Γιατί ο κόσμος δεν κάνει πια σεξ; Γιατί ο κόσμος δεν κάνει πια σεξ;
Οι Αμερικανοί δεν το κάνουν. Οι Γερμανοί δεν το κάνουν. Οι Ιάπωνες σχεδόν το απεχθάνονται. Κι είναι κυρίως οι νεότεροι που επιδίδονται λιγότερο στο... Γιατί ο κόσμος δεν κάνει πια σεξ;

Οι Αμερικανοί δεν το κάνουν. Οι Γερμανοί δεν το κάνουν. Οι Ιάπωνες σχεδόν το απεχθάνονται. Κι είναι κυρίως οι νεότεροι που επιδίδονται λιγότερο στο σεξ. Μα τι διάολο συμβαίνει στην ανθρωπότητα;

Ηαποχή από το σεξ είναι ζήτημα «risk management» εξομολογούνταν έναν υγρό και πυρωμένο ιαπωνικό Αύγουστο κάποιος 31χρονος πολίτης της χώρας στους Japan Times. Όταν δεν οδηγεί στην εγκυμοσύνη, το σεξ καταλήγει σε γάμο ή χωρισμό, εξηγούσε. Πολλή ένταση ˗ πού να μπλέκει κανείς; «Μπορείς να αγαπάς κάποιον χωρίς σεξ», συνέχιζε ο νεαρός της φυλής των freeter, δηλαδή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης και κατά διαστήματα ανέργων. Η ιδανική σχέση γι’ αυτόν περιορίζεται σε ραντεβού για καφέ και κουβέντα: «Είμαι freeter… Ένας γάμος θα μου ρήμαζε τη ζωή». 

Είναι δυνατόν το σεξ να μπαίνει σε λογική «διαχείρισης ρίσκου» λες και οι γενετήσιες ορμές μας μπορούν να περιχαρακωθούν ακρωτηριασμένες στα ασφυκτικά κουτάκια ενός βάρβαρου excel; Αυτά συμβαίνουν στην Ιαπωνία, θα μου πείτε – και εν μέρει θα έχετε δίκιο. Είναι γνωστό το φοβερό σεξουαλικό πρόβλημα που υπάρχει στη συγκεκριμένη χώρα, όπου οι νέοι δεν μπαίνουν καν πια στη διαδικασία του ραντεβού (συχνά παντρεύονται φίλους τους) και όπου έρευνα του 2020 μεταξύ 500 ανδρών ηλικίας 20-34 ετών οι οποίοι δεν είχαν κάνει σεξ για ένα χρόνο ή και περισσότερο κατέγραψε το εξής σοκαριστικό: Στην ερώτηση αν θέλουν σεξ, το 22,4% απάντησε «όχι, καθόλου», το 21,2% «όχι ιδιαίτερα», το 35,2% «νομίζω ναι» και μόλις το 21,2% δήλωσε ξεκάθαρα «ναι, θέλω».

Ωστόσο, σας έχω νέα: Δεν είναι μόνο η Ιαπωνία. Η σεξουαλική δραστηριότητα καταγράφεται τρομακτικά μειωμένη σε ολόκληρο τον κόσμο. Η λίμπιντο της ανθρωπότητας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Η πιο πρόσφατη μελέτη εστιάζει στις ΗΠΑ και διαπιστώνει μείωση σε όλες τις μορφές σεξουαλικής δραστηριότητας με παρτενέρ από το 2009 έως το 2018, αλλά και στον αυνανισμό των εφήβων. Το δείγμα αφορούσε σε ηλικίες από 14 έως 49 ετών.

Ήδη από το 2018, το Time έγραφε πως, σύμφωνα με τις πλέον επίσημες και έγκυρες μελέτες για τις ΗΠΑ, «το ποσοστό των ανθρώπων που το έκαναν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα έπεσε από 45% το 2000 σε 36% το 2016». Το πλέον ανησυχητικό είναι πως η πτώση αυτή οφείλεται κυρίως στη θεωρούμενη ως «καυλοπυρέσσουσα» (όπως θα τη χαρακτήριζε ο Εμπειρίκος) γενιά, τους νέους: η έρευνα έδειξε ότι ήταν υπερδιπλάσιοι οι σεξουαλικά ανενεργοί στα 20-25 τους χρόνια millennials από ό,τι η προηγούμενη γενιά στην αντίστοιχη ηλικία. Η πιο απότομη πτώση ήταν η πλέον πρόσφατη, την περίοδο 2014-2016.

Από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα, η «καμπύλη» της σεξουαλικής δραστηριότητας ομοιάζει με ανδρικό μόριο που χάνει τη στύση του. Σε μελέτη του 2017, διαπιστώθηκε πως οι γεννημένοι τη δεκαετία του ’30 (η Σιωπηλή Γενιά) ήταν εκείνοι που έκαναν σεξ πιο συχνά, ενώ οι γεννημένοι τη δεκαετία του ’90 (Millennials και iGen) το κάνουν λιγότερο συχνά από όλους.

Το πρόβλημα εκτείνεται και γεωγραφικά. Μελέτη του 2018 διαπίστωνε ότι οι Γερμανοί άνδρες που δεν έκαναν σεξ τον προηγούμενο χρόνο είχαν αυξηθεί από 7% σε 20% – και ήταν κυρίως ανύπαντροι, ηλικίας 18-30.

Τα μαντάτα δεν είναι καλύτερα για τη Βρετανία. Έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2019 έδειξε κατακόρυφη πτώση, με λιγότερους από τους μισούς άνδρες και γυναίκες ηλικίας 16-44 ετών να δηλώνουν πως κάνουν σεξ τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

Όσο για την Ελλάδα, υπήρχαν δημοσιεύματα ήδη από το 2008 (προ οικονομικής κρίσης και πανδημίας, δηλαδή), πως η σεξουαλική ζωή των Ελλήνων είχε ατονήσει πολύ εξαιτίας εντεινόμενων οικονομικών προβλημάτων (Δεν εντοπίσαμε πρόσφατη συγκριτική έρευνα για τις τελευταίες δεκαετίες).

Τι διάολο έχει πάθει το ανθρώπινο είδος; Ταμπού αιώνων που αφορούν στις προγαμιαίες σχέσεις, τα διαζύγια, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το swinging και τόσα άλλα, σήμερα ευτυχώς έχουν σπάσειΟι εφαρμογές dating θεωρητικά τουλάχιστον διευκολύνουν τις ανθρώπινες γνωριμίες. Και μια ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αρκεί για να πιστέψουμε ότι σχεδόν όλοι κάνουν σεξ – συνέχεια και παντού. Κι όμως. Τα στοιχεία πως ο κόσμος βρίσκεται σε σεξουαλική «αφασία» είναι συντριπτικά.

Δεν γίνεται να πάρουμε τέτοιο ζήτημα «ελαφρά». Έχουν χυθεί τόνοι μελάνι από επιστήμονες για το πώς το σεξ επηρεάζει καταλυτικά την ποιότητα ζωής μας. Όσο πιο πολύ και καλό σεξ κάνουμε, τόσο πιο ικανοποιημένοι νιώθουμε, τόσο πιο υγιείς διατηρούμαστε και τόσο πιο ευτυχισμένοι νιώθουμε. Με το σεξ απελευθερώνεται η ορμόνη της ευτυχίας ωκυτοκίνη  – και νικά το στρες κατά κράτος. Δεν είναι τυχαίο που η μειωμένη σεξουαλική δραστηριότητα έχει σχετιστεί με μεγαλύτερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία.

Αλίμονο, βέβαια, αν αντιμετωπίζουμε το σεξ σαν χάπι που «πρέπει» να παίρνουμε τακτικά για την καλή μας υγεία. Εν τέλει, δεν χρειάζεται να το κάνουμε επιστημονικά «ταληράκια». Ακόμα κι ο μέγας Φρόυντ απλώς κατέγραψε αυτό που οι ποιητές γνώριζαν απ’ τις απαρχές του κόσμου: το σεξ και ο έρωτας ξορκίζουν τον θάνατο. Τελεία και παύλα. Τόσο απλά.

Τι έχουμε πάθει λοιπόν κι αφήνουμε τον θάνατο να μας βγάζει τη γλώσσα, χωρίς να του δίνουμε ξεγυρισμένες κλοτσιές στα πισινά;

Πολύ πορνό σημαίνει χειρότερο σεξ

Οι ειδικοί τραβάνε τα μαλλιά τους προσπαθώντας να συνθέσουν το πολύπλοκο ψηφιδωτό των λόγων που οι άνθρωποι δεν κάνουν πια συχνά σεξ. Το πορνό, και η ολοένα ευκολότερη πρόσβαση σε αυτό, περιλαμβάνεται στις αιτίες του προβλήματος. Γιατί δημιουργεί μη ρεαλιστικές προσδοκίες και επιβάλλει μη ρεαλιστικά πρότυπα που ποδηγετούν την επιθυμία. Πολύ σημαντικά, το σεξ στο πορνό δεν προϋποθέτει καμία προσπάθεια και κοινωνική δεξιότητα, ενώ δεν ενέχει κανένα ρίσκο – όλα αυτά δηλαδή που εμπεριέχονται στις αληθινές ανθρώπινες σχέσεις. Οι ερευνητές μάλιστα έχουν καταλήξει πως το πορνό μπορεί να προκαλέσει «σεξουαλική ανορεξία» ή να οδηγήσει σε «σεξουαλική δυσλειτουργία εξαιτίας του πορνό».

Για κάποιους μπορεί να γίνει υποκατάστατο του σεξ. Οι περισσότεροι που βλέπουν πορνό είναι άντρες, λένε οι ειδικοί. «Η μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας οφείλεται κυρίως στους άντρες. Είναι λοιπόν απλή αριθμητική», σημειώνει το Psychology Today. Βέβαια, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν, για παράδειγμα, πως 40 λεπτά πορνό δύο φορές τη βδομάδα μπορεί να τονώσει τη λίμπιντο. Ενδεχομένως, θα λέγαμε, το πρόβλημα βρίσκεται στην υπερκατανάλωση.

H καθημερινή κατανάλωση πορνό μπορεί επιπλέον να εξοικειώσει τους ανθρώπους «ακόμα και με τις πιο βίαιες εικόνες», σύμφωνα με τον Κάρλο Φορέστα της επιστημονικής ομάδας που διεξήγαγε σχετική έρευνα στην Ιταλία. Και μάλλον έχει δίκιο, γιατί το πορνό φέρεται να συνδέεται με τη μεγαλύτερη «κανονικοποίηση» τα τελευταία χρόνια της τεχνικής του «πνιγμού» και του «στραγγαλισμού» κατά τη διάρκεια του σεξ. Οι ερευνητές Χέμπερνικ και Φου, που έκαναν την πρόσφατη μελέτη για τη σεξουαλική ζωή των Αμερικανών, είπαν στο Scientific American ότι οι δύο αυτές τεχνικές «φαίνεται πως υιοθετούνται από την πλειοψηφία των φοιτητών».

Κι ενώ βέβαια σε πολλές περιπτώσεις κάτι τέτοιο είναι συναινετικό και άρα απολαυστικό, σε άλλες ο/η παρτενέρ δεν ερωτάται προηγουμένως, άρα οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν «σε ποιο βαθμό μπορεί αυτό να οδηγεί μερικούς στην αποχή [από το σεξ] έπειτα, γνωρίζουμε όμως πως κάποιοι φοβούνται».  Όπως σημειώνει ο Guardian, αυτός είναι ένας φόβος διόλου παράλογος, καθώς την τελευταία δεκαετία υπολογίζεται πως 30 γυναίκες και κορίτσια έχουν χάσει τη ζωή τους σε υποτιθέμενα συναινετικό βίαιο σεξ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με άλλα λόγια το «βίαιο σεξ στο οποίο κάτι πήγε λάθος» έχει γίνει κάλυψη για γυναικοκτονίες.    

Το διαρκές σκρολάρισμα βλάπτει σοβαρά τη λίμπιντο

Δεκαετίες τώρα, η κλασική συμβουλή ψυχολόγων είναι να μην υπάρχει τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο του ζευγαριού, γιατί επηρεάζει αρνητικά τη σεξουαλική ζωή. Κι αν η τηλεόραση έχει κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο, φανταστείτε σήμερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που απομυζούν ένα τεράστιο μέρος του χρόνου και της ενέργειάς μας. Είναι αυτός ο νεοτερισμός που φέρεται να συνδέεται με την πρόσφατη μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας.

Τα social media έχουν περισσότερη επίδραση στη νεότερη γενιά, που ενηλικιώθηκαν τα χρόνια της έκρηξής τους. Η υπερβολική ενασχόληση με αυτά οδηγεί σε υποκαλλιέργεια των κοινωνικών δεξιοτήτων και σε προβλήματα αυτοπεποίθησης «εξαιτίας της διαρκούς κοινωνικής σύγκρισης με τις εξιδανικευμένες διαδικτυακές εικόνες της ζωής των άλλων», όπως σημειώνει το «Psychology Today». Το περιοδικό προσθέτει πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν επίσης συνδεθεί με αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης και άγχους.

Σημειώστε το αυτό: Η κατάθλιψη και το άγχος έχει τεκμηριωθεί πως είναι οι δύο μεγαλύτεροι και ορκισμένοι εχθροί της λίμπιντο.

«Τη δεκαετία του ’80, μπορεί να έβλεπες ειδήσεις ή κάποια ταινία, αλλά ο πειρασμός δεν ήταν τόσο μεγάλος όπως η τεχνολογία που μας περιβάλλει σήμερα», θα πει η ψυχολόγος Jean Twenge, η οποία μελετά πολλά χρόνια τη σεξουαλική ζωή των Αμερικανών. Η Twenge είναι η συγγραφέας του «iGen: Γιατί τα Σουπερ-Συνδεδεμένα Παιδιά γίνονται Λιγότερο Επαναστάτες, Περισσότερο Ανεκτικά, Λιγότερο Ευτυχισμένα –και Εντελώς Απροετοίμαστα για την Ενηλικίωση- και Τι Σημαίνει Αυτό για Εμάς».

Παρένθεση: Η ενοχοποίηση και γενικότερα η προσπάθεια χειραγώγησης της λίμπιντο ήταν ανέκαθεν ο κύριος τρόπος ελέγχου του πληθυσμού από την εξουσία. Κάπως έτσι φυτεύτηκε η ενοχή μέσω της θρησκείας και απαγορεύτηκε ο έρωτας άνευ «κρατικού χαλκά», δηλαδή εκτός γάμου. Κάπως έτσι, η ενοχή φυτεύτηκε περισσότερο στη γυναίκα αφού το σύστημα είναι πατριαρχικό. Ένας ελεγχόμενος σεξουαλικά πληθυσμός είναι ένας πληθυσμός πειθήνιος. Συναφώς, ο έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατικός. Κλείνει η παρένθεση. 

«Μα, δεν έχει γίνει ευκολότερο το dating λόγω των social media;» θα αντιτείνουν –δικαίως– κάποιοι. Πράγματι, άλλες έρευνες συνδέουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πιο ενεργητική σεξουαλική συμπεριφορά. Ωστόσο, υπάρχει παγίδα: η τεράστια γκάμα επιλογής σεξουαλικών συντρόφων που προσφέρουν αυτές οι εφαρμογές είναι μάλλον ψευδεπίγραφη. Όπως επισημαίνουν ειδικοί, όταν είναι τόσο εύκολο να βρεις σεξ, αυξάνονται οι πιθανότητες το σεξ αυτό να μην είναι καλό. Και καθώς αυτό το μέτριο σεξ «πλημμυρίζει την αγορά», μπορεί σε βάθος χρόνου να οδηγήσει κάποιους ανθρώπους σε μειωμένη σεξουαλική επιθυμία.

Μήπως όμως το πρόβλημα δεν σχετίζεται μόνο με την «εύκολη» εύρεση σεξ (εύκολη ήταν και στο θρυλικό Φεστιβάλ του Woodstock to ’69), όσο με το τι διαμεσολαβεί για την επιλογή παρτενέρ;

Βλέπεις, οι άνθρωποι είμαστε απείρως πιο πολύπλοκοι από τις μηχανές. Πώς μπορεί να  συγκριθεί ακόμα και το one night stand με κάποιον/κάποια που γνώρισες στο μπαρ και άρα μπόρεσες τουλάχιστον να νιώσεις αν υπάρχει εκείνη η αλάνθαστη χημεία των σωμάτων, με το ραντεβού μέσω dating app – το οποίο είναι στην ουσία ραντεβού στα τυφλά; Μια (πιθανόν παραπλανητική, πιθανότατα φιλτραρισμένη) φωτογραφία και η ανταλλαγή δυο-τριών γραπτών μηνυμάτων πριν την πρώτη συνάντηση δεν συνιστούν εχέγγυα φυσικής έλξης –πόσο μάλλον ψυχικού ταιριάσματος. Ραντεβού στα τυφλά γίνονταν και στις προ social media εποχές, αλλά ήταν πάντα αυτά με τη μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας. Απανωτές και αποτυχημένες τέτοιες προσπάθειες ενδεχομένως οδηγούν σε ψυχική κόπωση και παραίτηση.

Οι συνέπειες της τεχνολογίας στη σεξουαλική ζωή ίσως γίνονται πιο αντιληπτές σε χώρες που ελλείπουν άλλοι παράγοντες μείωσης της λίμπιντο όπως η εργασιακή ανασφάλεια. Μια τέτοια χώρα είναι η Φινλανδία, όπου παρόλο που η ποιότητα ζωής θεωρείται πολύ καλή, μελέτη του 2015 διαπίστωνε μεταξύ άλλων αυξημένη έλλειψη γυναικείας επιθυμίας και μείωση συχνότητας σεξουαλικών επαφών.

Ραγισμένες καρδιές, διαλυμένες κοινωνίες

Όπως η έλλειψη σεξ μας κάνει λιγότερο ευτυχισμένους, έτσι κι όταν η ψυχολογία μας είναι πεσμένη δεν έχουμε διάθεση για σεξ. Φαύλος κύκλος. Ποιος μας ρίχνει την ψυχολογία; Ο σύγχρονος τρόπος ζωής.

Η εργασία εντατικοποιείται ολοένα και περισσότερο παρά την τεχνολογική πρόοδο. Στις ΗΠΑ, ο μέσος πολίτης εργάζεται 47 ώρες την εβδομάδα. Δεν είναι, όμως, πάντοτε το πόσο εργαζόμαστε, ισχυρίζονται έρευνες οι οποίες δεν εντόπισαν διαφορά στη σεξουαλική δραστηριότητα εργαζόμενων γυναικών και γυναικών που ασχολούνται με τα οικοκυρικά. Μάλιστα, σε περιπτώσεις η πολυάσχολη επαγγελματική ζωή συνδέεται με αυξημένη σεξουαλική δραστηριότητα.

Καθοριστικό ρόλο όμως διαδραματίζει η ποιότητα της εργασίας. Μια κακή δουλειά μπορεί να είναι χειρότερη για την ψυχική μας υγεία από την ανεργία, υποστηρίζουν ειδικοί. Το γνωρίζουμε αυτό στην Ελλάδα, που έχει μετατραπεί σε τεράστια εργασιακή γαλέρα. Είμαστε μέρος του σημερινού παγκόσμιου πρεκαριάτου, των ανθρώπων δηλαδή που ζουν σε διαρκή εργασιακή επισφάλεια.

Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν τα όρια της εργασίας με την προσωπική μας ζωή γίνονται ολοένα και περισσότερο δυσδιάκριτα (ένα e-mail που θα λάβουμε από τη δουλειά το βράδυ και θα μας αγχώσει, η συνέχιση της εργασίας μετά τη λήξη του ωραρίου από τον υπολογιστή στο σπίτι – και αυτά εντεινόμενα σήμερα με την τηλε-εργασία ελέω πανδημίας).

Οι δυτικές κοινωνίες, δεκαετίες πριν την πανδημία, αντιμετώπιζαν ήδη αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν διογκούμενη επιδημία προβλημάτων ψυχικής υγείας. Και αυτή η επιδημία συνδέεται πλέον τεκμηριωμένα με την ολοένα και αυξανόμενη ανασφάλεια που δημιουργεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Ένας τρόπος ζωής με πυρήνα το Άγχος.

Βέβαια, το άγχος είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη ψυχολογία. Ένας χωρισμός ή ένας θάνατος είναι βαθιά συνταρακτικά γεγονότα. Ή το να απολύεσαι από τη δουλειά ή να πρέπει να μετακομίσεις. Σήμερα, όμως, όπως έγραφε παλαιότερα ο Σάιμον Κόπλαντ στον Guardian, η «ολοένα αυξανόμενη εργασιακή και στεγαστική ανασφάλεια, η οικονομική και εισοδηματική ανασφάλεια και ένα μέλλον με κλιματική αλλαγή, περιβαλλοντική καταστροφή και συγκρούσεις, έχει μετατρέψει το στρες και το άγχος σε τρόπο ζωής».  

Και το πρόβλημα είναι ακόμα πιο βαθύ. Το πρόβλημα επιβίωσης τέμνεται με αυτό που ο Richard Eckersley ονομάζει «δυτική πολιτισμική κρίση – μια κατάρρευση των δομών κοινότητας που είναι απαραίτητες για την ψυχική μας ευημερία… Είτε είναι η εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου είτε οι αυξανόμενες ώρες εργασίας που μειώνουν τον χρόνο για κοινωνική δραστηριότητα, ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία όλοι είμαστε ολοένα και περισσότερο κοινωνικά απομονωμένοι και μόνοι, μια κοινωνία που καταστρέφει έναν από τους κύριους διαθέσιμους μηχανισμούς που μας προστατεύουν από την ψυχική οδύνη», συνέχιζε ο Guardian.

Και κατέληγε: «Οι διαταραχές άγχους δεν είναι απλώς ένα ιατρικό πρόβλημα. Είναι εγγενείς κοινωνικές ασθένειες, που συνιστούν μεγαλύτερο ζήτημα καθώς αυξάνεται η οικονομική ανασφάλεια και καταστρέφονται οι κοινωνικές σχέσεις».

Κι αφού το άγχος και η κατάθλιψη σκοτώνουν τη λίμπιντο, εδώ μάλλον ανιχνεύεται η καρδιά του προβλήματος. Η σύνδεση με το πορνό και τα social media είναι εμφανής: Όσο πιο πολύ απομονωνόμαστε, τόσο πιο πολύ καταφεύγουμε στην εικονική πραγματικότητα του Διαδικτύου. Κι όσο σκρολάρουμε στο Διαδίκτυο, τόσο περισσότερο απομονωνόμαστε. Κι εδώ φαύλος κύκλος.

Αν κάτι όμως μας δίδαξε η πανδημία και η επιδείνωση της ψυχικής υγείας (και στην Ελλάδα) κατά τη διάρκειά της, είναι πως καλή και χρήσιμη η τεχνολογία ως διάμεσο επικοινωνίας και φλερτ, αλλά τίποτα μα τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πραγματική, φυσική ανθρώπινη επαφή. Άνθρωπος που μπορεί να ζει μονάχος, έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι ή θεός ή θεριό.

Κι αν το σύστημα μας έχει λίγο πολύ πείσει ότι ακόμα και στο σεξ και τον έρωτα βρίσκουν εφαρμογή θεωρίες «διαχείρισης κινδύνου» ˗όπως πιστεύει ο Ιάπωνας της εισαγωγής˗ κι ότι μόνο έτσι θα είμαστε «ασφαλείς», τότε μάλλον θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η πολλά υποσχόμενη «ασφάλεια» βρωμάει τόσο πολύ θάνατο. Κι ίσως έτσι ανακαλύψουμε εκ νέου πώς να βγάζουμε τον Χάροντα νοκ-άουτ με απανωτές κλοτσιές στα πισινά.

m.popaganda.gr

error: Content is protected !!