«REQUIEM ΓΙΑ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»
ΠΟΙΗΣΗ 9 Απριλίου 2024 fonisalaminas
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Επιμέλεια Λίλυ Νούραη
«REQUIEM ΓΙΑ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»
Ένας καταξιωμένος ποιητής, ο Πέτρος Τσερκέζης, παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα, στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, στην Αθήνα, την νέα του ποιητική συλλογή «Requiem για χαμένες πολιτείες», η οποία δονείται από συναισθηματισμό και πολλαπλά μηνύματα, περιλαμβάνοντας ένα ανθολόγιο εμπειριών, νοσταλγιών, ανθρώπινων βιωμάτων και ανθρωπίνων βιωμάτων.
Από την νέα αυτή συλλογή του και τα ακόλουθα ποιήματα.
ΟΠΩΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΠΕΛΑΡΓΟΙ
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ περνούν σαν τραγούδι
γαλήνιας βροχής πάνω στη γκρίζα πόλη. Σκυθρωπή πόλη,
χάρισέ μου το χαμόγελο, λαμπρή επιθυμία συνάντησης.
Μέσα στα βήματα της βροχής προσπαθούσα να διακρίνω
τα βήματα σου. Από πού θα ερχόσουν; Τι θα φορούσες;
Πόσο ήλιο θα κουβαλούσες μαζί σου να σπάσεις την
αυτοκρατορία του μελαγχολικού γκρίζου;
Γκρίζα πόλη, γκρίζα βροχή, γκρίζα βήματα έρχονται και
φεύγουν όπως η βροχή. Ήρθες. Δεν άκουσα τα βήματά
σου να πλησιάζουν. Ο ουρανός της πόλης έσταζε θλίψη.
Μπήκες. Πέταξες τα βρεγμένα σου ρούχα σε μια άκρη,
άφησες το μαστό να τον δαγκώσει ο πελαργός, μου
χάρισες δυο στάλες χαμόγελου, λίγο ήλιο για να λάμψεις
αυτή την απαίσια μέρα της γκρίζας πόλης, κι έφυγες, έτσι
όπως φεύγουν οι πελαργοί. Δε γύρισες ξανά. Ήταν η
εποχή τους. Άφησες πίσω τα βρεγμένα σου μαλλιά να
στάζουν συνέχεια ανοιξιάτικες ίριδες, στάλες ηλίου μέσα
στην ανάστατη καρδιά μιας εποχής.
Πάνω στην πόλη συνεχίζει να βηματίζει η αιώνια γκρίζα
βροχή, βαριά μολυβένια. Μέσα στη βροχή τα βήματα που
φεύγουν, βαριά πέτρινα φτερουγίσματα. Πώς να σηκώσω
αυτό το μουσκεμένο βάρος πέτρας, αυτόν τον ατσάλινο
φθινοπωριάτικο ουρανό; Ω, κουράστηκα, κουράστηκαν οι
ώμοι της καρδιάς μου! Βγάλε το χρυσό σου μάτι, ήλιε
μου, να μαλακώσεις αυτή την μουντάδα, γιατί άρχισαν να
σαπίζουν οι σκέψεις σαν τα πεσμένα φύλλα.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Αυτό το βράδυ περπατώ στα μάτια της πόλης
Τα μάτια της πόλης είναι γκρεμός
Σκοντάφτω στα μάτια γκρεμοτσακίζομαι
Στην ανελέητη χαράδρα της απόγνωσης
Τα μάτια ανεμίζουν ξεσκισμένες σημαίες
Λευκές σαν από μια μάταια εκεχειρία
Μια αδιέξοδη οδός τα μάτια της πόλης
Που όλο νυχτώνει και σκοντάφτει
Στην αγκαλιά ενός αυταρχικού εφιάλτη
Τα μάτια της πόλης μοιάζουν με μάτια αγαλμάτων
Που θέλουν να εξιστορήσουν πολλά
Και πεθαίνουν ανερμήνευτα μέσα στην πίκρα τους
Τα μάτια μαρμαρωμένος χρόνος,
Κλεμμένος, λιντσαρισμένος, ρημαγμένος σαν αδέσποτο
Δυο οπές θανάτου τα μάτια της πόλης
Η μέρα πέθανε στα μάτια της πόλης
Η νύχτα κατέβασε την αυλαία της
Με δαγκωμένα όλα τα άστρα της ελπίδας
Και με μια σελήνη ταφόπλακα
Τα μάτια της πόλης χάνονται μέσα στη μαύρη σιωπή
Σαν μια βαθιά ρωγμή λύπης
Χρεωμένη στο αξημέρωτο αύριο.
ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ
ΦΤΑΝΕΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ διαπιστώνεις
με θλίψη πως αυτή η πόλη που αγάπησες κάποτε
παράφορα δεν διαθέτει τίποτα να σου προσφέρει πια. Δεν
σου ξυπνάει και δεν σου εμπνέει τίποτα. Είναι τελικά μια
ξένη πόλη. Την άδειασε, την ξεθώριασε ο αδίστακτος
χρόνος σαν αρνητικό φωτογραφίας. Κι επιθυμούσες
διακαώς, κάποτε, να χαραμίσεις τη ζωή σου εδώ.
Μάιο μήνα ταξιδεύεις προς αυτή την πόλη. Μήνας για
ζηλευτό ταξίδι. Σταματάς μπροστά σ’ ένα δέντρο σαν να
θέλεις να συνομιλήσεις με κάποια από τις εποχές του
χρόνου. Ένα από αυτά που τα θεωρούσες τα πιο ποιητικά.
Έχει ανθίσει. Κάποτε σου πρόσφερε ίσως τον κορμό του,
τη δροσιά του ή τα άνθη, που έπλεξες στα μαλλιά της
καλής σου. Δεν έχει πολύ σημασία αν ήταν αυτό ή κάποιο
άλλο δέντρο. Έμοιαζε με ναό, λαμπρός ναός που άνθιζε
ξαφνικά από τα φιλιά. Και ξανά, είναι έτοιμο να σου
προσφέρει τα άνθη του. Κουνάει τους κλώνους. Σου
ρίχνει δυο πέταλα και ξανά το προσπερνάς με αδιαφορία.
Και ήσουν τρελά ερωτευμένος, κάποτε, με αυτά τα
δέντρα, με αυτούς τους δρόμους, που σε περιτύλιγαν με
μυστικοπάθεια, με αυτή την πόλη σαν υπόσχεση αγάπης.
Έτρεχες με παραληρήματα μανιακού και φρενιασμένα
χειροκροτήματα στις παρελάσεις στην μεγάλη λεωφόρο.
Σας έκανε παρέα το φεγγάρι στα δρομάκια και στους
ανθόκηπους με κάποιες φίλες, (τώρα ούτε τα ονόματά
τους δε θυμάσαι πια, λες και ήταν φτιαγμένες από
φθινοπωριάτικα φύλλα).
Τα βήματα σε ωθούν με αμφιβολία σ’ έναν τηλεφωνικό
θάλαμο. Ξεφυλλίζεις τον κατάλογο της μνήμης. Σε ποιον
θα τηλεφωνήσεις; Μακρινά τα πρόσωπα, ξεθωριασμένες
φωτογραφίες μιας άλλης εποχής.
Πόση σκόνη λησμονιάς έχει πέσει πάνω τους; Κανένα
αριθμό δεν διαθέτεις, κανένα φίλο δεν έχεις πια εδώ. Τα
γνωστά πρόσωπα έχουν αποδημήσει. Κανένα πέταλο
ποίησης δεν έρχεται από πουθενά να σε χαιρετήσει και να
σου χαρίσει ένα χαμόγελο, να σου διαλύσει την καταχνιά
της αμφιβολίας και της θλίψης. Τι ήταν και πώς χάθηκαν
άραγε, εκείνες οι παλιές φιλίες. Σε ποιο σύμπαν ζουν;
Τώρα η πόλη σε κοιτάζει σκυθρωπή με ξενικό ανόητο, κι
εχθρικό βλέμμα.
Αυτή η πόλη έπαθε παράξενη σμίκρυνση, έγινε άγνωστη,
έγινε αόρατη, συρρικνώθηκε μέσα στη μνήμη. Ξεθώριασε
μέσα στο χρόνο της λησμονιάς. Γκριζάρει μέσα στο
πέπλο μιας παράξενης λήθης. Έχασε τη μαγεία της,
αποχωρώντας χωρίς δέος από τον φανταστικό χάρτη των
«αόρατων πόλεων», όπως τις αποκαλεί ο Καλβίνος.
Και ήσουν τρελά ερωτευμένος, κάποτε, με αυτή την πόλη.