Τα παιδιά της (Κουλουριώτικης) πιάτσας Τα παιδιά της (Κουλουριώτικης) πιάτσας
Η «πιάτσα» στην Σαλαμίνα είναι αλλιώτικη. Στον αξιοπρεπή υπόκοσμο τα ονόματα είναι κάτι σαν brand name: δεν αλλάζουν. Ποτέ ο «Μπάμπης ο Σάλτας» ή... Τα παιδιά της (Κουλουριώτικης) πιάτσας

Η «πιάτσα» στην Σαλαμίνα είναι αλλιώτικη.

Στον αξιοπρεπή υπόκοσμο τα ονόματα είναι κάτι σαν brand name: δεν αλλάζουν. Ποτέ ο «Μπάμπης ο Σάλτας» ή ο «Πίπης ο Σουγιάς» δεν θα καταδέχονταν να αλλάξουν όνομα, διότι, όπως και να το κάνουμε, είναι θέμα τιμής. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στην «πιάτσα» της Σαλαμίνας αφού οι ήρωές της αλλάζουν συνεχώς ονόματα – δεν υπάρχουν θέματα τιμής εδώ.

Προσφάτως λοιπόν εμφανίστηκε ο «Σαλαμινοβλάχος». Παιδί από τα λίγα. Έμαθε μπαλίτσα στις αλάνες κι έτσι έγινε αλάνι. Καλά τα πήγαινε, με το κομματάκι του και τα σέα του, μα η κακούργα η ζωή και η άτιμη η κενωνία τα έφερε ανάποδα: το μεγάλο του αφεντικό πέθανε, και μάλιστα την στιγμή που προετοίμαζε την μεγάλη φτιάξη που θα τους ξελάσπωνε όλους της παρέας. Επί ξύλου κρεμάμενος τελικά, γιατί έσπασε ο διάολος το πόδι του (τόσες φορές που το σπάει, οστεοπόρωση θα’χει).



Δουλειές του ποδαριού πια. Και όπως όλα τα αλάνια της παρέας, ζήλια.

«Γιατί αυτός αυτό και όχι εγώ;;;» αναρωτιέται συνεχώς. «Είμαι στην πιάτσα 40 χρόνια και ήρθε ο στράβακας να μας βάλει τα γυαλιά;». Κενωνία άπονη…

Προσκολλήθηκε σε άλλα μικρά αφεντικά που του έδιναν κανένα κοκκαλάκι να γλείψει. Κάτι κατάφερνε. Αλλά η ζήλια, ζήλια. Βρίζει και ειρωνεύεται σαν κυρά-Κατίνα όταν απλώνει την μπουγάδα της. Και ενώ κανείς δεν του είπε τίποτα για το νέο αφεντικό του, τον χτίστη πού’χει ένα φάκελο σαν την Πάπυρος-Λαρούς-Μπριττάνικα, ο «Σαλαμινοβλάχος» αρπάζεται:



«Να ποιος τον πληρώνει αυτόνε, η τάδε εταιρεία και μεσολάβησε αυτή εκεί η … ας μην πω τώρα, θού Κύριε». Λες και βλέπεις την Σαπφώ Νοταρά σε παλιά ταινία…

Η μοίρα αυτών των αλανιών είναι πάντα το κατιναριό. Δεν μπορούν να φτάσουν κάπου αλλού. Και φυσικά αλλάζουν το ονοματάκι τους γιατί φοβούνται και τις σφαλιάρες. «Δεν τσακώνομαι εγώ ρε, σιγά μην σου δώσω αξία (γι αυτό κρύβομαι)». Και φυσικά μαγκιά βαρέων βαρών.



Μα οι μάγκες φαίνεται πως δεν υπάρχουν πια. Ποτέ ο «Πίπης ο Σουγιάς» δεν θα γινόταν κάποιος άλλος για να πει λόγια χωμένος σε λασπόλακκο, ούτε ο «Μπάμπης ο Σάλτας» θα μασκαρευόταν για να μην τον πάρουνε χαμπάρι. Κατάντια…

Και επειδή μιλώντας για όντα της λάσπης αηδιάζεις, σταματάω εδώ. Την επόμενη φορά θα έχω μαζί και «Άλκα Σέλτζερ» για το ανακάτεμα.



error: Content is protected !!