Το σπίτι δίπλα στο δάσος Το σπίτι δίπλα στο δάσος
της Δέσποινας Τσέρκα Όλη την ημέρα σκεφτόσουν τον τόπο που έζησες μικρή. Το χωριό που μεγάλωσες έχει πια ερημώσει. Όλοι οι γείτονες έχουν φύγει... Το σπίτι δίπλα στο δάσος

της Δέσποινας Τσέρκα

Όλη την ημέρα σκεφτόσουν τον τόπο που έζησες μικρή.

Το χωριό που μεγάλωσες έχει πια ερημώσει. Όλοι οι γείτονες έχουν φύγει να μείνουν στις πόλεις.

Όπως και οι γονείς σου άλλωστε. Αλλά εσύ επιθυμείς να δεις έστω και έναν άνθρωπο που μένει ακόμα εκεί, στο χωριό που μεγάλωσαν γενιές και γενιές.

Σε κάθε σπίτι μεγάλωναν περισσότερα από πέντε παιδιά. Οι μαμάδες ασχολούνταν με πολλές εργασίες του σπιτιού, του κτήματος, και φυσικά πήγαιναν σαν βοήθεια και σε άλλα σπίτια που τους είχαν ανάγκη.

Τότε ήταν και άλλη εποχή που δεν υπήρχαν ηλεκτρικές συσκευές. Το πλύσιμο των ρούχων γινόταν στη σκάφη, σκούπα ηλεκτρική δεν υπήρχε και σκούπιζαν με την ψάθινη. Το φαγητό μαγειρευόταν στον ξυλόφουρνο μετά από τρεις ώρες. Δίπλα στον φούρνο ζέσταιναν το νερό για το πλύσιμο των ρούχων, ή το γάλα των παιδιών.



Ήταν δύσκολα τα χρόνια τότε…

Κι όμως εσύ το τελευταίο εξάμηνο νοσταλγείς αυτή την εποχή γιατί βλέπεις την εποχή που ζεις τώρα και δεν σου αρέσει καθόλου. Ξυπνάς το πρωί και τρέχεις να προλάβεις να πας στη δουλειά σου. Τελειώνεις το απόγευμα και τρέχεις να προλάβεις να κάνεις τα ψώνια σου για να έχεις κάτι στο σπίτι να φας. Όλη σου η ζωή είναι ένας αγώνας δρόμου. Κάποια βράδια σκέφτεσαι ότι ζεις σαν μηχανή.

Δεν κάνεις κάτι για εσένα. Τα χρήματα που παίρνεις είναι ελάχιστα. Ούτε για καφέ έξω δεν σου φτάνουν. Άσε που γίνεται στην πόλη ένας χαμός. Όλοι φωνάζουν, όλοι βιάζονται και κανείς δεν χαμογελάει.

Έχετε χάσει το γέλιο σας. Στο δρόμο μηχανάκια, αυτοκίνητα, λεωφορεία παντού γίνεται ένας χαμός. Και καθώς τα σκέφτεσαι όλα αυτά και στεναχωριέσαι, μια σκέψη σε επισκέπτεται και χάνεις τον ύπνο σου.

Δεν είναι από την ταραχή που έχεις επειδή μένεις στην πόλη. Όχι.

Έχεις χάσει τον ύπνο σου από τον ενθουσιασμό που σου δημιουργεί η σκέψη της επιστροφής στο χωριό. Νιώθεις να έχεις ξεσηκωθεί ολόκληρη και να μην σε χωράει ο τόπος. Θες να γυρίσεις πίσω, στην ησυχία, στην φύση και στην ελευθερία που νιώθει κανείς εκεί.



Πρώτα όμως αποφασίζεις να επισκεφτείς το σπίτι το πατρικό σου για να δεις τι δουλειές πρέπει να γίνουν για να φτιαχτεί από την αρχή αν είναι δυνατόν. Είναι Σάββατο πρωί και ξεκινάς με όρεξη αλλά και με έναν φόβο για το τι πρόκειται να συναντήσεις.

Μετά από δυόμιση ώρες φτάνεις επιτέλους έξω από το σπίτι σου. Βγαίνεις από το αυτοκίνητο και το θέαμα σε κάνει να βάλεις τα κλάματα. Τόσες αναμνήσεις ξύπνησαν ξαφνικά, ο χρόνος γύρισε πίσω, τότε που μικρό κοριτσάκι έπαιζες με τα παιδιά της γειτονιάς μήλα, κρυφτό, κυνηγητό και άλλα πολλά παιχνίδια που δυσκολεύεσαι να θυμηθείς. Ανοίγεις με δυσκολία την πόρτα του σπιτιού σου και τότε έρχεται και δεύτερο κύμα συγκίνησης.

Η μυρωδιά του χώρου, τα έπιπλα, βγαίνουν στην επιφάνεια. Στέκεσαι εκεί και παρακολουθείς σαν ταινία τη μάνα σου να φτυαρίζει το τζάκι για να ανάψει τη φωτιά και εσύ να γράφεις την ορθογραφία σου στο κρεβάτι των γονιών σου επειδή το τραπέζι είναι γεμάτο με φρούτα και λαχανικά.

Τα αδέρφια σου τα βλέπεις να παίζουν στο πάτωμα με μια σβούρα που την έφερε ο πατέρας από ένα μαγαζί στην πόλη γυρίζοντας στο χωριό. Το σπίτι είναι μικρό και στενό και έτσι δεν υπάρχει ευκολία για να κάνουν όλοι πράγματα χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των σπιτιών τότε, είναι ότι τα έφτιαχναν χαμηλοτάβανα για να έχουν μεγαλύτερη ζεστασιά τον χειμώνα που χιόνιζε συνέχεια. Όλα όμως τώρα είναι πεσμένα καταγής, σκονισμένα και ταλαιπωρημένα από το πέρασμα του χρόνου.

Ξαφνικά η εικόνα σε απογοητεύει παρότι έζησες ωραία παιδικά χρόνια εκεί. Πηγαίνοντας προς την πόρτα και σου τραβάει κάτι την προσοχή. Είναι μια μπαλίτσα που συνήθιζες να παίζεις κάποτε με τα αδέρφια σου.

Σκύβεις και την βγάζεις από τους ιστούς της αράχνης. Την κοιτάς προσεχτικά και αναρωτιέσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έπαιξες με αυτή τη μπάλα. Δεν θυμάσαι καθόλου. Βγαίνεις έξω και κοιτάς το δάσος που απλώνεται μπροστά σου και ξεχειλίζει το άτι σου. Κάθεσαι εκεί και αυτό που βλέπεις εν το χορταίνεις.

Η ησυχία που έχει, οι φυσικοί ήχοι που ακούγονται από τα πουλιά και τον αέρα και το απέραντο πράσινο σε βοηθούν να δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία στο σπίτι. Κατηφορίζεις και πας κατευθείαν να κλείσεις δωμάτιο για να περάσεις τη νύχτα σου.

Το δυνατό οξυγόνο που μπαίνει από τα παραθυρόφυλλα, οι μυρωδιές της νύχτας και οι ήχοι της, σου γλυκαίνουν την καρδιά και σε ηρεμούν. Το άλλο πρωί έχεις πάρει ήδη την απόφαση να φτιάξεις το σπίτι και να έρθεις να μείνεις για πάντα εδώ. Η φύση σε έχει μαγέψει, άλλωστε πάντα την αγαπούσες αλλά και την απλή ζωή του χωριού. Ίσως γι αυτό να σε κουράζει τόσο πολύ η πόλη. Πας να πληρώσεις το κατάλυμα και συναντάς ανθρώπους που σε ρωτάνε από που έρχεσαι, ποιανού είσαι, τι δουλειά κάνεις και άλλα τέτοια. Όταν πια μαθαίνουν τα πάντα για εσένα τους βλέπεις πρόθυμους να σε βοηθήσουν να φτιάξεις το πατρικό σου σπίτι.

Φεύγοντας η θεία- γιαγιά που της ανήκει ο χώρος σου προσφέρει ένα βάζο με σπιτική μαρμελάδα βερύκοκο μαζί με μια σακούλα γεμάτη καρύδια. Τους ευχαριστείς όλους για τη γενναιοδωρία τους. Αποχαιρετάς και παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής.

Η αλήθεια είναι ότι στεναχωριέσαι που πρέπει να γυρίσεις πάλι πίσω. Αλλά έχεις να ελπίζεις σε κάτι όμορφο που σύντομα θα πραγματοποιηθεί. Μετά από έξι μήνες επιτέλους βρίσκεσαι στο χωριό σου. Στο χωριό που μεγάλωσες και που φύλαγες την αγάπη σου γι αυτό πολλά χρόνια και ας μην το ήξερες.

Τώρα πια μπορείς να έχεις την ποιότητα ζωής που είχες τόσα χρόνια στερηθεί. Ξυπνάς το πρωί ακούγοντας τον κόκορα από το μικρό κοτέτσι που έχεις φτιάξει στην αυλή του σπιτιού σου. Το μπαλκόνι σου το έχεις στολίσει με ωραίες γλάστρες με όμορφα χρωματιστά λουλούδια. Έχεις τοποθετήσει ένα ξύλινο τραπέζι με μπαμπού καρέκλες και εκεί απολαμβάνεις τον πρωινό και απογευματινό καφέ σου.

Μέσα στο σαλόνι πάνω στο τζάκι έχεις σε μια κορνίζα τη φωτογραφία της οικογένειάς σου που βγάλατε λίγο πριν φύγετε από εκεί. Έχεις μία μικρή σύγχρονη κουζίνα και ένα τραπέζι μικρό που όμως αν έχεις καλεσμένους γίνεται άλλο τόσο.

Στο μικρό σου σαλονάκι έχεις στρώσει ένα λεπτό χαλί σε χρώμα πράσινο και πάνω του έχεις ακουμπήσει έναν καναπέ και ένα τραπεζάκι στρογγυλό. Ξύλινα και αυτά. Στην κρεβατοκάμαρα έχεις βάλει ένα κρεβάτι του γούστου σου, μία συρταριέρα με έναν καθρέφτη και μι μικρή καρέκλα για να κάθεσαι και να βάφεσαι.

Οι κουρτίνες που έχουν μπει, είναι ροζ με λουλούδι στο ίδιο χρώμα αλλά πιο γυαλιστερό και από πάνω έχει πέσει μια κουρτίνα μπεζ που το πρωί την μαζεύεις με χοντρά κορδόνια να κρέμονται δεξιά και αριστερά. Το μπάνιο είναι ένας πολύ μικρός χώρος με καινούργια είδη υγιεινής σε άσπρο χρώμα και πράσινη κουρτίνα μπάνιου.

Το σπίτι είναι χτισμένο με πέτρα και η όψη του καινούργιου σπιτιού φαίνεται απίθανη. Το παλιό σπίτι είχε κατώι που εκεί έφτιαξε έναν χώρο για να φιλοξενεί φίλους της που θα έρχονται να τη δουν. Έχει έξω από το κατώι φτιάξει έναν πέτρινο κήπο με όμορφα λουλούδια.

Γύρω γύρω από το σπίτι έχει χτίσει έναν πέτρινο φράχτη που κάθε Άνοιξη γεμίζει με λουλούδια αναρριχώμενα.

Μετά από πέντε χρόνια καθισμένη στο μπαλκονάκι της χαίρεται την ζωή της στον όμορφο τόπο που επέλεξε για να μείνει και που της άλλαξε τελείως τη ζωή.

error: Content is protected !!