μεγαλύτερο αριθμό ακολούθων (738.000) παρά ψηφοφόρων (594.000), ενώ μετά τη διάσπασή του στις τελευταίες εκλογές έλαβε μόλις 22.800 ψήφους διατηρώντας όμως ένα υψηλό διαδικτυακό κοινό 723.000 ακολούθων.
Αυτό το στοιχείο συνηγορεί στο ότι οι ψηφοφόροι συνεχίζουν εύκολα να ακολουθούν διαδικτυακά ένα κόμμα που εγκατέλειψαν πολιτικά. Το δε Brexit Party που σχηματίστηκε από τις τάξεις του UKIP, σε λιγότερο από ένα χρόνο πολιτικής ζωής συγκέντρωσε 644.000 ψηφοφόρους και 466.000 ακολούθους στο Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν, για παράδειγμα, στο κόμμα των Συντηρητικών ο δείκτης «ακόλουθοι έναντι ψηφοφόρων» είναι 10% στο Brexit Party φτάνει στο εντυπωσιακό 72%. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα Βρετανική παράμετρος είναι και το ότι ενώ το κόμμα των Εργατικών σημειώνει μια εντυπωσιακή πορεία στον χώρο των social media, αυτή δεν αποτυπώνεται στο εκλογικό αποτέλεσμα. Το 2019 είχε 656 χιλιάδες περισσότερους ακολούθους από το Συντηρητικό κόμμα, αλλά στις εκλογές του έλαβε 3,6 εκατομμύρια ψήφους λιγότερες. Παρατηρώντας δε, την πορεία των τελευταίων ετών διαπιστώνουμε ότι ενώ ενισχύει τις δυνάμεις του διαδικτυακά τις χάνει εκλογικά.
Μια αντίστοιχη εικόνα βλέπουμε στη Γερμανία. Το 2015 το AFD είχε 10 χιλιάδες περισσότερους ακολούθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από το CDU, όταν αντίστοιχα ελάμβανε το 1/3 των ψήφων του. Με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα του 2017 το 4,4% των ψηφοφόρων του AFD το ακολουθούσε στα social media έναντι 2,4% του CDU. Σήμερα, το AFD έχει 160 χιλιάδες περισσότερους ακολούθους από το CDU, την ώρα που οι όλες οι δημοσκοπήσεις του δίνουν πρόθεση ψήφου στο 1/3 των Χριστιανοδημοκρατών, εν όψει των εκλογών του 2021, κάτι που βεβαίως θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και τις κάλπες.
Στην Ισπανία, το 2015, οι ακόλουθοι των Podemos σε Facebook και Twitter ήταν όσοι το άθροισμα των ακολούθων και των τριών άλλων μεγάλων κομμάτων μαζί, του Λαϊκού κόμματος, των Σοσιαλιστών και των Ciudadanos. Ωστόσο, στις εκλογές της ίδιας χρονιάς έλαβαν περίπου το 1/3 σε σχέση με το αντίστοιχο άθροισμα των ψήφων. Το 2019 οι Podemos έλαβαν στις εκλογές λιγότερες από τις μισές ψήφους σε σχέση με τους Σοσιαλιστές που βγήκαν πρώτοι, αλλά είχαν τριπλάσιο αριθμό διαδικτυακών ακολούθων. Αντίστοιχα το νεοπαγές κόμμα VOX έλαβε τις μισές ψήφους από τους Σοσιαλιστές, αλλά έχει μισό εκατομμύριο περισσότερους ακολούθους.
Στην Ολλανδία το κόμμα της Ελευθερίας του Geert Wilders έλαβε 866 χιλιάδες λιγότερες ψήφους στις εκλογές του 2017 από το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία του Mark Rutte. Ωστόσο στα μέσα κοινωνική δικτύωσης είχε παρουσία σχεδόν ίση με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα μαζί.
Στη Γαλλία, παρά τις ιδιαιτερότητες που έχει το προεδρικό σύστημα εντοπίζεται μια τεράστια αναντιστοιχία μεταξύ ψήφων και διαδικτυακής απήχησης τηςΕθνικής Συσπείρωσης (πρώην Εθνικό Μέτωπο).
Στην Ουγγαρία, το Jobbik ενώ έχει σχεδόν το 1/3 των ψήφων του πρώτου κόμματος (Fidesz), έχει 100 χιλιάδες περισσότερους ακολούθους.
Όμως δεν είναι μόνο τα ακροδεξιά, εθνικιστικά ή λαϊκίστικα κόμματα που εμφανίζουν αυτή την αναντιστοιχία. Ιδιαίτερα αισθητή είναι και σε κόμματα που έχουν μια έντονη θεματική ταυτότητα όπως οι Πράσινοι. Δεν συγκρίνονται φυσικά με άλλα κόμματα που αναφέρθηκαν παραπάνω και σε καμία περίπτωση δεν εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία με τα προαναφερθέντα. Συγκεντρώνουν ωστόσο ένα κοινό πολύ πιο «αποφασισμένο» και ενεργό σε σχέση με τα παραδοσιακά
κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά κόμματα. Έχουν δε συχνά έναν πιο ακτιβιστικό χαρακτήρα που ταιριάζει πιο πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Για παράδειγμα στη Γερμανία οι Πράσινοι, έχοντας λάβει το ¼ των ψήφων σε σχέση με το πρώτο κόμμα (CDU) στις εκλογές του 2017, την ίδια περίοδο είχαν μεγαλύτερο αριθμό ακολούθων, ενώ σήμερα η δυναμική τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει ενισχυθεί πολύ περισσότερο.
Αντίστοιχα στην Αυστρία, στις εκλογές του 2019, έχοντας το 1/3 των ψηφοφόρων του πρώτου κόμματος (του Λαϊκού), οι Πράσινοι έχουν σημαντικά περισσότερους ακολούθους.
Στη Φινλανδία, οι Πράσινοι ενώ υπολείπονται 192 χιλιάδες ψήφους από τους Σοσιαλδημοκράτες έχουν 26 χιλιάδες περισσότερους ακολούθους.
Στην Πορτογαλία το πράσινο Pessoas Animais Natureza αν και είναι έκτη πολιτική δύναμη κοινοβουλευτικά είναι δεύτερο σε επίπεδο κοινωνικής δικτύωσης.
Στο Λουξεμβούργο οι Πράσινοι αν και τέταρτη κοινοβουλευτική δύναμη έχουν αντίστοιχη διαδικτυακή παρουσία με το πρώτο κόμμα.
Στη Δανία το πράσινο κόμμα Alternativet εμφανίζει το σχετικά σπάνιο φαινόμενο ο αριθμός των ακολούθων να είναι μεγαλύτερος σε απόλυτο αριθμό σε σχέση με τους ψηφοφόρους (137 χιλιάδες έναντι 104 χιλιάδων).
Ακόμα όμως και όταν συγκεκριμένα κόμματα, όπως το UKIP για παράδειγμα κερδίζουν τις μάχες των social media, αλλά αποτυγχάνουν να κερδίσουν τις εκλογές, η διαδικτυακή τους ισχύ μπορεί να επηρεάσει τελικά την πολιτική συζήτηση, να δώσει τον τόνο στη δημόσια σφαίρα, ακόμα και ορισμένες φορές να κατευθύνει πολιτικές επιλογές της πλειοψηφίας. Διότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν σε αντισυστημικά κόμματα τη δυνατότητα απ’ ευθείας επικοινωνίας με
το ευρύτερο κοινό, κάτι που σ’ ένα πιο στενό mediaκό περιβάλλον δεν θα ήταν δυνατόν. Τέτοια κόμματα γεννήθηκαν, αναπτύχθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις γιγαντώθηκαν μέσα στο θερμοκήπιο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως επισημάναμε με τον Επίκουρο Καθηγητή Αντώνη Κλάψη στη μελέτη μας υπό τον τίτλο «Euroscepticism and Nationalist Populism» (Unity in Adversity, Martens Centre, Brussels, 2017).
Ταυτόχρονα, πολιτικά υποπροιόντα προπαγάνδας έφτασαν ανεμπόδιστα στο κοινό τους και συνωμοσιολογικές θεωρίες βρήκαν το απαραίτητο οξυγόνο για να εξαπλωθούν. Γι’ αυτό και τα social media αποδείχθηκαν πολύτιμο εργαλείο για κόμματα λαϊκίστικων ή ακραίων αντιλήψεων.
Μια επίσης σημαντική παράμετρος που πρέπει να επισημανθεί έχει να κάνει με την ηλικιακή διαφοροποίηση των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση του ποσοστού των χρηστών ανάλογα με την κοινωνική ή οικονομική τους κατάσταση. Υπάρχει όμως σημαντική διαφορά ανά ηλικιακή ομάδα. Τελευταία στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι ενώ στον συνολικό ενήλικο πληθυσμό η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι στο 54%, στις ηλικίες 16-29 το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 83%. Συνεπώς μια παράμετρος αυτών τον διαφοροποιήσεων μεταξύ διαδικτυακής και εκλογικής παρουσίας έχει να κάνει και με το διαφορετικό ηλικιακό προφίλ των ψηφοφόρων των κομμάτων. Παραδοσιακά κόμματα έχουν συνήθως μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας, ενώ νεοπαγή ή εναλλακτικά κόμματα χαμηλότερο. Για την περίπτωση των Πρασίνων η ηλικιακή είναι μια σημαντική διάσταση που θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε σχέση με την ερμηνεία της διαδικτυακής υπερεκπροσώπησης που καταγράφουν.
Όμως, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα είναι πολυδιάστατο.
Μια ακόμα αξιοσημείωτη παράμετρος αφορά στο φαινόμενο της «ψηφιακής φούσκας» μέσα στην οποία ζούμε οι περισσότεροι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έναν θάλαμο που αντηχεί κατά κύριο λόγο τις απόψεις μας. Πρόκειται για μια ζώνη ψηφιακής άνεσης (digital comfort zone) ίδιων ή αντίστοιχων απόψεων στο timeline του κάθε χρήστη. Ένα ψηφιακό περιβάλλον που περιλαμβάνει κυρίως ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα και τοποθετήσεις.
Με τη χρήση των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης η κάθε πλατφόρμα γνωρίζει πλέον ακριβώς τι αρέσει στον κάθε χρήστη και φροντίζει να του διαμορφώνει το feed που σε σημαντικό βαθμό τον ευχαριστεί, αυξάνοντας έτσι τον χρόνο παραμονής του, εξασφαλίζοντας τελικά περισσότερα έσοδα. Η διατήρηση της ψηφιακής φούσκας διευκολύνει την εμπορική πολιτική των μέσων, καθώς ενισχύει την ευστοχία των διαφημίσεων μέσα στην «ομογενοποιημένη» ψηφιακή φούσκα, συνεπώς καταλήγει και πάλι σ’ ένα θετικό οικονομικό αποτέλεσμα γι’ αυτά.
Η ύπαρξη της ψηφιακής φούσκας ανακουφίζει και τους ίδιους τους χρήστες, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο σε πρώτη ανάγνωση. Τους δημιουργεί ένα πιο ελεγχόμενο περιβάλλον χωρίς ιδιαίτερες προκλήσεις εξασφαλίζοντας ώρες πνευματικής ραθυμίας και χαλάρωσης. Έρευνες έχουν δείξει ότι η οι περισσότεροι χρήστες προτιμούν την ηρεμία που τους διασφαλίζει η επιβεβαίωση μιας προϋπάρχουσας πίστης παρά η αντιπαράθεση θέσεων. Πρόκειται εξάλλου για μια βασική εγκεφαλική λειτουργία, μια φυσική ανθρώπινη τάση να προσλαμβάνουμε και να ερμηνεύουμε την κάθε νέα πληροφορία με βάση τις προηγούμενες γνώσεις και αντιλήψεις μας. Αυτό συνέβαινε και πριν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για παράδειγμα με την αγορά εφημερίδων όπου η επιλογή του κάθε εντύπου από τον αναγνώστη γίνεται με βάση την οπτική των ειδήσεων που θέλει να διαβάσει.
Ωστόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτή η τάση ενισχύθηκε όχι μόνον από τη μαζικότητα, αλλά και από την αμεσότητα και την ταχεία ανατροφοδότηση που δημιουργείται μεταξύ των χρηστών, κάτι που δεν υπήρχε παλαιότερα. Επίσης, τα social media έδωσαν μια πρωτοφανή δυνατότητα δικτύωσης στους ανθρώπους ιδίων αντιλήψεων. Ευκαιρία να εντοπίσουν ο ένας τον άλλον και να δημιουργήσουν δυναμικές κοινότητες, ακόμα κι αν βρίσκονται σε διαφορετικές ηπείρους. Όσο κι αν η αρχική προσδοκία ήταν ότι η πλήρης απελευθέρωση των πηγών και η πολυεπίπεδη, αμφίδρομη και άμεση επικοινωνία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα οδηγούσε σε μεγαλύτερο πλουραλισμό και ο πολίτης – χρήστης θα έρχονταν σε επαφή με πολλές διαφορετικές απόψεις προκειμένου να διαμορφώσει τη δική του εμπεριστατωμένη γνώμη, η πραγματικότητα εξελίχθηκε διαφορετικά.
Αυτή η πραγματικότητα όμως αποτελεί μια επιπρόσθετη πρόκληση, καθώς στα «περιβάλλοντα φούσκας» ενδημεί η παραπληροφόρηση με δεδομένο ότι υπάρχει ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στο κοινό να αποδεχθεί όποια πληροφορία δεχθεί. Δημιουργείται έτσι μια δυναμική αναπαραγωγής και σχολιασμού που συμπαρασύρει ακόμα κι εκείνους που είναι πιο επιφυλακτικοί. Το δε ντόμινο αυτό αποκτά ένα κρίσιμο διαδικτυακό μέγεθος στις συγκεκριμένες κοινότητες που κάνει το ψέμα να μοιάζει ίσως και πιο αξιόπιστο από την αλήθεια μόνο και μόνο από τον ψηφιακό του όγκο. Το διαπιστώσαμε αυτό και στα διάφορα διαδικτυακά κινήματα αρνητών του COVID-19 και στις αντιεμβολιαστικές κοινότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Το φαινόμενο της ψηφιακής φούσκας ενισχύει την πόλωση, έστω και σε μικροκλίμακες, και περιορίζει τη δυνατότητα κατανόησης της άλλης πλευράς. Ο διχασμός προκαλεί έναν φαύλο κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης περιορίζοντας τα περιθώρια διαλόγου και συμβιβασμού, που είναι πολύτιμα για την αναβάθμιση της ποιότητας της σύγχρονης δημοκρατίας.
Από την έκδοση “Αντικατοπτρισμοί και Παραμορφώσεις – Η Εκλογική Επίδραση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στην Ευρώπη” του Παναγιώτη Κακολύρη.